Δ025.16 Σχολή Μουσικής και Οργανοποιίας στο Βόλο

Τίτλος: Σχολή Μουσικής και Οργανοποιίας στο Βόλο
Φοιτητές: Αιμιλία-‘Ήρα Δεσύπρη, Βαλάντης Μάτσακας
Υπεύθυνη Διδάσκουσα: Σοφία Τσιράκη 
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών 
Ημερομηνία Παρουσίασης: Οκτώβριος 2016

Η Σχολή Μουσικής και Οργανοποιίας  αντιμετωπίζεται ως ένα κομβικό σημείο μιας ενιαίας διαδρομής που έχει στόχο να ενώσει την πόλη του Βόλου με τα χωριά του Πήλιου και να αναδείξει την  περιοχή ως τόπο δημιουργίας και επικοινωνίας.  Κύριο  συνθετικό εργαλείο αποτέλεσε η ανάλυση και η ερμηνεία του τόπου και των στοιχείων του.


Ανάλυση
Στόχος μας ήταν η σχολή να αποτελέσει σημείο αναφοράς τόσο για το Πήλιο όσο και για τον ίδιο τον Βόλο. Οι δύο αυτοί τόποι φημίζονται για την μουσική τους παράδοση ήδη από την αρχαιότητα και αλλά και την πληθώρα των μουσικών και πολιτιστικών εκδηλώσεων που φιλοξενούν και σήμερα. Θέλαμε λοιπόν να παράξουμε μια ώσμωση μεταξύ των δυο αυτών κόσμων, δηλαδή του σύγχρονου αστικού τοπίου και του παραδοσιακού και της μουσικής που εκπροσωπούν αντιστοίχως. Να δημιουργηθεί συνεπώς ένα πόλος που βραχυπρόθεσμα θα τους ενοποιήσει τόσο νοητά όσο και πρακτικά, και εν τέλει θα τους τροφοδοτεί με δράσεις και δυναμικό. Η σχολή αυτή τοποθετείται «ανάμεσα». Στο σημείο εκείνο που μπορεί κανείς να απολαύσει οπτικά και την πόλη και τα χώρια. Εκεί που θα παντρευτεί το σύγχρονο με το παραδοσιακό. 


Αναγνωρίζοντας τη δύναμη και την εκπαιδευτική αξία της μουσικής, πρόθεση μας ήταν να δημιουργήσουμε ένα κατάλληλο και ευέλικτο περιβάλλον πειραματισμού έρευνας και έκφρασης. Παράλληλα, νιώσαμε την ανάγκη να φέρουμε στην επιφάνεια μία άγνωστη τέχνη, μια τέχνη που κινδυνεύει να χαθεί, την  τέχνη της οργανοποιίας, η οποία αναμφίβολα συνδέεται άρρηκτα με τη μουσική.
Χαράσσουμε έναν άξονα. Για τη νοητή σύνδεση δημιουργούμε μια γραμμή. Η γραμμή αυτή αποτελεί και τη βασική πορεία κίνησης-πέρασμα της σχολής, δηλαδή την καρδιά της σχολής, τον κυρίαρχο χώρο εκτόνωσης. Είναι μία χαρακιά στο έδαφος της οποίας το ίχνος συμβολίζει τη ροή και τη διαρκή αλληλοσυσχέτιση των δύο σημείων, του Βόλου και του Πηλίου, του σύγχρονου και του παραδοσιακού. Μια χαρακιά εμπνευσμένη από το ρέματα που βρίσκονται εκατέρωθεν της τοποθεσίας που έχουν διαμορφώσει το έντονο ανάγλυφο του βουνού, καθώς με το πέρασμα τους, “σκάβουν” το μαλακό έδαφος και ξεχύνονται από τα χωριά στην πόλη και μετ’ έπειτα στη θάλασσα, δημιουργώντας έτσι μια ατέρμονη ροή.


Βασική μας πρόθεση είναι η όψη από το Βόλο να προσαρμόζεται στην κλίμακα του τόπου. Η σχολή βρίσκεται “ανάμεσα” και αποτελεί τη μετάβαση για τη μικροκλίμακα του κτηρίου. 
“Δύο τόποι προσδιορίζονται ως διαφορετικοί όταν κάτι τους χωρίζει”. Θέτοντας ένα όριο, που διακόπτει τη σχέση που δημιούργησε η γραμμή, ενισχύουμε την ανάγκη της ένωσης. Ένα τοιχίο, λοιπόν, βρίσκεται εκεί για να διακόψει τη ροή, να αποτελέσει οπτικό εμπόδιο και να διαιρέσει τη θέα.
 Όταν το τοιχίο, στρέφεται ως προς τον άξονα των δύο περιοχών, δηλαδή παράλληλα στη χαρακιά, παύει να αποτελεί όριο. Αντίθετα δηλώνει κατεύθυνση. Συνθέτουμε, λοιπόν, δύο παράλληλα τοιχία όπου ο ενδιάμεσος τους χώρος αποτελεί και το βασικό κομμάτι των σπουδών, την οργανοποιία, το κομμάτι αυτό που ξαναζωντανεύει το παραδοσιακό και το εκσυγχρονίζει.  Τα δύο αυτά γραμμικά συμπαγή και παράλληλα τοιχία καδράρουν δύο και μόνο θέες, προς το Βόλο ή προς το Πήλιο.


Βασικό συνθετικό εργαλείο για εμάς αποτέλεσε η έννοια του “γεφυρώματος”. Η γραμμική αυτή χειρονομία που ενώνει δύο σημεία, δύο τόπους, είναι ιδιαίτερα έκδηλη σε ολόκληρο το Πήλιο. Το παρθένο τοπίο του βουνού, χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη λίθινων γεφυρών που κατασκευάστηκαν προκειμένου να συνδέσουν τις δύο “όχθες” που δημιουργούνται κάθε φορά από τα ρέματα (χαρακιές).   
Οι αναφορές αυτές έχουν μεταφραστεί στη σύνθεση της σχολής, άλλοτε ως γεφύρωμα και ένωση δυο σημείων και άλλοτε ως οργανισμός που συγκρατεί και στηρίζει. Κατακόρυφα ή οριζόντια τοποθετημένα, χαρίζουν απλόχερα, προβάλουν τμηματικά ή αποκρύπτουν εξ’ ολοκλήρου τη θέα, δημιουργώντας έτσι παιχνίδισμα μεταξύ Πηλίου και Βόλου.


Ο σχεδιασμός του κτηρίου αποτελεί μια μουσική χειρονομία που γεννάται μέσα από τη μορφολογία του τόπου. Δεν είναι όμως μόνο μουσική. Αναμένει να του προσδοθούν κι άλλα νοήματα από τους χρήστες του καθ’ όλη τη πορεία λειτουργίας του.  
Η μουσικότητα του κτηρίου βρίσκεται τόσο στη μορφολογία του, στο λεξιλόγιο του, αλλά και στις χωρικότητές του. Ο κάνναβος του φέροντος οργανισμού και η παράταξη των τοιχωμάτων, που προβάλλονται στην όψη καθώς και η αντιστικτική διάθεση στο σχεδιασμό των χώρων με τη παράθεση κυβικών σχημάτων και παταριών, ορίζουν ρυθμό. Ο χειρισμός της κλίμακας των όγκων θυμίζει αμφίβραχη σύνθεση με την Άρσις-Θέσις-Άρσις να αποτελούν τον σχηματικό κανόνα. Οι ποικιλία στις χωρικές ποιότητες, φως-σκιά, παύση-κίνηση, εμφανές-κρυφό, χρόνος-εμπειρία, μιμούνται μια μουσική παρτιτούρα. Τέλος, η συνολική μορφολογία της κατασκευής, φέρει στη μνήμη μια “τεντωμένη χορδή”. Το κτήριο γεννάται ήπια από το έδαφος σαν μια γραμμή που εξαίρεται στο τελείωμα της, θυμίζοντας πεδίο μάχης. Όπως και επίσης ο όγκος της οργανοποιίας παραπέμπει έντονα στο ηχείου του “μονόχορδου του Πυθαγόρα”, ενός εκ των πρώτων αρχαίων ελληνικών μουσικών οργάνων.


Οραματιζόμαστε ότι στο πλαίσιο της θα πραγματοποιούνται δράσεις και σεμινάρια εκπαιδευτικού χαρακτήρα. Αυτά, θα επικεντρώνονται και σε άτομα που δε συσχετίζονται άμεσα με τη σχολή και που ενδεχομένως δεν έχουν επαφή με τη μουσική. Στόχος αυτών των δράσεων είναι να μυήσουν τους πολίτες στον κόσμο της μουσικής. Να δημιουργήσουν, να εκπαιδευτούν, να γνωρίσουν το αντικείμενο της οργανοποιίας, να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις και workshop αλλά και να συνδιαλλαχτούν μεταξύ τους.