Κ002.18 Ονομάζοντας το κενό: Δέκα παραλλαγές στο θέμα του κενού στην αρχιτεκτονική

της Μυρτώς Κωσταροπούλου 

Ο Λεύκιππος (5ος αι. π.Χ.) και ο μαθητής του Δημόκριτος από τα Άβδηρα, γνωστοί ως ατομικοί φιλόσοφοι, θεωρούσαν πως το κενό υπάρχει και είναι «ον», σε σχέση με τους προγενέστερους που θεωρούσαν το κενό ως «μη ον». Σύμφωνα με τη διδασκαλία της ατομοκρατίας, άτομα και κενό απαρτίζουν τον κόσμο και το κενό είναι ο άδειος χώρος εντός του οποίου κινούνται τα άτομα της ύλης. 
¹ Ο Δημόκριτος θεωρούσε δηλαδή ότι το κενό είναι κάτι το υπαρκτό, πως είναι κάτι και πως δεν ταυτίζεται με το τίποτα, δηλαδή το «μη ον» Ο Αριστοτέλης στο τέταρτο βιβλίο των Φυσικών ² είχε απορρίψει την δυνατότητα ύπαρξης ενός διακριτού κενού, λέγοντας ότι το κενό δεν κατατάσσεται στην κατηγορία των όντων και ότι σημαίνει διάστημα σώματος, δηλαδή τον τόπο στον οποίο δεν υπάρχουν σώματα.  Η ύπαρξη κενού, δηλαδή της μη αντίστασης, καταστρατηγεί την ιδέα της κίνησης, του δυναμικού και της αναλογίας. Τα πράγματα μέσα στο κενό αναγκαστικά ηρεμούν ³, διότι δεν υφίσταται αντίσταση. 
Το να υπάρχει κενό θεωρήθηκε παράλογο, με μια σειρά συλλογισμών που κατέληγαν πως το Σύμπαν είναι ένας γεμάτος και περιορισμένος χώρος. Έτσι, προωθήθηκε η αντίληψη μιας παγκόσμιας «πληρότητας» και μιας απέχθειας της Φύσης προς το κενό. Το κενό, θεωρήθηκε ότι θα ρουφήξει αμέσως ότι το περιβάλλει. Αυτό δημιούργησε στους μελετητές του ένα φόβο, τον λεγόμενο «τρόμο κενού». 
Oι αρχαίοι φοβούνταν το κενό. Στην τέχνη τους συναντάμε τον λεγόμενο «horror vacui» ή αλλιώς κενοφοβία. Ειδικότερα στην τέχνη είχαν την τάση να γεμίζουν κάθε κενό ενδιάμεσο χώρο με μορφές και λεπτομέρειες. Ο κενός χώρος δημιουργούσε έναν ιδιότυπο φόβο, με αποτέλεσμα οι καλλιτέχνες να προσπαθούν να γεμίζουν τις επιφάνειες ασφυκτικά με πλήθος λεπτομερειών. 
Στο νέο πνευματικό κλίμα του 17ου αιώνα, η έννοια του κενού ανατιμάται οντολογικά και αποκτά μία ανεξάρτητη, αυτόνομη ύπαρξη ₄. Ο Otto von Guericke (1602-1686)  πλέκει το εγκώμιο στο κενό με ένα νέο, πρωτοφανή τρόπο. Με τα πειράματά του αποδεικνύει ότι η υπόθεση του Αριστοτέλους ότι «η φύση αποστρέφεται το κενό» είναι λανθασμένη. Στο περίφημο πείραμά του με «τα ημισφαίρια του Μαγδεμβούργου», ο Guericke απέδειξε ότι οι ουσίες δεν «τραβιούνται» από το κενό, αλλά αντίθετα «σπρώχνονται» από την πίεση των περιβαλλόντων ρευστών ⁵.

Το κενό στην τέχνη
Το κενό δεν χρησιμοποιείται μόνο ως φυσικό μέγεθος. Στην τέχνη το κενό είναι απαραίτητο. Στην λογοτεχνία, όλα ξεκινάνε από μια αυτοανάφλεξη στο κενό, όταν πλήθος συναισθήματα σχηματίζουν την αφηγηματική αφετηρία για το περαιτέρω ξετύλιγμα μιας ιστορίας. Μήπως το κενό αντιπροσωπεύει ένα άμορφο πεδίο; 
Στα εικαστικά, ο λευκός καμβάς που ακόμη δεν έχει δεχτεί τα γραφή και την υπογραφή του καλλιτέχνη, συνιστά την αρχική πρόκληση για μορφοποίηση. Στη μουσική, οι σιωπές, οι παύσεις και τα κενά διαστήματα είναι ενεργά μέρη το συνθετικού συνόλου. Συχνότατα μια σύνθεση ξεκινάει με ένα ελλιπές μέτρο, όπου οι παύσεις έχουν εισαγωγικό ρόλο στο μουσικό άκουσμα. 

                                      Εικ. 1                                                                                   Εικ.2
Στην καλλιτεχνική έκφραση, το κενό ως αίσθηση αποδίδεται με διάφορους τρόπους. Τα μελαγχολικά σκηνικά του Giorgio de Chirico είναι γνωστά, όπως το Mystery and Melancholy of a Street. Ο Mark Levy, έχει γράψει πραγματεία γύρω από το κενό στην τέχνη με τον τίτλο Void in Art. Το έργο Black Square (1915) [Εικ.1] ή το μεγάλο τίποτα, μια μορφή του μηδενός, όπως το περιέγραψε ο Kazimir Malevich, ήταν η πρώτη εικόνα χωρίς εικόνα στη ρωσική τέχνη. 90 χρόνια μετά, η Taryn Simon, εμπνευσμένη από το έργο Black Square του Kasimir Malevich, φτιάχνει το Black Square XVII (2006), ένα γράμμα με υαλοποιημένα πυρηνικά απόβλητα που απευθύνει στο άπιαστο μακρινό μέλλον ⁶ .
Το κενό έχει αναμφίβολα και ψυχολογικές προεκτάσεις. Ήθισται το κενό να το απεικονίζουμε ή να το αναπαριστούμε με μια τρύπα ή με μια άδεια καρέκλα. Επιδρά επάνω μας ως απώλεια, απουσία, εγκατάλειψη, απορία, λύπη, μελαγχολία. Στο γλυπτό του Albert György, ο μελαγχολικός άνδρας κυριολεκτικά κάθεται σκυφτός πάνω από το εσωτερικό μεγάλο του κενό. Το κενό μας φέρνει ενώπιον υπαρξιακών καταστάσεων και πιθανόν να σταθούμε αμήχανοι, στην προσπάθεια να το αναγνωρίσουμε ως μέρος κάποιας πραγματικότητας, μιας καθημερινότητας ή συνήθειας. Μπορεί βέβαια να το αναζητήσουμε ως απόδραση από μια πλήρη πραγματικότητα που δεν έχει παύσεις και δεν χαρίζει ανάπαυση. Τότε μιλάμε για ένα διαλογιστικού τύπου κενό.

Εικ.3
Ένα έργο τέχνης με άδειες επιφάνειες μπορεί να δείχνει ανολοκλήρωτο και να προκαλέσει στον θεατή του ερωτηματικά που αφορούν στο νόημά του. Μπορεί όμως και να ξεκουράσει το βλέμμα. Ίσως και να συγκεντρώσει επάνω του την πληρότητα του περίγυρου που αναζητά το διαφορετικό για να θαυμάσει, να αναρωτηθεί, να προβληματιστεί. 
Η κενότητα και το άδειο προξενούν συχνά την απορία μας. Ακριβώς εξαιτίας αυτής της αινιγματικής δύναμής του, το κενό μπορεί να αποδειχτεί ικανό και χρήσιμο εργαλείο, προκειμένου να μεταφερθούν μηνύματα στο κοινό, καθώς αυτό θα εξωθεί την αντίληψή του, πιθανόν στα πλαίσια ενός πνεύματος ανατροπής προκατασκευασμένων ιδεών του μυαλού και ιδίως προκαταλήψεων. Μπορεί το κενό να είναι ένα τίποτα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κάτι. Η χρήση του κενού ως εργαλείου υφίσταται στη βάση της παρουσίας του ως αντιθέτου κάποιας αμφιβόλου ποιότητας πληρότητας… Το κενό δεν είναι πράγμα ούτε περιέχει πράγματα, όμως καθότι περιβάλλεται από πράγματα, λειτουργεί ως εμπράγματη συνθήκη. 
Είναι λοιπόν σημαντικό να συγκεκριμενοποιήσουμε την ιδέα του κενού, όχι ως φυσικής αεροστεγούς οντότητας, αλλά ως αισθητικής κατάστασης που είτε ως συμπλήρωμα είτε καθαυτό προκαλεί τη σκέψη, την αντίληψη και το συναίσθημα σε μια εμπειρία εννοιολογικής προώθησης και εξέλιξης. Σωστό είναι λοιπόν να εντοπιστούν οι περιοχές στις οποίες εφαρμόζεται και απαντάται. 
Σε μια πρώτη προσέγγιση, το κενό θα μπορούσε κάλλιστα να ιδωθεί ως: κενό γνώσης και εμπειρίας, ως απώλεια ή αίσθημα απώλειας, ως διάστημα και απόσταση, ως αστικό κενό, ως τίποτα, ως το «υγιές κενό», ως «αδειοσύνη», σιωπή και ησυχία, χάσμα ή σχίσμα, ως το άρρητο. Επίσης θα μπορούσαμε να το προσεγγίσουμε ως φόβο για το άδειο ή ακόμη την ανάγκη για το άδειο, το οποίο με άλλα λόγια μπορεί να σημαίνει την ανάγκη για την εξαίρεση που εμφανίζεται με σκοπό να καλύψει το… κενό της πληρότητας! 

Η αισθητική κατηγορία του κενού στην αρχιτεκτονική
Στην αρχιτεκτονική, η έννοια του κενού είναι μέρος των συνθέσεων. Κενά και πλήρη διαμορφώνουν μια αρχιτεκτονική σύνθεση. Η ίδια η ιδέα του χώρου συνδέεται με τον κενό χώρο. Ίσως μάλιστα αυτή η έκφραση να αποτελεί πλεονασμό, αφού όπως είπαμε, ο χώρος συνιστά από μία άποψη το κενό, το οποίο υπολείπεται των υλικών στοιχείων που το οριοθετούν, το συμπληρώνουν, το εξοπλίζουν ή το απαρτίζουν. Ίσως ο χώρος να είναι το κενό που… κερδίζεται μέσα στη χρονικότητα και ενηλικίωση των υλικών σωμάτων που το περιβάλλουν. Χώρος και ύλη δημιουργούν την ατμόσφαιρα κατοίκησης, ο πρώτος με την αχρονικότητά του και η δεύτερη με την διαχρονική της λειτουργία και πορεία. 
Ειδικότερα, ο (κενός) χώρος στην αρχιτεκτονική είναι κάτι που μπορεί να βιωθεί. Υπάρχουν χώροι άδειοι, όπως οι χώροι μετάβασης, είσοδοι κατοικιών, χολ, αίθουσες αεροδρομίων ή εκθέσεων και χαρακτηρίζονται ως τέτοιοι, διότι δεν υπάρχει κάποια εγκατεστημένη λειτουργία ή δράση σε αυτούς που να τους καθιστά οικείους (εξοπλισμός, επίπλωση). Η ιδέα του κενού στην αρχιτεκτονική, οπωσδήποτε συνδέεται με την «αδειοσύνη» ενός χώρου, αλλά και με το ψυχολογικό επακόλουθό του. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να προκαλείται από την ενέργεια του αδειάσματος ή την απουσία εξοπλισμού ή δράσης, όπως ακόμη μπορεί να δηλώνει έλλειψη, απουσία, εγκατάλειψη. Σε έναν κενό από έπιπλα χώρο, ο ήχος της φωνής μας, που δε συναντά πολλά εμπόδια και δεν απορροφάται από αντικείμενα, μοιάζει με «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».  
Οι χώροι θεωρούνται άδειοι και κενοί στο βαθμό που δεν κατοικούνται ούτε εδραιώνονται μέσα από κάποια οικεία πρακτική. Το κενό, λοιπόν, εν πρώτοις, θα μπορούσε να σημαίνει την αδυναμία κατοίκησης. Επίσης, όμως, το κενό σημαίνει και αυτό που διακόπτει μια συνέχεια, όπως συμβαίνει με τα λεγόμενα «ξεδοντιασμένα» οικόπεδα που διακόπτουν την συνοχή του αστικού ιστού, αλλά θα μπορούσε να σηματοδοτεί και τη διακοπή της ιστορικής συνέχειας ή του χαρακτήρα μιας περιοχής. 
Χωρίς αμφιβολία, ως τέχνη και επιστήμη του χώρου, η αρχιτεκτονική μελετάει το κενό όπως αυτό αναπτύσσεται γύρω ή μέσα από συναρμογές της ύλης και συγκεκριμένες δομικές διατάξεις, καθώς και των συμβολικών τους προεκτάσεων. Εγείρεται το ερώτημα: Αν από το κενό απουσιάζουν οι δομές, τότε μπορούμε να θεωρήσουμε το κενό ως αρχιτεκτονική ουσία;  
Στο βαθμό που οι τρισδιάστατες δομές της αρχιτεκτονικής έχουν την ιδιότητα να αγκαλιάζουν και να περιβάλλουν κενούς χώρους, η απάντηση είναι θετική. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κενό παραλαμβάνει τις ιδιότητες της περιβάλλουσας συνθήκης του, καθώς οι δομές προβάλλονται πάνω του. Με άλλα λόγια, το κενό μπορεί να είναι απουσία σταθερής ύλης, υλοποίησης ή προθέσεων και ενεργειών, όμως μπορεί να παραλάβει ονόματα που να το καθιστούν αξιόλογη αισθητική εμπειρία.
Οπότε, το αισθητικό κενό στην αρχιτεκτονική χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει αναλογίες, να ξεκουράσει, να ξαφνιάσει, να μεταφέρει μηνύματα. Μπορεί να προκύψει ως απουσία υλικών ή ακόμη ως το περιβάλλον της ύλης σε μια συμπληρωματική συνθήκη. Ο Ν. Τερζόγλου αναφέρει: «Η Μοντέρνα αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα απέδειξε την αυτόνομη παρουσία και την ανεξάρτητη σημασία του κενού χώρου ως βασικού παράγοντα που νοηματοδοτεί τον κτισμένο χώρο, είτε με την μορφή της στοάς, των pilotis, των υπαίθριων δωμάτων και των μεγάλων ανοιγμάτων στη θέα του φυσικού τοπίου, είτε με τη μορφή των εσωτερικών κενών διώροφων χώρων που προσφέρουν μία συνολική εποπτεία της λειτουργικής και εννοιολογικής τάξης των κτιρίων» ⁷. 
Το αισθητικό κενό δε συνιστά μόνο ένα παιχνίδι  μεταξύ της ύλης και του τι περισσεύει από αυτήν, αλλά μια αισθητική εμπειρία του άδειου χώρου ή της διαφάνειας, η οποία μπορεί να αποκτηθεί σε χώρους μετάβασης ή αναμονής, σε εγκαταλελειμμένους τόπους, σε χώρους μνήμης, ακόμη και ενώπιον εκπληκτικών αρχιτεκτονημάτων, όπου το μυαλό αδειάζει από σκέψεις προκειμένου να δεχτεί την μεγαλοσύνη του αντικειμένου παρατήρησης. Επομένως, η αίσθηση του άδειου μπορεί να βιωθεί και μέσα από τα υλικά και όχι μόνο μέσα από την απουσία ή την άρνησή τους. 
Ειδικότερα, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την έννοια του κενού στην αρχιτεκτονική, ως εφαρμοσμένη αισθητική κατηγορία, εξετάζοντας δέκα πιθανές παραλλαγές του: 
α) ως απώλεια και αποστέρηση
β) ως άγνοια ή το άγνωστο 
γ) ως λιτότητα 
δ) ως εναιώρημα 
ε) ως απουσία ελπίδας  
στ) ως τίποτα 
ζ) ως απουσία του άλλου 
η) ως άρρητο 
θ) ως ησυχία και σιωπή 
ι) ως εγκατάλειψη. 
Παράλληλα θα αναφερόμαστε σε αρχιτεκτονικά παραδείγματα που θεωρούμε ότι υποστηρίζουν και υποστηρίζονται από αυτούς τους τρόπους. 

 α) Το κενό ως απώλεια και αποστέρηση  
Όπως προαναφέρθηκε, το κενό μπορεί αρχικώς να προσεγγιστεί ως «αδειοσύνη» και αυτή μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της απώλειας ή της εξαφάνισης κάποιου πράγματος. Αυτό σημαίνει ότι κάτι απουσιάζει από ένα σύνολο και θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως το αποτέλεσμα μιας καταστροφής, ακόμη και ως η εκκένωση της πραγματικότητας από τα πράγματα! Κάτι τέτοιο δε θα σήμαινε και την απώλεια της αναφορικότητας, δηλαδή της καθαυτής σχέσης μεταξύ των εκλιπόντων αντικειμένων και της πραγματικότητας; Οπότε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η «αδειοσύνη» συνιστά την εν μέρει ή εξολοκλήρου αποστέρηση του πλαισίου από το περιεχόμενό του, αφήνοντάς το ατελές, ημιτελές, ίσως και ψευδές. 
Η απώλεια ή και αποστέρηση κάποιου πράγματος είναι μάλλον αποτέλεσμα μιας κάποιας «συμφοράς». Περίτρανο παράδειγμα αρχιτεκτονικής αποτελεί η κατεδάφιση του μισού κτιρίου του πρώην εργοστασίου Φιξ του πρωτοποριακού για την εποχή του Τ. Ζενέτου που κτίστηκε την δεκαετία του ‘50. Το κτίριο θεωρούνταν μέρος της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς και εμβληματικό για τον απλό και εξαιρετικό του σχεδιασμό. Παρόλα αυτά, η πολιτεία αποφάσισε να κατεδαφίσει το μισό και αργότερα να μετατρέψει το… υπόλοιπο σε Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Ως αρχιτεκτονική κοινότητα ασκούμε κριτική για την κρατική πρωτοβουλία να καταστραφεί το αρχικό κτίριο, απλώς εξαφανίζοντας το μισό και διαστρεβλώνοντας την ταυτότητα του αρχιτεκτονικού δημιουργήματος. Το κατεδαφισμένο κομμάτι άφησε ένα κενό, που θυμίζει ακρωτηριασμό του πρωτοτύπου. «Μοιάζει αδιανόητο πώς αποφασίστηκε να κοπεί ένα κτήριο στη μέση, να πετάξουμε το ένα κομμάτι και να κρατήσουμε το δεύτερο. Ειδικά ένα κτήριο του οποίου η αρχιτεκτονική αξία στηριζόταν κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος στην ένταση της γραμμικότητας του… Η τομή που δημιουργήθηκε στο βόρειο τμήμα του κτηρίου μοιάζει με ανοιχτή πληγή τόσο για το κτήριο όσο και για την ίδια την αρχιτεκτονική πραγματικότητα της πρωτεύουσας» ⁸, γράφει η Κουτσανδρέα. Κάθε καταστροφή πολιτιστικής κληρονομιάς αφήνει ένα κενό στην συλλογική μας μνήμη, αφήνοντας την πολιτιστική μας ταυτότητα μετέωρη. 

β) Το κενό ως άγνοια ή το άγνωστο 
Όπως προαναφέρθηκε, το κενό μπορεί να λειτουργήσει και ως αινιγματική κατάσταση, κάτι σαν παγίδευση μεταξύ του τι γνωρίζουμε και τι όχι. Το άγνωστο φωλιάζει στην «αδειοσύνη» και ίσως να σημαίνει κάτι που δεν μπορούμε να το αναγνωρίσουμε ή να το μετρήσουμε και να το υπολογίσουμε. Μοιάζει με ειρωνεία. Είναι σωστό να προσπαθήσουμε να δώσουμε συγκεκριμένα ονόματα σε αυτό το κενό, για να συλλάβουμε το μέγεθος της άγνοιάς μας.
Για να γίνει αυτό, προτείνουμε να δούμε αυτό το είδος κενού ως σώμα «χίασμα» ⁹ που διασταυρώνει δύο πτυχές της πραγματικότητας: μία γνωστή και μία άγνωστη. Για να κάνουμε πιο απτή αυτή την ερμηνεία, λέμε ότι το χίασμα υλοποιείται υπό δύο προϋποθέσεις. Μπροστά στη θέα του αγνώστου, ο νους καλείται να αναγνωρίσει προϋπάρχουσες διανοητικές δομές και να τις διασταυρώσει με νέα ερεθίσματα που προκαλούν τα νέα πράγματα. Στη νέα τοπολογία του νου, το άγνωστο λαμβάνει θέση σε ένα αντιληπτικό σχήμα και αγκαλιάζεται και συλλαμβάνεται από το υπάρχον δίκτυο σκέψης. Το σημαντικό είναι ότι το αναλαμβάνει ένα δυναμικό παρόν σε μια συνολική διαδικασία ωρίμανσής του.
Για παράδειγμα το Pombidou centre στο Παρίσι. Η εξαλλοσύνη του κτιρίου είχε προκαλέσει πλείστες αντιδράσεις, καθώς χωροθετήθηκε στην καρδιά της πόλης ως κάτι το ανοίκειο. «Διότι είναι ένα απειλητικό κτίριο που στέκεται σαν πλήρως οπλισμένος άντρας σε ένα δωμάτιο γεμάτο πολίτες…» ¹⁰ «Όταν ο πρόεδρος Pompidou κοίταξε τα σχέδια, το μόνο που είπε ήταν  “Ça va faire crier”, δηλαδή «αυτό θα κάνει πολύ θόρυβο» ¹¹.
Μπορούμε να πούμε ότι η σταδιακή πρόσληψη του αγνώστου αυτού αρχιτεκτονικού παραδείγματος από τους ανθρώπους του Παρισιού, ήταν μια διαδικασία μετατροπής της γαλλικής πόλης σε ξενιστή, διασταυρώνοντας το τι ήταν μέχρι τότε γνωστό, δηλαδή την εικόνα και τον χαρακτήρα του Παρισιού, με τις εντυπώσεις που δημιούργησε ο νέος «εισβολέας» ως εξωστρεφές παράδειγμα τεχνολογίας και τεχνογνωσίας. Ωστόσο, η νέα αυτή πρόκληση στην αντίληψη και αισθητική των πολιτών, δεν θα ενεργοποίησε εγκεφαλικούς δεσμούς που ως τότε ήταν άγνωστοι; 

γ) Το κενό ως λιτότητα
Σε μια επιστήμη όπως είναι η αρχιτεκτονική, η οποία ιστορικώς έχει καθιερωθεί ως πράξη πρόσθεσης, προσθήκης και ανέγερσης, η κενότητα αντιμετωπίζεται ως αφετηρία και ποτέ ως ένα τέλος εν εαυτώ. ¹²  Μέρος μιας τέτοιας εναρκτήριας κενότητας είναι και η πράξη της αφαίρεσης. Ακόμη και η αρχιτεκτονική μπορεί αποφασιστικά να ξεκινήσει κάνοντας αφαιρέσεις. Η αφαίρεση είναι η προσπάθεια να αποφορτίσουμε το περιβάλλον από πιθανές φλυαρίες που επιβαρύνουν νοηματικά και λειτουργικά ένα σύνολο. 
Στην αρχιτεκτονική του Adolf Loss συναντάμε κατά κόρον αφαιρετικές μορφές μιας νεοσύστατης μοντέρνας εποχής που αποφασιστικά έκοψε τους δεσμούς από το παρελθόν, αρνούμενης τα διακοσμητικά φορτία που ανασκαλεύονταν σε πλείστες μορφές που είχαν πάψει εν πολλοίς να έχουν λειτουργικό χαρακτήρα και σκοπό. Η αρχιτεκτονική του αυστριακού αρχιτέκτονα χαρακτηρίζεται από εξαιρετική λιτότητα, σε τέτοιο βαθμό που δεν κάνουμε λόγο για περιορισμό των μορφών, αλλά για την απογύμνωση των στερεών από κάθε είδους διακόσμηση. Μια αποκλήρωση των στιλ. 
Η λειτουργία που σημαίνει τη μορφή, χωρίς την μεσολάβηση των στιλ, σηματοδοτεί μια συμβολική μετατόπιση μιας κοινωνίας που επιθυμεί να ξεχωρίσει και να αποκοπεί από την ιστορική της προέλευση, από ένα τράβηγμα προς τα κάτω, προκειμένου να επικρατήσει χωρίς ρίζες σε ένα αφαιρετικό στερέωμα. Το μοντέρνο πλαίσιο είναι άδειο και ελεύθερο από προσδιορισμούς.  
Η λογική της λιτότητας και του μινιμαλισμού έχει αφοπλιστικό για τον ανθρώπινο πολιτισμό χαρακτήρα. Το μοντέρνο κενό λειτουργεί ως εξυγίανση από τις φιοριτούρες και την «ανηθικότητα» της διακόσμησης, αλλά πρωτίστως συμβολίζει το κενό που επιβλήθηκε συνειδητά μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος, προς μια ενίσχυση της δυναμικής προς το μέλλον. 

δ) Το κενό ως εναιώρημα 
Η κενότητα μπορεί να περιγράφει το κενό που προϋπάρχει ή το κενό που ακολουθεί. Στη μία περίπτωση, αυτό που προϋπάρχει είναι το κενό που καλεί τη γέννηση, όπως το άσπρο, που ο Kandinsky το παρομοιάζει με την σιωπή των πάγων πριν την γέννηση της γης. Από την άλλη, το κενό που ακολουθεί μοιάζει με το μαύρο που παρουσιάζεται μετά τον θάνατο και ηχεί σαν τη σιωπή μετά το σβήσιμο του ήλιου. ¹³
Η κενότητα λοιπόν μπορεί να σημαίνει διττά, τόσο μια υποσχόμενη, όσο και μια πένθιμη εμπειρία. Στη πρώτη περίπτωση έχουμε προσμονή, στη δεύτερη έχουμε θρήνο. «Βλέπετε, έτσι ακριβώς αρχίζουν όλα... Υπάρχουν δύο σιωπές... Υπάρχει μια νεκρή σιωπή. Η σιωπή των νεκρών, που δεν βοηθάει κανέναν από μας, και υπάρχει και η άλλη σιωπή, που είναι η ύψιστη στιγμή επικοινωνίας... Στο ναδίρ ή στο ζενίθ, δεν υπάρχουν ερωτήματα, όλα τα ερωτήματα γεννιούνται στο μεσοδιάστημα». ¹⁴ 
Και οι δύο καταστάσεις μοιάζουν με αιωρήσεις στον χρόνο, καθώς η πραγματικότητα είτε δεν έχει ακόμη αφιχθεί είτε έχει παρέλθει. Αυτό που καθιστά την αιώρηση μια εμπειρία του κενού, είναι το γεγονός ότι μας τοποθετεί μέσα σε ένα πρίσμα υπερρεαλιστικής άποψης των πραγμάτων. 
Μέσα από αρχιτεκτονικά «εναιωρήματα», μπορούμε να βιώσουμε τη μεταφορά σε περιβάλλοντα, όπου ο χρόνος μετράει σε υπερρεαλιστικούς σφυγμούς. Σε αυτά τα αποπραγματοποιημένα περιβάλλοντα, οι αισθήσεις προκαλούνται σε μια επανανάγνωση του πραγματικού, δοκιμάζοντας τις υπερβατολογικές ιδιότητες του χώρου, παρέχοντας κάποιους είδους αυτόνομη εμπειρία στις παρυφές της γλώσσας… 

                               Εικ. 4                                                                                            Εικ.5
Η Zaha Hadid, στο Heydar Aliyev Center στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, επεδίωξε να εκφράσει τις ευαισθησίες της κουλτούρας των Αζέριων και την αισιοδοξία ενός έθνους που κοιτάει προς το μέλλον.¹⁵ Ένα άλλο παράδειγμα είναι  το σπίτι που σχεδίασε για τους άστεγους στην Ισπανία ο αρχιτέκτονας Javier Larraz. Κατασκεύασε ένα ήσυχο μαύρο κουτί που προστατεύει το περιεχόμενό του από την περιέργεια των περαστικών.¹⁶  Σε αυτούς τους λευκούς και μαύρους όγκους αντίστοιχα, φωλιάζουν πτυχές των ανθρωπίνων κοινωνιών που αναζητούν πλαισίωση του ευαίσθητου πολιτιστικού ή κοινωνικού περιεχομένου τους, και μοιάζουν με χρονικά εναιωρήματα που μοιάζουν με εξαιρέσεις σε μια κατά τα άλλα στερεότυπη κοινωνία. 

ε) Το κενό ως ανέλπιδο ή εκτεθειμένο 
Οι παρανοϊκές ημέρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στιγμάτισαν την ανθρωπότητα και θα παραμείνουν στην συλλογική μνήμη ως μια σκοτεινή περίοδος της ιστορίας. Αυτή η απάνθρωπη και μοχθηρή εμπειρία σήμαινε την απόσχιση από την πραγματικότητα και τη μετάβαση σε μια παρανοϊκή σφαίρα. Το λογικό δεν είχε θέση στα άκαμπτα μυαλά των Ναζιστών. Οι άνθρωποι δεν είχαν αξία και τα ανθρώπινα κλάματα δεν ακούγονταν. Επρόκειτο για την απουσία κάθε ελπίδας. 
Ο Daniel Liebeskind κατάφερε να διαβιβάσει αυτό το μήνυμα μέσα από την ιστορία και να το φτάσει στις μέρες μας μέσα από το μέσο του, την αρχιτεκτονική. Η εμπειρία μέσα από το Εβραϊκό Μουσείο του Βερολίνου συνιστά μια διαδρομή μέσα από τις οξείες γωνίες του ανθρώπινου πόνου, σε μια καθολική αναμέτρηση με το κενό, δηλαδή την απελπισία.  
Η απελπισία είναι μια ετεροτοπία, όπου οι κανόνες της καθημερινότητας δεν ακολουθούνται. Ο κόσμος των άστεγων και γενικά των εκτεθειμένων συνιστά μια τέτοια ετεροτοπία. Ο παρανοϊκός, αλλά και κυνικός κόσμος της απουσίας στέγης, μετατοπίζει το ερώτημα περί ύπαρξης στα όρια του τρίπτυχου: στέγη, τροφή, ενδυμασία. Τι γίνεται όταν αυτά παύουν να αποτελούν αξίωμα; Πώς οριοθετείται η ανθρώπινη φύση, όταν είναι εκτεθειμένη; Το κενό που ακολουθεί αυτό το ερώτημα δείχνει την αδυναμία μας να απαντήσουμε και να συναντήσουμε αυτή την πτυχή της ανθρώπινης σκέψης, η οποία ενεργοποιείται κάτω από ακραίες συνθήκες διαβίωσης και την οποία απευχόμαστε να γνωρίσουμε. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να έχουμε γνώση όλων των μορφών κατοίκησης, που ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει, διότι τα όρια και οι αντοχές της ανθρώπινης λογικής δοκιμάζονται παράλληλα με τις ψυχικές δυνάμεις της. Αποσκότισόν με. Διογένης.

στ) Το κενό ως τίποτα
Η έννοια του κενού, αυτού του χρήσιμου «τίποτα» που τόσο συχνά το παίρνουμε για δεδομένο ¹⁷, δεν είναι άλλο από την πολύτιμη ιδέα και έννοια του μηδενός. Η πρώτη καταγραφή ενός συμβόλου που έμοιαζε με το μηδέν, χρονολογείται γύρω στον 3ο αι. π.Χ στην αρχαία Βαβυλώνα.¹⁸ Το μηδέν είναι η εμφάνιση του τίποτα. Εκεί που δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα δεν συμβαίνει. Το απόλυτο τίποτα είναι ασύλληπτο. Πρόκειται για την απόλυτη απουσία πραγμάτων, αναφορών και εμπειριών. Σημαίνει απουσία δράσης, ενεργειών, βημάτων και μοιάζει με πραγματικότητα που είναι παγιδευμένη σε στατικά δεδομένα, ελλείψει διαφοράς δυναμικού. 
Ωστόσο, αυτή η ανεπιθύμητη συνθήκη του μηδενός που αν και τίποτα έχει πολλές συμβολικές προεκτάσεις στον υλικό μας κόσμο, εφόσον τη συνειδητοποιήσουμε ως παράλληλη πραγματικότητα, μπορεί να γίνει κάτι και αυτό το κάτι δεν είναι άλλο από ένα ιστορικό γεγονός, δηλαδή μια τοποθέτηση στη μνήμη μας. Η αντίσταση στον μηδενισμό μέσα από τη δημιουργική ανάληψη του μηδενός σημαίνει το κουράγιο να συνεχίσουμε, μελετώντας τη μνήμη, τους ανθρώπους, την ποιλιτιστική κληρονομιά και ότι χάθηκε, πάντα στην προοπτική ενός νέου που έρχεται για να αναπληρώσει το κενό του μηδενός. 
Τα μουσεία, οπωσδήποτε αποτελούν θύλακες της ιστορικής μνήμης, κιβωτούς των παραδόσεων και προστάτες των πεπραγμένων. Μια κοινωνία δεν μπορεί να ζήσει χωρίς μνήμη. Η μνήμη συνιστά σαν να λέμε το δημιουργικό τίποτα, αυτό που υπάρχει τοποθετημένο μέσα μας, στα πλαίσια μιας συλλογικής διαδικασίας ανάμνησης και ανάσυρσης των δεδομένων του παρελθόντος. Το παρελθοντικό είναι ένα τίποτα, διότι έχει παρέλθει, που λειτουργεί όμως ως κάτι και ακριβώς αυτός ο λειτουργικός του ρόλος είναι που του κατοχυρώνει πεισματικά μια θέση στο παρόν, ενδυναμώνοντας και εμποτίζοντας την τρέχουσα ουσία με αναφορές. Αν το παρόν είναι το πλήρες γεγονότων πεδίο της καθημερινότητας, τότε το παρελθόν μοιάζει με το κενό της απόστασης που εξασφαλίζουμε μέσα-στα-πράγματα για να σκεφτούμε το παρόν, τι κάνουμε, πού πηγαίνουμε. Το κενό –παρελθόν το λέμε εμείς εδώ- συνιστά τότε μια κατάφαση και μια «δυνατότητα των εμπράγματων υπάρξεων, μέσα από τις οποίες η υλικότητά του (κενού) γίνεται απτή» και «αναπαρίσταται με συμβολικές κατασκευές»

ζ) Το κενό ως απουσία του άλλου ή ετερότητας 
Σε μια ευρύτερη παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, η ιδέα του κενού ως απουσίας του άλλου παρουσιάζεται για να περιγράψει την σχέση μεταξύ πραγμάτων που συνυπάρχουν, όμως ενδέχεται να ζουν σε αποξένωση. Αυτό σημαίνει απουσία αναφορικότητας, άρα συσχετισμών. Το κενό εδώ σημαίνει την απουσία διαλεκτικής, αυτής της γόνιμης συνθήκης, μεταξύ εαυτότητας και ετερότητας ¹⁹. Κατά τον Ricoeur, η εαυτότητα του εαυτού ενέχει την ετερότητα σε ένα σημείο τόσο μύχιο, ώστε να μην μπορεί η μία να νοηθεί δίχως την άλλη.²⁰ Ωστόσο σε μια διαταραγμένη συνθήκη, η αυτονόητη αυτή συνύπαρξη μπορεί να λανθάνει ως υπερτροφικό εγώ. Εγείρεται λοιπόν ζήτημα ταυτότητας. 
Στην αρχιτεκτονική αυτό εκδηλώνεται μέσα από κτίρια που στέκουν εγωιστικά σε ξεχωριστά «δωμάτια», επιβάλλοντας τον ναρκισσισμό τους σε ένα αδιάφορο για αυτά αστικό περιβάλλον. Πρόκειται για την αδυναμία ή χειρότερα την αδιαφορία για εναρμόνισή τους ή συσχετισμό τους με το περιβάλλον, στα πλαίσια κάποιας κοινωνικής αναισθησίας. Όπως οι διαπροσωπικές του σχέσεις ενός νάρκισσου είναι κατά κανόνα προβληματικές, εξαιτίας της ανάγκης του για θαυμασμό, της αίσθησης ότι έχει ιδιαίτερα δικαιώματα και της αδυναμίας του να νοιώσει τις ανάγκες των άλλων, έτσι και σε μια αντίστοιχη αρχιτεκτονική δημιουργία, πρόκειται για την καθαυτή απαξίωση των συμφραζομένων, ευνοώντας ένα περιεχόμενο που απορροφά όλα τα βλέμματα πάνω του. Ο νάρκισσος, γράφει ο Λιποβετσκί, μπορεί να ειπωθεί ως στρατηγική του κενού. Η ναρκισσιστική κοινωνία ορίζεται από την έλλειψη της ιστορικής συνέχειας και μια εμμονή στο παρόν. Εγκαταλείπεται η ιστορική αίσθηση και οι κοινωνικές αξίες και θεσμοί. Η σχέση με το εγώ παραγκωνίζει τη σχέση με τον άλλο… «Μακάρι να μπορούσα να νιώσω κάτι!» είναι η απελπισία των υποκειμένων. ²¹ 
Ίσως ένα αστικό παράδειγμα που ευνοεί τέτοιες «ναρκισσιστικές» αρχιτεκτονικές να είναι το Λος Άντζελες, η πρωτεύουσα του ναρκισσισμού. Πλήθος αυτοαναφερόμενων κτισμάτων, που το καθένα καταλαμβάνει τον χώρο του, μεταξύ των οποίων έργα του  Frank O’ Gehry, που σε μεγάλο βαθμό διέπονται από τις αξίες του Hollywood, προβάλλοντας ναρκισσισμό και υπερβολή22. Επίσης, τα θεματικά πάρκα, όπως η Disneyland, συνιστούν τόπους ευδοκίμησης των τέτοιων αρχιτεκτονικών.  
Περί τίνος πρόκειται, είναι το ερώτημα; Ο νάρκισσος μας αφήνει με ένα μεγάλο κενό και ερωτηματικό που δεν είναι άλλο από τη μη ανταποδοτικότητα της ενέργειας του βλέμματος που του χαρίζουμε και το οποίο χωρίς αναστολές αδράττει για κάποιου είδους εσωτερική κατανάλωση.

η) Το κενό ως το άρρητο 
«Τα όρια τής γλώσσας μου ορίζουν τα όρια τού κόσμου μου.» Ludwig Wittgenstein  Αυτά που δύσκολα διατυπώνονται ή που δεν μπορούμε να ονομάσουμε και να πούμε με λόγια, είναι άρρητα. Η γνώση μπορεί να είναι και ρητή και άρρητη, καθώς δεν είναι όλα τα πράγματα εύκολο να περιγραφούν ή να εκφραστούν με κάποιον τρόπο. Επίσης, δεν είναι όλα καλό να λέγονται. Μερικά πράγματα παραμένουν απερίγραπτα και οι λέξεις δεν επαρκούν για να τα βάλουν στη… σειρά τους. Επίσης η ίδια η γλώσσα αποτελεί μια σύμβαση²³. Ο,τιδήποτε βρίσκεται έξω από τα όρια των συμβατικών της δυνατοτήτων, δεν δύναται να εκφραστεί ρητά. Ως επακόλουθο, ό,τι δεν λέγεται μοιάζει να μην έχει θέση στον κόσμο μας. Το άρρητο μοιάζει να κυοφορείται στο μακρινό νέφος του Ωρίωνα και ίσως μόνο συμβολικά και εκστατικά από τη γήινη σφαίρα της γλώσσας να μπορεί να συλληφθεί σε κάποιου είδους πρωτόλεια και ιδεατή μορφή. Τότε γίνεται γνώση, δηλαδή δυνατότητα σχέσης.
Το άρρητο μπορεί να είναι άυλο και άκτιστο, όμως η τέχνη είναι στην ουσία της πραγματιστική. Αγκυρώνει δυναμικά στην πραγματικότητα και τη γνωσιακή σφαίρα, εξεικονίζοντας και εκφράζοντας το υπερβατικό από τη θέση των ρητών, ως ένα είδος στιγμιαίας μέσα από το εκάστοτε έργο απόδρασης από την συμβατική καθημερινότητα. Το άρρητο για την τέχνη είναι το υπερβατολογικό.
Στην αρχιτεκτονική θα λέγαμε ότι προσεγγίζεται μέσα από την πιθανή σχέση της ύλης με το φως. Στον Παρθενώνα συλλαμβάνεται και εκλογικεύεται μέσα από οπτικές εκλεπτύνσεις. Στις βυζαντινές εκκλησίες οι ναοδόμοι διαχειρίζονται το φως και την ύλη μέσα από διάφορα επίπεδα συμβολισμού, αφαιρώντας όγκο και βάρος όπου χρειάζεται, φροντίζοντας για έμμεσο (ανακλώμενο) ή άμεσο (κοσμικό) φως, δημιουργώντας διαβαθμίσεις πνευματικότητας από τα κατώτερα σημεία των κτισμάτων μέχρι τον τρούλο που λειτουργεί ως σύμβολο της ουράνιας βασιλείας του Παντοκράτορα.²⁴
Το άρρητο οπωσδήποτε προσεγγίζεται με διάφορους τρόπους μέσα από τα ιερά θρησκευτικά κτίρια ανά τον κόσμο ειδικότερα μέσα από προσπάθειες των αρχιτεκτόνων να εντάξουν τον υλικό κόσμο μέσα σε ένα τελεολογικό πρίσμα ανώτερης πνευματικότητας, ίσως και εξαΰλωσης. Πρωτοστατούν οι συμβολικές προσπάθειες γεφύρωσης του κενού που χωρίζει (ή ενώνει!) το ρητό από το άρρητο. Τα σύμβολα προκύπτουν από τις δημιουργικές προθέσεις σύνδεσης της ανθρώπινης καθημερινότητας με τις κατακόρυφες προοπτικές της. Μοιάζουν με αόρατες τομές στον ουρανό. Το κενό μεταξύ του ρητού και του άρρητος γεφυρώνεται εν μέρει από τις προσπάθειες κάποιων εμπνευσμένων ανθρώπων να ξεπεράσουν ή να δοκιμάσουν τα εκφραστικά όρια του κόσμου τους. 

θ) Το κενό ως ησυχία ή σιωπή Ο σκηνοθέτης Nathaniel Kahn, νόθο παιδί του γνωστού αρχιτέκτονα Louis Kahn, προσπαθεί στο ντοκυμαντέρ του «Ο αρχιτέκτονάς μου» να καταλάβει τον πατέρα του που απεβίωσε το 1974, μόνος και χρεωμένος. Πρόκειται για μια προσωπική διαδρομή του γιου μέσα από τα έργα και τη ζωή του σπουδαίου Kahn, η οποία καταλήγει στο μεγάλο έργο του, το Κοινοβούλιο στην Ντάκα. Στη συνέντευξή του για το περιοδικό Metropolis, ο γιος του L.Kahn περιγράφει ότι οδεύοντας προς το μεγάλο αυτό έργο του πατέρα του, άφηνε πίσω του την θορυβώδη, χαοτική και παράφρονα πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές, όπου ξαφνικά… πέρασε στη σιωπή. Με κλάματα αντίκρισε το εκπληκτικό αυτό δημιούργημα, όπου κατάλαβε ότι η ταινία που έφτιαχνε είχε φτάσει στο τέλος της, στο τέλος της γης, όπου βρίσκεις τις απαντήσεις σου. Μπροστά από αυτό  το αποστομωτικό δημιούργημα του πατέρα του, ο γιος βρίσκει επιτέλους τον πατέρα του, συνειδητοποιώντας ότι ο δεύτερος έχει φτιάξει ένα προσκύνημα²⁵. Ο πατέρας του γίνεται επιτέλους πραγματικός. 
Η σιωπή είναι μια μετα-συνθήκη, όπου η πραγματικότητα αποκαλύπτεται μέσα στην αλήθεια των υλικών. Μέσα στον «θόρυβο» της καθημερινότητας και τη βουή της κοινωνίας, κάποιοι επιμένουν να συλλαμβάνουν την ύπαρξη ως ησυχία, σιωπή και διαλογιστικό κενό. Πρόκειται για την συνειδητή πράξη του να παραμένουμε σιωπηλοί, προκειμένου να έχουμε τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε πτυχές της πραγματικότητας που ξεσκεπάζουν τη μονιμότητά της. Αυτή τη σιγουριά που προϋποθέτει ένα σταμάτημα στον χρόνο, μπορεί να εκφραστεί μέσα από την αρχιτεκτονική που εκ των πραγμάτων μελετά την πιο σταθερή συνθήκη που είναι ο χώρος. Σε αυτό το «κενό» που επιτυγχάνουμε μέσα στην χρονική ροή, εξασφαλίζουμε μια θέση σταθερής θεώρησης. Αυτή την εμπειρία διακρίνουμε και στα έργα του Τadao Ando, όταν το περιβάλλον συναντά σαν φυσικό του επακόλουθο την αρχιτεκτονική δημιουργία. 

ι) Το κενό ως εγκατάλειψη 
Το κενό ως εγκατάλειψη σημαίνει την απουσία φροντίδας και μέριμνας για τα πράγματα, τους ανθρώπους, το περιβάλλον. Ένα ερείπιο αποτελεί έκδηλο παράδειγμα αυτής της συνθήκης, η οποία μπορεί να οφείλεται σε πολλούς διαφορετικούς παράγοντες, όπως έλλειψη πόρων για τη συντήρησή του, κληρονομικές διαφορές, απουσία ενδιαφέροντος για συντήρηση, εμπόλεμη κατάσταση, φυσική ή όχι καταστροφή. 
Εγκαταλείπω σημαίνει αφήνω κάτι στην τύχη του, στο έλεος των πραγμάτων. Έτσι, παρατηρούμε ένα ερείπιο να συγχωνεύεται σταδιακά με το φυσικό του περιβάλλον και από τεχνητό κατασκεύασμα να ακολουθεί μια διαδικασία αφομοίωσης από την φύση, έναν θάνατο των υλικών που δεν μπορούν πια να υποστηρίζουν τον αρχιτεκτονικό τους ρόλο. Το ερείπιο βρίσκεται για να μας θυμίζει καταστάσεις ιστορικές, κοινωνικές, προσωπικές και με τη μορφή του εκφράζει τον πόνο της εγκατάλειψης.
Αυτό το κενό φροντίδας, η αρχιτεκτονική καλείται να αναλάβει και να αποκαταστήσει, στο βαθμό που είναι εφικτό, αλλά και μέσα από ένα έντεχνο πάντρεμα του παλιού με το νέο, έτσι ώστε να μην καταστρατηγείται η ηλικία του προς όφελος μιας σύγχρονης αντικατάστασης. Στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές του 19ου αι., η γραφικότητα ήταν μια αντίδραση στον νεοκλασσικισμό και μια λατρεία για τα μεσαιωνικά κυρίως ερείπια που έμοιαζαν σα να βγαίνουν μέσα από πίνακες ζωγραφικής. Σε μια πιο σύγχρονη θεώρηση, ενθαρρύνεται η αποτύπωση των ερειπίων προς όφελος ενός αρχείου αρχιτεκτονικής και η μελέτη της ιστορικότητάς τους με σκοπό την ένταξή τους σε ένα σύγχρονο πολιτιστικό πλαίσιο, το οποίο δεν εξαλείφει ούτε απαρνιέται την ιστορικότητά του.

Επίλογος 
Το κενό ως απώλεια, άγνοια, απογύμνωση, εναιώρημα, έκθεση, τίποτα, μοναξιά, ανείπωτο, σιωπή,  εγκατάλειψη δεν είναι πια κενό. Είναι κάτι, διότι έχει όνομα. Εφόσον υπάρχει συνείδηση ατομική ή συλλογική που το αναλαμβάνει, σημαίνει ότι το έχουμε πλαισιώσει, του έχουμε αποδώσει ιδιότητες και έχει μια θέση μέσα στον κόσμο. Καλλιεργώντας τις περιβαλλοντικές του συνθήκες, δημιουργούμε μια ατμόσφαιρα για να υπάρξει ως κάτι που δεν είναι άλλο από το όνομα που αποφασίζουμε να δώσουμε σε αυτό. Το όνομα είναι η προϋπόθεση για την ύπαρξη μέσα στον κόσμο και αφορά σε μια πρώτη τοποθέτησή του μέσα σε αυτόν. Η αρχιτεκτονική από την μεριά της έχει τη δυνατότητα να πλαισιώσει κάτι ονοματολογικά και φροντίζει για τη σύνδεσή του με τα υπάρχοντα σε μια δυνάμει γόνιμη συνθήκη αποκατάστασης της μεταξύ τους σχέσης. Συνθετικά λειτουργώντας, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός φτιάχνει και το υφάδι και το υφαντό. Το νοηματικό υπόβαθρο είναι κάθε φορά ένα ζωντανό λεξικό εννοιών που περιχαρακώνει όσα μας αφορούν και αναλαμβάνει να εντάξει σε αυτά και όσα πιθανόν έχουμε αρνηθεί, αποσιωπήσει, περιθωριοποιήσει, χαρακτηρίσει. Ίσως τελικά το κενό να βρίσκεται στο μέρος της πραγματικότητας που δεν έχουμε ακόμη αποφασίσει να κατοικήσουμε. Ονομάζοντας το κενό, αποφασίζουμε να το επισκεφτούμε. 

Εικόνες 
Εικ.1 Kazimir Malevich, Black Square, 1915. Στο: Tate, http://www.tate.org.uk/art/research-publications/the-sublime/philip-shaw-kasimirmalevichs-black-square-r1141459 (Ανακτήθηκε 17.4.2018) 
Εικ.2  Taryn Simon, Black Square, 2006, Μόνιμη εγκατάσταση στο Garage Museum of Contemporary Art, Μόσχα. Στο: Apperture, https://aperture.org/blog/void-taryn-simonconversation-kate-fowle/ (Ανακτήθηκε 17.4.2018) 
Εικ.3 Albert György, Melancholy, 2012, Γενεύη. Στο: facebook.com: StreetArtGlobe 
Εικ.4 Heydar Aliyev Center / Zaha Hadid Architects, 14.11.2013, Στο: archdaily, https://www.archdaily.com/448774/heydar-aliyev-center-zaha-hadid-architects 
Εικ.5 Shelter Home for the Homeless / Javier Larraz, 5.4.2011, Στο: archdaily, https://www.archdaily.com/124688/shelter-home-for-the-homeless-javier-larraz  

Αναφορές 
¹Πελεγρίνης, Θ. (2004). Λεξικό της Φιλοσοφίας. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα, 325 
²Αριστοτέλης. (1992). Φυσική Ακρόασις (Τα Φυσικά). Αθήνα: Παπαδήμα, 213b, μτφρ. Κ.Δ.Γεωργούλη 
³Ibid., 214a-215b 
Τερζόγλου, Ν.-Ι. (2009). Ιδέες του χώρου στον 20ο αιώνα. Αθήνα: Νήσος, 110 
Encyclopaedia Britannica, Otto von Guericke, Στο: https://www.britannica.com/biography/Otto-von-Guericke (ανακτήθηκε 17.4.2018) 
Into the Void: Taryn Simon in Conversation with Kate Fowle, Στο: Aperture, https://aperture.org/blog/void-taryn-simon-conversation-kate-fowle/ (Ανακτήθηκε 17.4.2018) 
Τερζόγλου Νικόλαος- Ίων, μνημ. Έργο, σελ. 188 
Κουτσανδρέα, Κ. Urban frame no1: Το ακρωτηριασμένο Φιξ και το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Στο: http://athensinapoem.com/2014/06/29/urban-frame-no1-τοακρωτηριασμένο-φιξ-και-το-εθνικ/ (Ανακτήθηκε 14.3.2018) 
Σώμα «χίασμα» κατά τον Merleau-Ponty 
¹⁰Reyner Banham, John Partridge, 1977 May: The Pompidou Centre, The "Pompodolium", 2.3.2012. Στο: Architectural Review, https://www.architecturalreview.com/buildings/1977-may-the-pompidou-centre-thepompodolium/8627187.article  
¹¹ Ibid
¹²Μετάφραση της συγγραφέως από: The Storefront for Art and Architecture, the Association Against Architectural Irrelevance! and the Commission for the (Un)Built Environment, Into the Void: An Architectural Competition on Emptiness, Στο: storefrontnews.org/download/10998 (Ανακτήθηκε 17.4.2018) 
¹³ Kandinsky, W. (1981). Για το Πνευματικό στην τέχνη, Αθήνα: Νεφέλη 
¹⁴ΜΟΦΙΤ Ντεϊλ (επιμ.). (2003). Ανάμεσα σε Δύο Σιωπές: Συζητώντας με τον Πήτερ Μπρουκ, Αθήνα, ΚΟΑΝ, 37 
¹⁵Heydar Aliyev Center / Zaha Hadid Architects, 14.11.2013, Στο: archdaily, https://www.archdaily.com/448774/heydar-aliyev-center-zaha-hadid-architects
¹⁶Shelter Home for the Homeless / Javier Larraz, 5.4.2011, Στο: archdaily, https://www.archdaily.com/124688/shelter-home-for-the-homeless-javier-larraz 
¹⁷“the concept of the void – that useful ‘nothing’ that is so often taken for granted” Miraj Ahmed, Martin Jameson, The Void, 2011-2012, AA, 1. Στο: https://www.aaschool.ac.uk/Downloads/Briefs2011/int13_Brief2011-12.pdf (Ανακτήθηκε 17.4.2018) 
¹⁸History, Who invented the zero? 22.1.2014, Στο: http://www.history.com/news/askhistory/who-invented-the-zero (Ανακτήθηκε 17.4.2018)
¹⁹ Ο Πλάτωνας εγκαινίασε τη διαλεκτική του Ταυτού και του Ετέρου στους λεγόμενους «μεταφυσικούς» διαλόγους. Ricoeur, P. (2008). Ο ίδιος ο εαυτός ως άλλο. Αθήνα: Πόλις, 412 «…τῆς τε ταὐτοῦ φύσεως αὖ πέρι καὶ τῆς τοῦ ἑτέρου …» Πλάτων, Τίμαιος, 1012γ
²⁰Ricoeur, P. μνημ.έργο, 16
²¹Λιποβετσκί, Ζ. (χ.χ.). Η εποχή του κενού: Δοκίμια για τον σύγχρονο ατομικισμό. Αθήνα: Νησίδες, 45-68 
²²Philip D. Hollywood Narcissism in Gehry’s Ultimo. 12.4.2015, Στο: Quadrant online, http://quadrant.org.au/magazine/2015/04/frank-gehry-imposed-hollywood-narcissismultimo/ (Ανακτήθηκε 17.4.2018) 
²³Γιανναράς, Χ. (1999). Το ρητό και το άρρητο: Τα γλωσσικά όρια του ρεαλισμού της ματαφυσικής, Αθήνα: Ίκαρος, 16 
²⁴ Ποταμιάνος, Ι. (2000). Το φως στη Βυζαντινή εκκλησία. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 61-100 
²⁵Αn interview of Nathaniel Kahn with Martin C. Pedersen for Metropolis magazine, 2003. Στο: Earch, http://www.earch.cz/cs/interview-nathaniel-kahn (Ανακτήθηκε 17.4.2018)