Δ060.18 Ιχνογραφήσεις ενός ερειπωμένου τοπίου | Ενεργοποίηση της περιοχής του όρμου Στομίου, Χανιά

Διπλωματική Εργασία: Ιχνογραφήσεις ενός ερειπωμένου τοπίου | Ενεργοποίηση της περιοχής του όρμου Στομίου, Χανιά
Φοιτήτριες: Μαρία Παπαγεωργίου, Μαρίνα Σκουτέλα
Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Πανίτα Καραμανέα
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πολυτεχνείου Κρήτης | Δεκέμβριος 2018


Η παρούσα διπλωματική εργασία μελετά την περιοχή του όρμου Στομίου Κισσάμου, που βρίσκεται 74 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης των Χανίων και 7 χιλιόμετρα βόρεια του Ελαφονησίου. Πρόκειται για ένα τοπίο με χαρακτηριστικά μεσογειακού οικοσυστήματος και ιδιαίτερο γεωλογικό υπόβαθρο. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται το δεύτερο μεγαλύτερο κοίτασμα γύψου της Κρήτης, το οποίο καθορίζει τους δυο βασικούς άξονες της έρευνας: α. το φυσικό περιβάλλον και β. τα αποτυπώματα της ανθρωπογενούς δραστηριότητας. Πιο συγκεκριμένα, διερευνάται το πώς το υπέδαφος της περιοχής επηρεάζει την χλωρίδα και την πανίδα του τοπίου, αλλά και πώς αποτελεί αφορμή για εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων.




Στο τοπίο διακρίνονται τέσσερα βασικά στοιχεία: 
α. ο εποχιακός χείμμαρος με το πευκόδασος, 
β. η εγκαταλελειμμένη λιμνοδεξαμενή, 
γ. τα πέτρινα ερείπια στο παραλιακό μέτωπο, 
δ. η ανενεργή βιομηχανία γύψου και 
ε. το πεζοπορικό μονοπάτι Ε4. 

Με εργαλείο την αναπαρασταστική μέθοδο των collages δορυφορικών απεικονίσεων, φωτογραφιών και διαγραμμάτων διαπιστώνεται ο ιδιότυπος χαρακτήρας της περιοχής: ένα τοπίο αντιθέσεων όπου συνυπάρχει μία προστατευόμενη περιοχή Natura με ένα ερειπωμένο βιομηχανικό περιβάλλον. Τα αποτυπώματα της ανθρωπογενούς δραστηριότητας συνθέτουν μια “δυστοπική” ατμόσφαιρα και στον χώρο αναδύεται η αίσθηση του ανοίκειου. Έχοντας ως βασικό συνθετικό εργαλείο αυτήν την αίσθηση, η εργασία αποπειράται να αναδιατυπώσει τα ίχνη που βρίσκονται στο τοπίο και προτείνει ενεργοποίηση της περιοχής μέσω της φιλοξενίας εκπαιδευτικών και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων.




Πιο συγκεκριμένα προτείνεται:
α. ένταξη της περιοχής στο δίκτυο Natura
β. ενεργοποίηση του “τραυματισμένου' οικοσυστήματος και ενίσχυση του δικτύου πρασίνου
γ. παράκαμψη του μονοπατιού Ε4 εντός της υπό μελέτης περιοχής
δ. δημιουργία δικτύου πεζοπορικών διαδρομών
ε. δημιουργία σημείων στάσης και πυρήνων συγκέντρωσης επεμβαίνοντας στα υφιστάμενα κατάλοιπα και συνθέτοντας νέες δομές




Η εργασία αρθρώνεται μέσω της διαδρομής που συνδέει τη βασική οδική αρτηρία με την εγκαταλελειμμένη βιομηχανία επεξεργασίας γύψου, στην οποία παρεμβάλλονται 5 σημεία επέμβασης. Σκοπός της επέμβασης καθίσταται η αποκατάσταση του αλλοιωμένου χαρακτήρα της περιοχής και η ανάπτυξη ήπιων δραστηριοτήτων με στόχο την ανάδειξη του φυσικού τοπίου και της ταυτότητας του τόπου.

Η έναρξη και σηματοδότηση της διαδρομής γίνεται μέσω δύο μικρών κατασκευών από ξύλο και μέταλλο, οι οποίες λειτουργούν ως εφήμερος χώρος στάσης και πληροφόρησης του περιπατητή.



Ως επόμενο σημείο επέμβασης ορίζεται η εγκαταλελειμμένη λιμνοδεξαμενή των Αγίων Θεοδώρων. Πρόκειται για ένα δημόσιο έργο του 1990 με κόστος 700 εκατομμύρια ευρώ. Η λιμνοδεξαμενή μπήκε σε πλήρη λειτουργία το 1998 και έχει χωρητικότητα 650.000 κυβικά εκατοστά. Ωστόσο, λόγω ελλειπούς γεωλογικής μελέτης, το 2011 άρχισαν καθιζήσεις του πυθμένα της· το υπέδαφος του γύψου δεν κατάφερε να συγκρατήσει τον όγκο του νερού με αποτέλεσμα ρηγματώσεις εδάφους και απορρόφηση του νερού. Από τότε η λιμνοδεξαμενή παραμένει ένας άδειος “κρατήρας” που θυμίζει σεληνιακό τοπίο, μία τεράστια ουλή στο έδαφος.

Εδώ,επιχειρείται ενεργοποίηση του οικοσυστήματος, μέσω αναδιαμόρφωσης του ανάγλυφου που αφενός επαφέρει την χαραγμένη πλαγιά του βουνού, αφετέρου ενισχύει τη δυνατότητα αποθήκευσης υδάτων (τεχνική swales). Τέλος, ενισχύεται η βιοποικιλότητα με εισαγωγή νέων φυτών και εντατικές σπορές.

Στη συνέχεια η διαδρομή συναντά ένα σύμπλεγμα πέτρινων ερειπιών σε άμεση επαφή με τη θάλασσα, στα οποία τοποθετούνται χρήσεις αναψυχής, σίτισης και στέγασης. Τα υφιστάμενα κελύφη ενισχύονται και συμπληρώνονται με μεταλλικό σκελετό, πληρώνονται με τοιχοποιία από οπτοπλινθοδομή, υαλοστάσια και επένδυση από corten.



Η διαδρομή καταλήγει στην ανενεργή βιομηχανία επεξεργασίας γύψου. Η βιομηχανία λειτούργησε από το 1970 ως το 2002 λόγω έλλειψης αδειοδότησης. Το τοπίο εδώ μας μεταφέρει σε ένα δυστοπικό σκηνικό, ερειπωμένο και μολυσμένο (υπολείμματα αμιάντου), με θραύσματα βιομηχανικών κελυφών μπρουταλιστικής ογκοπλασίας και “άγριες” τοπιακές υφές.


Εδώ επιχειρείται αναβίωση της πορείας του γύψου και διατήρηση της ατμόσφαιρας του βιομηχανικού περιβάλλοντος. Προτείνεται:
α. επαναφορά διαδρομής γύψου
β. διατήρηση των κελυφών του τροφοδότη, των silos, του όγκου λειοτρίβησης και της προβλήτας φορτοεκφόρτωσης / κατεδάφιση των κτηριών του διοικητικού προσωπικού / προσθήκη νέου κτιριακού όγκου
γ. διατήρηση τοπιακών ενοτήτων / μακκία βλάστηση, φρύγανα, χαλίκι, βράχια
δ. πυκνώσεις πρασίνου
ε. αναδιαμόρφωση και προσθήκη λόφων
στ. δημιουργία οργανικής διαδρομής



Αφετηρία της διαδρομής καθίσταται ο τροφοδότης που βρίσκεται σε ένα λόφο. Ο λόφος συνδέεται με τον όγκο των silos μέσω μιας γέφυρας μήκους 40 μέτρων. Έπειτα, συναντάμε τα silos που μετατρέπονται σε φυτεμένες δεξαμενές (“αιωρούμενος κήπος”). Η διαδρομή συνεχίζει στο σύμπλεγμα τριών όγκων που εξυπηρετούν ήπιες χρήσεις πολιτισμού και έρευνας.

Ο πρώτος όγκος αποτελεί μία νέα προσθήκη, μιμούμενη τους όγκους της λειοτρίβησης, η οποία δύναται να φιλοξενήσει προβολές, διαλέξεις και βοηθητικές χρήσεις. Ο όγκος αυτός συνδέεται εξωτερικά μέσω ενός υπέργειου διαδρόμου με το σύστημα των όγκων της λειοτρίβησης. Εδώ, προτείνονται ογκοπλαστικές προσθήκες και αφαιρέσεις ώστε να είναι επισκέψιμοι οι χώροι. Ο εν σειρά όγκος αναδιαμορφώνεται ώστε να λειτουργήσει ως χώρος σεμιναρίων και ο επόμενος ως δεξαμενή αποθήκευσης νερού που μπορεί να τροφοδοτήσει τις υγρές λειτουργίες του συμπλέγματος. Στον περιβάλλοντα χώρο διαμορφώνεται υποτροπικός κήπος που διυλίζει τα grey waters.


Τέλος, η πορεία καταλήγει στο σύστημα προσόψη - προβλήτα. Στο υπόλειμμα μιας πρόσοψης προστίθενται μεταλλικά και ξύλινα στοιχεία, ώστε να λειτουργήσει ως “μπαλκόνι” παρατηρήσης της βιομηχανίας και της θάλασσας. Η διαδρομή εκτονώνεται στην προβλήτα φορτοεκφόρτωσης, ως αιώρηση προς τη θάλασσα. Η μπετονένια δομή, ενισχύεται στατικά με μεταλλικό σκελετό και ξύλινο δάπεδο.


Στο σύνολο της επέμβασης συνδυάζονται τα υφιστάμενα υλικά (οπλισμένο σκυρόδεμα, τοιχοποιία από οπτοπλινθοδομή και χάλυβα) με τα νέα (μεταλλικός σκελετός, τοίχος πλήρωσης από οπτοπλινθοδομή, επένδυση από corten, υαλοστάσια και ξύλο).

Η συγκεκριμένη διπλωματική εργασία επιθυμεί να σχολιάσει ένα τοπίο που αναδύει αισθητικά, οικολογικά και κοινωνικά ενδιάφεροντα και επικεντρώνεται στη σκέψη ότι κάθε τοπίο βρίσκεται σε μία διαρκή κατάσταση ανταλλαγής υλικού και άυλου, όπου λαμβάνουν χώρα ορυκτές και κοινωνικές διεργασίες.