Δ034.17 Στου Φιλοπάππου με τα πόδια: παίζοντας με φύση, άθληση, μάθηση

Τίτλος: Στου Φιλοπάππου με τα πόδια
Υπότιτλος: παίζοντας με φύση, άθληση, μάθηση
Φοιτήτρια: Ζορμπά Θωμαΐς
Επιβλέπων καθηγητής: Λεωνίδας Κουτσουμπός 
Σύμβουλοι: Δημήτρης Ν. Καρύδης, Παναγιώτης Βασιλάτος.
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ
Οκτώβριος του 2017

Οι λόφοι Φιλοπάππου και Νυμφών αποτελούν ένα μικρό μέρος από τους ελάχιστους ζωτικούς πνεύμονες της Αθήνας, ενώ, παράλληλα, το παχύ πράσινο στρώμα φύτευσης, που κάλυψε τις αρχαιότητές τους, απομάκρυνε από τη μνήμη, ακόμη και των αρμόδιων, το ιστορικό παρελθόν αυτών των λόφων και τη σπουδαιότητα των δυτικών λόφων. Η λήθη, που έχει προκληθεί, έχει μετατρέψει τους δύο λόφους σε θύλακες πρασίνου, αποκομμένους από τους σύγχρονους ρυθμούς ζωής, οι οποίοι, επιπροσθέτως, περιτριγυρίζονται από θραύσματα των πρώην ορίων τους, τα οποία λειτουργούν σα μάρτυρες. Σήμερα, οποιοσδήποτε με την περιήγησή του σε αυτούς τους χώρους μπορεί να εντοπίσει αυτά τα υπολείμματα, παρ’ όλο που με δυσκολία μπορεί να τα ταυτοποιήσει. 

Η περιοχή για την οποία γίνεται λόγος γειτνιάζει με το λόφο της Ακρόπολης και την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, δηλαδή με μία κατάσταση η οποία έχει υποδεχθεί τον πεζό και όλες τις κατηγορίες χρηστών ενός χώρου, όπως ένας δημόσιος χώρος. Έχει, λοιπόν, προετοιμαστεί το έδαφος για την επανερμηνεία της κυριαρχίας του πεζού.


Η κεντρικότητα και βαρύτητα της περιοχής σε συνδυασμό με το καλά διαπλεκόμενο δίκτυο μέσων μαζικής μεταφοράς προσφέρει το δικαίωμα τόσο στους κατοίκους της περιοχής όσο και σε επισκέπτες και κατοίκους ευρύτερων περιοχών να αποκτήσουν πρόσβαση στους λόφους. Παρότι εξασφαλίζεται αυτή η δυνατότητα, δεν παρατηρείται να διαχέεται ομαλώς η ροή των επισκεπτών εντός των δύο λόφων μελέτης και, επίσης, αν και ο πληθυσμός των χρηστών ποικίλει, κινείται και δρα στο χώρο, ο τόπος απ΄μόνος του δεν ακτινοβολεί με την ένταση που θα έπρεπε τη σπουδαιότητά του. 

Η παρέμβαση, που προτείνεται, καλείται να συρράψει αυτή τη σχισμή, η οποία προσγειώνει την περιοχή σε θύλακα. Στην πρόταση ο “θύλακας” αυτός αναβαθμίζεται σε “περιοχή διαμεσολάβησης” ή αλλιώς baffer zone και αναλαμβάνει να διαπραγματευτεί και να επιτύχει την ευκολότερη σύνδεση των λόφων με την πόλη. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της διαχείρισης των ορίων και της σωστής αξιόλογησης του οδικού δικτύου σε συνδυασμό με τον αστικό ιστό, δηλαδή πόσο εφικτό ή όχι είναι να γλιστρήσει η μία περιοχή μέσα στην άλλη.


Έτσι, σε ένα περιβάλλον, το οποίο λειτουργεί σα διαχειριστής αστικών συντελεστών, μπορεί να βρει τη θέση του το παιχνίδι, το οποίο θεωρείται το θεμελιώδες του πολιτισμού (Huizinga) και ένας τρόπος διάδρασης με το χώρο, ο οποίος απαιτεί την ενεργή συμμετοχή του χρήστη, χωρίς ωστόσο να αναιρεί την αυθυπαρξία του “κατασκευάσματος” του παιχνιδιού. Το παιχνίδι φέρει στην επιφάνεια “κρυμμένα” στοιχεία και μπορεί συνάμα να επανανοηματοδοτήσει στοιχεία του χώρου.

Συμπερασματικά: Εργαλεία-Βασικοί συντελεστές για την εγκαθίδρυση ενός τέτοιου εγχειρήματος αποτελεί (α)_ο ιστός της πόλης, (β)_τα αστικά κένα και (γ)_τρία οικοδομικά τετράγωνα, σε κομβική-στρατηγική θέση ως προς το λόφο και την περιοχή διαμεσολάβησης. (α)_Ο πρώτος θα επιχειρήσει τη δημιουργία ενός δικτύου πεζών, με επακόλουθο την κυκλοφοριακή ρύθμιση. (β)_Τα αστικά κενά, όσον αφορά στα κενά οικόπεδα, θα βοηθήσουν στην ακτινοβόλια και ενότητα του λόφου, έτσι ώστε κανείς να μπορέσει να συνθέσει ενιαία εικόνα για την περιοχή και, τέλος, (γ)_τα επιλεγμένα οικοδομικά τετράγωνα, τα οποία εντοπίζονται στο περίγραμμα του λόφου, θα λειτουργήσουν σα φάροι-τοπόσημα του όλου εγχειρήματος. 

Τα τρία αυτά οικοδομικά τετράγωνα επαναχρησιμοποιούνται και λειτουργούν σαν “κράχτες” της όλης παρέμβασης, καθώς θα λειτουργήσουν σα νέα τοπόσημα της περιοχής και σημεία αναφοράς. Αυτοί οι μοχλοί-γρανάζια τροφοδοτούν και τονώνουν τη ροή προς το λόφο, αλλά και αναζωογονούν τη συσχέτιση του λόφου με την πόλη, αφού αναλαμβάνουν νέες χρήσεις. Το σενάριο στο οποίο υπακούουν στηρίζεται σε μία τριλογία, βασισμένη στη βιβλιογραφική έρευνα, η οποία προηγήθηκε και σχετίζεται με την εκπαίδευση και την έννοια του παιχνιδιού: “Η εκπαίδευση στηρίζεται στη φύση, στην άθληση και στη μάθηση”. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάθε ένα “οικόπεδο” επιχειρεί να ενστερνιστεί τα χαρακτηριστικά αυτών των θεματικών και να τα ανατροφοδοτήσει στους χρήστες.


Μελετώντας πιο προσεκτικά την περιοχή:
Οι Δυτικοί λόφοι της Αθήνας μπορούν να χαρακτηριστούν ως ένα ανοικτό σύστημα, το οποίο επικοινωνεί με τις πέριξ περιοχές και το αττικό τοπίο μέσω των θεάσεων. Μπορεί οποιοσδήποτε περιηγητής να αντιληφθεί το σύνολο του λεκανοπεδίου της Αττικής και των στοιχείων που το απαρτίζουν, κινούμενος εντός των λόφων και περιμετρικά αυτών. Ακόμη, όμως, και αν κάποιος ακολουθεί την αντίθετη πορεία, δηλαδή από τον περίγυρο των λόφων προς τους λόφους, μπορεί να θεάσει αποσπασματικές εικόνες των λόφων και κυρίως αν επιλέξει να ακολουθήσει τις πορείες οι οποίες αναρριχώνται στους λόφους.

Η δυναμική αυτή των οπτικών φυγών ή αλλιώς οπτικών συνδέσεων είναι εμφανής όχι μόνο στο εδώ και το τώρα, αλλά και σε προηγούμενες εποχές και πραγματικότητες, όπως αποδεικνύουνπρογενέστερες απεικονίσεις και αποτυπώσεις.

Είναι προφανές ότι η σύνδεση αυτή υλοποιείται στον όγκο των λόφων, διότι το υψόμετρό τους χαρίζει αυτήν την ευκαιρία. Η δυνατότητα της πανοραμικής θέασης των ορεινών όγκων της Αττικής, της πόλης και της θάλασσας συνεχίζει να διατηρείται και στον περιφερειακό του Φιλοπάππου, δηλαδή το δακτύλιο που σφίγγει τους λόφους, τους οριοθετεί και τους αποκόβει από την υπόλοιπη πόλη. Οι εν λόγω συνδέσεις συνεχίζουν να υφίστανται σχεδόν σε όλους τους δρόμους, που εκκινούν από τον περιφερειακό και είναι κάθετοι ως προς τις υψομετρικές καμπύλες. Η έντασή τους φθίνει, καθώς οι δρόμοι οδηγούν σε μειωμένες τοπογραφικές κλίσεις έως ότου φτάσουν στο επίπεδο της πόλης, εξισορροπηθούν με αυτό και, επομένως, ξεφύγουν από τα υψόμετρα των λόφων. Σε αυτό το σημείο δεν πρέπει να ξεχάσει κανείς ότι όλοι οι εν λόγω δρόμοι άνηκαν στον όγκο των λόφων και τώρα πλέον υπηρετούν τις ανάγκες της εποχής, καθώς έχουν παραδοθεί στις ανάγκες της αστικής εξάπλωσης και πολεοδόμησης.

Ακολουθούν χάρτες, οι οποίοι αποδεικνύουν αυτήν την ιδιότητα του “ανοικτού” συστήματος και έρχονται να διαπραγματευτούν και να βαθμολογήσουν τον αστικό ιστό της περιοχής, που μεσολαβεί μεταξύ των δύο λόφων και της ευρύτερης πόλης της Αθήνας. Να σημειωθεί ότι η ένταση και το μήκος των γραμμών των φυγών αντιστοιχούν στην πραγματική δυνατότητα θέασης ενός περιπατητή και ότι σημειώνονται μόνο οι δρόμοι, που προσφέρουν αυτήν τη δυνατοτήτα. Όλοι οι υπόλοιποι δρόμοι του ιστού δεν προσφέρουν αυτό το πλεονέκτημα και για αυτό δεν τονίζονται.


Η περιοχή μελέτης έχει ένα κέντρο, το οποίο αποτελεί έναν πυρήνα, βρίσκεται σε κεντρική θέση και συμπίπτει με τα όρια του ορισμένου αρχαιολογικού χώρου των δύο λόφων. Ο πυρήνας-θύλακας αυτός φιλοξενεί το μεγαλύτερο ποσοστό πρασίνου της περιοχής και προσφέρει τη δυνατότητα για περιπάτους και δραστηριότητες συμφυείς με αυτή. Μπορεί κάποιος περπατώντας στο εύρος της περιοχής μελέτης να εντοπίσει και άλλους χώρους με παρόμοια χρήση, όμως το μέγεθός τους και η ποσότητά τους δεν μπορούν να συγκριθούν με την έκταση των λόφων. Είναι γεγονός πως οι χώροι αυτοί αντιστοιχούν σε τμήματα των πρώην λόφων και πλέον αποτελούν μάρτυρες της ύπαρξής τους και έκτασής τους. 

Τον πυρήνα αγκαλιάζουν οικοδομικά τετράγωνα με χρήσεις κατοικίας αποκλειστικά και δε διαφαίνονται χρήσεις άλλου τύπου να αναστατώνουν το σύστημα του λόφου-πρασίνου. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται με φθίνουσα πορεία προς τα όρια της περιοχής. Περιηγούμενος κάποιος στην περιοχή θα συνειδητοποιήσει ότι οι χρήσεις εμπορίου, αναψυχής, εστίασης, εκπαίδευσης, υπηρεσιών και άλλων συγκεντρώνονται σε οδικούς άξονες, οι οποίοι είναι παράλληλοι στα γεωγραφικά όρια της περιοχής και διέρχονται από αυτήν προσπαθώντας να βγουν εκτός της. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως οι άξονες αυτοί είναι εκείνοι, που φιλοξενούν ταυτοχρόνως τις γραμμές των μέσων μαζικής μεταφοράς. 

Διαφαίνεται, λοιπόν, η τάση που έχουν οι χρήσεις να απλώνονται σε απόσταση από το λόφο και σε γραμμική πορεία παράλληλη με τα όρια της περιοχής μελέτης. Δεν εντοπίζεται, συνεπώς, κάποια λειτουργική σύνδεση των πέριξ περιοχών με το λόφο με τη βοήθεια των χρήσεων γης, καθώς αυτές δεν υφίστανται στην κάθετες συνδέσεις ή αλλιώς οδικούς άξονες με το λόφο, έτσι ώστε να προσελκύσουν τους επισκέπτες και τους περιηγητές και να τους προσφέρουν την προτροπή να αναρριχηθούν στο λόφο. 

Είναι αρκετά εύκολο να συνειδητοποιήσει κάποιος με τη βοήθεια του διαγράμματος ότι η συνολική αυτή περιοχή έχει την τάση να επιμεριστεί, πράγμα το οποίο επαληθεύεται από τη διασπορά και το είδος των χρήσεων. 


Τα εσωτερικά όρια της περιοχής μελέτης σχετίζονται με το οδικό δίκτυο και τον αστικό ιστό και ποικίλουν από μαλακά έως αρκετά σκληρά. Η έντασή τους οφείλεται στη γεωμετρία τους, στη χωροθέτησή τους και στο φορτίο που φέρουν ή διοχετεύουν. Για παράδειγμα, στα μαλακά όρια μπορεί να συμπεριληφθεί η Θεσσαλονίκης, η οποία φέρει το γνωστό ηλεκτρικό, αλλά μπορεί αρκετά εύκολα (π.χ με μία απλή πεζογέφυρα) να “κατεβάσει” τη ζωή του άνω ιπποδάμειου συστήματος (Άνω Πετράλωνα) στο κάτω ιπποδάμειο σύστημα (Κάτω Πετράλωνα). Η σκληρότητα των ορίων αυξάνει κατά μία βαθμίδα, όταν μιλάει κάποιος για τον περιφερειακό, τη Βεΐκου ή τη Δημητρακοπούλου. Πρόκειται για περιπτώσεις, που δημιουργούν χωρικές και αστικές ασυνέχειες, καθώς και “τείχη” μεταξύ οικιστικών ενοτήτων, απομονώντας τες. Η σκληρότητα των ορίων εντείνεται σε οδικούς άξονες, όπως η Συγγρού και η Χαμοστέρνας, οι οποίες αποκόβουν παντελώς τις εκατέρωθεν σε αυτές περιοχές και μοιάζουν να δημιουργούν δύο “απέναντι” αντικείμενες και χωριστές πόλεις. Όλες οι περιπτώσεις, που εξετάστηκαν παραπάνω, εμφανίζονται στον αστικό ιστό σε ένα διάλογο με τις τοπογραφικές κλίσεις και τα όρια της περιοχής μελέτης και, συγκεκριμένα, σε μία θέση παραλληλίας με αυτά και τς υψομετρικές καμπύλες.

Φαίνεται, όμως, πως αστικός ιστός από την άλλη έχει στο DNA του την τάση να διοχετευθεί προς τα έξω έως ότου συναντήσει τη ζωή της υπόλοιπης πόλης. Έτσι, μπορεί κάποιος να διακρίνει κάποιες αμυδρές προσπάθειες του ιστού να διαφύγει εκτός των γενικών ορίων σε μία λογική συρραφής με την πόλη. Αυτήν την επιδίωξη αναλαμβάνουν οι εγκάρσιοι στις τοπογραφικές καμπύλες δρόμοι, που αναρρίχονται στο λόφο και με απωθητικές δυνάμεις σαν από μαγνητικό πεδίο φεύγουν προς την ευρύτερη περιοχή. Δε φαίνεται, ωστόσο, να καρποφορεί αυτή τάση, επειδή υπερισχύουν τα γενικότερα όρια της περιοχής μελέτης και την αποκόβουν από την υπόλοιπη πόλη, μεταθέτοντάς τη σε ένα θύλακα μέσα στην πόλη ή αλλιώς σε ένα νησί μέσα στην πόλη. Πρόκειται, δηλαδή για μία εν δυνάμει συρραφή.


Η παρούσα διπλωματική επιχειρεί να πραγματευτεί τις λανθάνουσες καταστάσεις, που προαναφέρθηκαν, με σκοπό την οργανικότερη και λειτουργικότερη σύνδεση των οικιστικών ενοτήτων μεταξύ τους και με το λόφο, αλλά και όλης της περιοχής μελέτης με την ευρύτερη πόλη. Αρχική επιδίωξη είναι να επιτραπεί στο λόφο να ακτινοβολήσει τη σπουδαιότητά του και την ολότητά του, με τρόπο, ο οποίος επιτρέπει στο λόφο να ξεχυθεί και να γλιστρήσει στο εύρος στο οποίο κάποτε άνηκε. Έτσι, κεντρική ιδέα της διπλωματικής αποτέλεσε η απόφαση να επιλεγούν δρόμοι, οι οποίοι είναι κάθετοι στις υψομετρικές καμπύλες του λόφου, συνδέουν με την πόλη και έχουν την ικανότητα να λειτουργήσουν σα “χτένια” και να δώσουν το δικαίωμα στο λόφο να “κατηφορήσει” σε αυτά τα μονοπάτια, παρασέρνοντας μαζί του και τα φυσικά υλικά του. 

Μία τέτοια ιδέα, όμως, δεν μπορεί να καρποφορήσει χωρίς την αντίστοιχη μελέτη, προετοιμασία και υποβοήθηση. Για το λόγο αυτό, ο τρόπος, με τον οποίο διαχειρίζεται αυτές τις συνθήκες η διπλωματική, χρησιμοποιεί τρία εργαλεία, το σημείο, τη γραμμή και το επίπεδο. Με την έννοια σημείο νοούνται σημεία-στάσεις, με την έννοια γραμμή οι δρόμοι και οι διαδρομές και με την έννοια επίπεδο νοούνται οικοδομικά τετράγωνα. Στο ακόλουθο κείμενο διευκρινίζονται με τη σειρά όλες οι αποφάσεις και επιλογές, οι οποίες αναπαρίστανται και στον ακόλουθο χάρτη διαχείρισης της περιοχής μελέτης.

Πρωταρχικοί μοχλοί κινητοποίησης του όλου εγχειρήματος θεωρούνται τρεις σταθμοί μετρό και ηλεκτρικού (σταθμός Θησείου, Πετραλώνων και Συγγρού-Φιξ), οι οποίοι είναι τοποθετημένοι σε κομβικά σημεία για τη διαχείριση του θέματος, καθώς ακουμπούν στην περίμετρο της περιοχής μελέτης και εξασφαλίζουν τόσο την πρόσβαση των επισκεπτών από το ευρύτερο λεκανοπέδιο όσο και εκρηκτικές δυνάμεις πόλωσης με την πρόταση. Συνεπώς, πρόκειται για το πρώτο στοιχείο διαχείρισης, το οποίο καλείται να συνεισφέρει στην προσέλκυση της επισκεψιμότητας των λόφων.

Τα τρία αυτά σημεία, για να λειτουργήσουν ομαλά, χρειάζονται την υποστήριξη γενναιόδωρων αποφάσεων στο χώρο. Αυτές είναι η επιλογή τριών βασικών διαδρομών, που εκκινούν από τους υπερτοπικούς σταθμούς και οδηγούν με γραμμική πορεία στην περίμετρο του λόφου, δηλαδή στην καρδιά της περιοχής μελέτης. Εκεί, οι διαδρομές αυτές συναντούν τρία κομβικά οικοδομικά τετράγωνα, τα οποία εδράζονται πάνω στο λόφο και στο όριο του με την πόλη. Έτσι, δημιουργούνται τρία δίπολα, μεταξύ των οικοδομικών τετραγώνων και των σταθμών, τα οποία έλκονται μέσω των γενναιόδωρων πεζοδρόμων του αστικού ιστού και προετοιμάζουν το έδαφος για την είσοδο και τη μετάβαση στο λόφο και τον αρχαιολογικό χώρο. Αυτά τα οικοδομικά τετράγωνα επιλέγονται από τη διπλωματική και διαχειρίζονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να λειτουργήσουν σε πολυδιάστατο επίπεδο, εκ των οποίων το ένα είναι ο ρόλος τους σαν “κράχτες” της περιοχής.

Είναι εύλογο το γεγονός ότι για τη λειτουργική σύνδεση του λόφου δεν αρκούν μόνο τρεις επιλεγμένες χαράξεις για τη συρραφή του αστικού ιστού. Έτσι, στο σημείο αυτό έρχονται να συμβάλλουν οι στάσεις των λεωφορείων και τρόλεϊ εντός του ιστού, η δυναμική των κάθετων συνδέσεων σε επίπεδο λειτουργικό και οπτικό (βλέπε: διαγράμματα οπτικών και λειτουργικών συνδέσεων), τα σημεία ενδιαφέροντος από τα οποία μπορεί μία διαδρομή να διέλθει, καθώς και η πυκνότητα εμφάνισής τους στο εύρος της περιοχής. Λέγοντας σημεία ενδιαφέροντος νοούνται όλα εκείνα τα σημεία, τα οποία κάνουν αναφορά στην ιστορία της περιοχής, στα θραύσματα του πρώην λόφου ή ακόμη και σε κενά οικόπεδα, τα οποία μπορούν να συμβάλλουν στην τόνωση αυτών των διαδρομών. 

Είναι προφανές ότι το κύριο μέσο μετακίνησης θεωρείται η πεζή μετακίνηση, για αυτό και όλες οι καταγραφές βασίζονται στο χρόνο και στο μήκος μετακίνησης. Όλα τα στοιχεία κίνησης στο χώρο, που προαναφέρθηκαν, έχουν στόχο να εισχωρήσουν στην καρδιά των λόφων, όπου πάλι εκεί ο πεζός απολαμβάνει τα προνόμιά του, απαλλαγμένος από τα όρια και τα εμπόδια, που τίθενται από τα υπόλοιπα μέσα μεταφοράς. Είναι κατανοητή, λοιπόν, μία διαχείριση καταστάσεων σε διπλό επίπεδο. Στο επίπεδο της πόλης, δηλαδη του αστικού ιστού, και στο επίπεδο του λόφου, δηλαδή του φυσικού περιβάλλοντος και τοπίου.

Έχει αρχίσει, λοιπόν, να διαφαίνεται η τάση απαλοιφής οποιωνδήποτε ορίων ή “τειχών”, που βρίσκονται σήμερα στον αστικό ιστό και αναστέλλουν την ομαλή κίνηση του πεζού. Αρχικός και τελικός στόχος οποιουδήποτε βήματος πρόκειται να ακολουθήσει είναι να γλιστρήσει η μία περιοχή μέσα στην άλλη, ο ένας δρόμος μέσα στον άλλο, το ένα οικόπεδο μέσα στο άλλο, το ένα υλικό μέσα στο άλλο.

Η κατάσταση αυτή έχει εν μέρει κατορθωθεί στη βόρεια πλευρά της περιοχής μελέτης, εκεί όπου ο λόφος γειτνιάζει με το λόφο της Ακρόπολης και η ένωση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας έχει πλέον εδραιωθεί και προσφέρει απτά τα αποτελεσμαά της καθημερινώς τόσο στο χώρο όσο και στους επισκέπτες. Η διεπαφή αυτή θεωρείται εδώ ιδιαιτέρως κρίσιμη και εξυπηρετική, καθώς έχει προετοιμάσει το έδαφος για την αναθεώρηση και του υπόλοιπου τμήματος της πόλης. 

Η πεζοδρόμηση της Αποστόλου Παύλου και Διονυσίου Αρεοπαγείτου θέτει τις συνθήκες, ώστε αυτή η κατάσταση να απλωθεί, να περικυκλώσει το λόφο και με νέους πλέον όρους να επαναδιαχειριστεί τα όριά του και να δημιουργήσει ένα κλίμα μετάβασης από το φυσικό περιβάλλον στο σκληρό αστικό και ένα κλίμα φιλικό στον πεζό. 

Η προσπάθεια της διπλωματικής αυτής επιχειρεί να αναδείξει την ιστορία του λόφου και των πέριξ οικιστικών ενοτήτων, μέσα από ένα σενάριο διαδρομών, στάσεων και χρήσεων, οι οποίες αναρρίχονται στο λόφο και συρράπτουν τη σχισμή με την ευρύτερη πόλη.


Έχοντας υπόψη όσα προαναφέρθηκαν και το διάγραμμα που προηγείται, είναι η στιγμή να διεισδύσει κάποιος στην επίλυση της διαχείρισης του όλου εγχειρήματος.  Τα στοιχεία κίνησης στο χώρο αξιολογούνται σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με το αποτέλεσμα στο οποίο αποσκοπούν. Η πρώτη κατηγορία (χρώμα κίτρινο) αφορά σε αμιγείς πεζοδρόμους, οι οποίοι εντοπίζονται εντός του λόφου και προτείνονται από τη θέση της διπλωματικής. Πρόκειται για δρόμους και χαράξεις δρόμων, των οποίων η γενέτειρα σχεδίασης έρχεται να συνομίλησει δυναμικά με το τοπίο και να αναλάβει μία διαδοχή στάσεων και περασμάτων. Έτσι, επιλέγεται η τεθλασμένη γραμμή, καθώς φέρει μία δυναμικότητα, η οποία σε συνδυασμό με τις υψομετρικές καμπύλες του λόφου και την έντασή τους, επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα διαλόγου σχεδιασμού και τοπίου. Η χάραξή τους λαμβάνει υπόψη της τα υψόμετρα, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται μία ομαλή περιήγηση, και τα διάφορα σημεία ενδιαφέροντος εντός του λόφου, τα οποία αντιστοιχούν με αρχαιότητες, με αρχαιολογικά ευρήματα και με τη γενικότερη ιστορία του λόφου, η οποία αγγίζει το πολύ σύγχρονο παρόν.

Η επόμενη κατηγορία (χρώμα κόκκινο) εντοπίζεται στον αστικό ιστό, καθώς είναι εκείνη που αναλαμβάνει να συσχετίσει λόφο και πόλη με όρους φιλικούς στον πεζό και επανερμηνεία των ορίων που δημιουργούνται. Έτσι, αυτή η κατηγορία δρόμου περικυκλώνει το λόφο, επαναπραγματεύεται την έννοια του περιφερειακού δρόμου, σπάζοντας τα όρια του υπάρχοντος θύλακα και συνεννώνοντάς τη με την πεζοδρόμηση της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων. Από αυτήν τη διαδρομή εκκινούν όλοι εκείνοι οι κάθετοι δρόμοι, οι οποίοι αγκιστρώνονται στους υπερτοπικούς σταθμούς μέσων μεταφοράς και υπακούν σε μία λογική φιλική στον πεζό. Πρόκειται, λοιπόν, για δρόμους οι οποίοι ονομάζονται “παρκοπεζόδρομοι”, δηλαδή διαδρομές, οι οποίες έχουν προτεραιότητά τους τον πεζό και ταυτοχρόνως επιτρέπουν τη διέλευση οχημάτων, αλλά με ελεγχόμενη κίνηση και στάθμευση. Μειώνουν, δηλαδή, την ταχύτητα των οχημάτων και τη χαώδη χρήση τους. 

Τελευταία κατηγορία (μπλε χρώμα) είναι εκείνη, που ολοκληρώνει τη συνένωση πόλης και λόφου και υποβοηθάει τις άλλες κινήσεις στο χώρο. Συνεχίζει να προσανατολίζεται και εκείνη κάθετα ως προς τις υψομετρικές καμπύλες και να προσφέρει δικαιώματα στον πέζο, περιορίζοντας κατά πολύ την αναξέλεγκτη κίνηση των οχημάτων, σε μία προσπάθεια εύρεσης της ισορροπίας μεταξύ των δύο διαφορετικών καταστάσεων. Πρόκειται για πορείες, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τους τι στάσεις των λεωφορείων και τρόλεϊ, έτσι ώστε να μπορέσουν να διοχετεύσουν τους επισκέπτες, που φτάνουν στην περιοχή και να τους προσανατολίσει. Τέλος, οι πορείες αυτές συνομιλούν σε τομή με το αττικό τοπίο, καθώς φέρουν τα χαρακτηριστικά των οπτικών συνδέσεων (που έχουν προαναφερθεί και αναλυθεί) και προσφέρουν τις επιθυμητές θεάσεις μετατρέποντάς τες σε λειτουργικές.

Είναι γεγονός πως οι διαδρομές, που επιλέγονται και ανασχεδιάζονται εκ νέου, δεν τερματίζουν στα αυστηρά όρια της περιοχής μελέτης, αλλά προσπαθούν να βρουν τη θέση τους και εκτός αυτών, σπάζοντας τα “τείχη”, με τρόπο που αντιστοιχεί σε κάθε περίπτωση και διευκολύνει τη συνένωση. Επίσης, οι διαδρομές αυτές δανείζονται υλικά από το φυσικό περιβάλλον του λόφου και υπακούν σε ένα κοινό λεξιλόγιο σχεδιασμού, το οποίο παρουσιάζεται και αναλύεται παρακάτω στα αντίστοιχα διαγράμματα. Τέλος, ένας περιηγητής, που έχει την ευκαιρία να ακολουθήσει αυτά τα μονοπάτια, έχει τη δυνατότητα να συλλέξει πληροφορίες για την περιοχή και τη σχέση της με τους φυσικούς και αστικούς συντελεστές, αλλά και την ιστορία. 


Βασική ραχοκοκαλιά της πρότασης είναι η διαδρομή που παρίσταται στο άνω διάγραμμα και στον επόμενο χάρτη. Πρόκειται για μία διαδρομή, η οποία επιλέγεται διότι 
α) ενώνει κομβικά σημεία, όπως:
-είσοδος από τον πεζόδρομο της ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων
-δίπυλο υπέρ των Πυλών
-αρχαία οδός Κοίλης
-πύλη εξόδου Μακρών Τειχών προς Πειραιά
-πρόσφατο εύρημα κρήνης στον ιστό της πόλης
-πλατεία Μερκούρη
-ευρήματα τειχών σε οικοδομικά τετράγωνα του αστικού ιστού
-σταθμός Πετραλώνων
β) διέρχεται από το κοίλο των δύο λόφων και διατηρεί μία ομαλή κλίση περιήγησης
γ) καταλαμβάνει στρατηγική θέση, καθώς φαίνεται να διχοτομεί την περιοχή μελέτης
δ) δημιουργεί πολικότητες με ιστορικούς λόφους και υπερτοπικούς σταθμούς

Οι βασικές συνθετικές αρχές αυτού του εγχειρήματος αφορούν σε:
α) Τη δημιουργία μίας συνεχούς διαδρομής πεζού, η οποία προσφέρει ποικιλία και ενδιαφέρον λόγω των στάσεων, των σημείων ενδιαφέροντος, του τρόπου χειρισμού της και των οπτικών συνδέσεων που προσφέρει.
β) Τη δημιουργία ενός πάρκου-πλατώματος, που φιλοξενεί τις χρήσει της “φύσης-άθλησης-μάθησης”, και αναλαμβάνει να προετοιμάσει για τη νέα είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο, να συρράψει την πόλη με το λόφο και να διαχειριστεί την άρθρωση αστικού ιστού, τοπίου, λόφου και αρχαιοτήτων.
γ) Τη δημιουργία ενδιαφέροντων σημείων στάσης, που κατά κύριο λόγο αφορούν σε ιστορικά ευρήματα και κενά οικόπεδα και έχουν ως στόχο την τόνωση της πρότασης και την κινητοποίηση των επισκεπτών.

Η κεντρική ιδέα βασίζεται στην οργανική σύνδεση πόλης και λόφου και στη συρραφή της ρωγμής που υπάρχει. Συνεπώς, η γενέτειρα της παρέμβασης στηρίζεται σε χαράξεις, οι οποίες τείνουν να συρράψουν τις υψομετρικές καμπύλες του κύριου σημείου παρέμβασης (του πλατώματος-εισόδου), δηλαδή πρόκειται για χαράξεις, οι οποίες είναι κάθετες στις υψομετρικές καμπύλες. Η κατεύθυνση αυτών συμπίπτει με την κατεύθυνση των μακρών τειχών και της εξόδου της αρχαίας οδού Κοίλης. Ακόμη, η κατεύθυνση των χαράξεων επιτρέπει στις προτεινόμενες χρήσεις να αναρριχηθούν προς το λόφο και να συνδράμουν στην οργανική σύνδεση πόλης και λόφου. 

- “γκρέμισμα” ορίων
- διοχέτευση της μίας περιοχής εντός της άλλης
- συρραφή σχισμής πόλης και λόφου
- αποκατάσταση τοπίου
-προσέλκυση επισκεπτών από δύο βασικές εισόδους (σταθμός και πεζόδορομος ενοποίησης αρχαιολογικών χώρων)
- τόνωση πολικότητας σταθμού Πετραλώνων και πλατείας Μερκούρη
- συνεχής διαδρομή που διέρχεται από φυσικό τοπίο και αστικό ιστό- επανανοηματοδότηση αρχαίων καταλοίπων και ανθρωπογενών παρεμβάσεων στο πέρας του χρόνου με τη βοήθεια του παιχνιδιού
- δημιουργία ενός χώρου - πάρκου στα όρια λόφου και πόλης για τη μετάβαση από τον αυστηρό και σκληρό ιστό στο μαλακό και φυσικό περιβάλλον του λόφου
- πολεοδομική συνέχεια δρόμων, οι οποίοι συναντώνται εντός του πάρκου

Συμπερασματικά, σε πολεοδομικό επίπεδο η πρόταση επιχειρεί να αποτελέσει ένα δρόμο σύνδεσης, ένα δρόμο φιλοξενίας του πεζού και των δραστηριοτήτων του και ένα δρόμο επανανοηματοδότησης του χώρου και των ιστορικών φάσεών του. 




Σύνθεση Τοπίου/Πολεοδομίας:
Οι χαράξεις της συρραφής πόλης και λόφου δε μένουν σε γραφικό επίπεδο, αλλά αποκτούν χωρική και υλική μορφή με την υπόστασή τους ως λίθινα μονοπάτια ανάβασης, τα οποία δανείζονται το υλικό της από τη φυσικότητα του περιβάλλοντος και το διάλογο με το βραχώδες τοπίο στο οποίο αυτά οδηγούν.

Ο κύριος πεζόδρομος, που συνοδεύει την αρχαία οδό Κοίλης, όταν κατευθύνεται προς την έξοδο της πύλης των Μακρών Τειχών, διακλαδίζεται για δύο βασικούς λόγους και εξέρχεται από το φυσικό περιβάλλον του λόφου με την ίδια μορφή αλλά με χαρακτήρα παρκοπεζόδορμου. Ο πρώτος λόγος διακλάδωσης είναι ότι η απόληξη της οδού Κοίλης βρίσκεται μεταξύ δύο διαφορετικών υψομετρικών σταθμών (η μία στάθμη κάτω από τον περιφερειακό και η άλλη μέσα από το πάρκο-πλάτωμα) και ο δεύτερος λόγος είναι ότι επιχειρείται η συνέχιση του πολεοδομικού μετώπου και των ροών κίνησης πεζών, έτσι ώστε να μη δημιουργούνται κλειστοί βρόγχοι, που δε συνάδουν με το χαρακτήρα της σύνδεσης. Τους πεζοδρόμους αυτούς ακολουθεί στενά “υδρορρόη”, η οποία κάνει δυνατή την εμφάνισή της στο τοπίο σα γραμμή προσδιορισμού και καταλήγει εκτός λόφου σε δεξαμενές νερού για χρήση πορίσματος του πάρκου και παιχνιδιού.

Όλες οι χειρονομίες, που επιδιώκονται, έχουν ήπιο χαρακτήρα και επιθυμούν το συνεχή διάλογο με το τοπίο, έτσι ώστε να φαίνεται ότι η πρόταση βρισκόταν από πάντα εκεί. 

Απαλείφεται οποιαδήποτε έννοια ορίου και σαφούς περιγράμματος, σε μία λογική διαχείρισης της συνολικής περιοχής και όχι μεμονωμένων και σημειακών παρεμβάσεων δημιουργώντας θύλακες. Κατά αυτόν τον τρόπο έννοιες, όπως πεζοδρόμιου και περίφραξη δημόσιου χώρου, δεν έχουν θέση στην παρούσα διπλωματική και επανερμηνεύεται η υπόσταση του “ορίου”. Για την ακριβεία, το όριο εδώ αναλαμβάνει ρόλο σύνδεσης και συρραφής, καθώς θεωρείται ότι αποτελεί τη μετάβαση από τον ιδιωτικό χώρο στο δημόσιο. 

Την άρθρωση του αστικού ιστού, του λόφου, της διαχείρισης του περιφερειακού και των διαφόρων “ορίων” αναλαμβάνει το πάρκο-πλάτωμα, που βρίσκεται νοτιοδυτικά του περιγερειακού, εκεί που απολήγει η οδός Κοίλης. Το πλάτωμα αυτό έρχεται να συνομιλήσει με μία περιοχή κατοικίας, στο οποίο εκβάλουν όψεις ιδιωτικών χώρων, και με ένα τοπίο. Αναλαμβάνει να προετοιμάσει για την είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο. Για το λόγο αυτόν, σε αυτό το πάρκο τοποθετείται το προτεινόμενο “κέντρο εκπαίδευσης”, με τη βοήθεια του οποίου αναπλάθεται η υπάρχουσα κατάσταση με τη βοήθεια του παιχνιδιού “φύση-άθληση-μάθηση”.

Υπάρχουν αρχαιολογικές και ιστορικές πηγές, που προδίσουν την ύπαρξη της πύλης του Θεμιστόκλειου τείχους, η οποία οδηγεί προς τον Πειραιά και η οποία τοποθετείται στην απόληξη της Κοίλης και, συγκεκριμένα, στο πλάτωμα το οποίο διαχειρίζεται η πρόταση. Για την ανάδειξη αυτού του αρχαιολογικού γεγονότος, αποφασίζεται αφενός η κατεδάφιση δύο κτηρίων, τα οποία καταπατούν το χώρο της κάτοψης της πύλης και αφετέρου η ανύψωση μίας νέας πύλης-πύργου με ένα σύγχρονο λεξιλόγιο στα πλαίσια του παιχνιδιού επανανοηματοδότησης. 

Την κατεδάφιση των αυθαίρετων κτισμάτων της συνοικίας ασύρματος αποφασίζει, επίσης, η διπλωματική, καθώς διαταράσσουν το φυσικό τοπίο του λόφου. Στη θέση αυτών επιλέγεται η φύτευση σε αυστηρό κάνναβο, έτσι ώστε να υποννοείται η πρώην ύπαρξη αυτού του ιστού πόλης, την ιστορία της οποίας μπορεί κάποιος να διαβάσει στις επιγραφές που τοποθετούνται.

Όπως έχει προαναφερθεί, έχει συμβεί στο παρελθόν η κατεδάφιση του εκτός κλίμακας θεάτρου Μπαστιά. Ωστόσο, τα ίχνη αυτής της θηριώδους κατασκεύης υπάρχουν ακόμη ως πληγές πάνω στις αρχαίες λαξεύσεις. Η θέση του θεάτρου αυτού ανήκει, επίσης, στην περιοχή εστίασης της διπλωματικής και τη χάραξη της περιμέτρου του επιλέγει η διπλωματική να διαχειριστεί με ένα παιγνιώση τρόπο, έτσι ώστε να επανανοηματοδοτηθεί η πολύ σύγχρονη ιστορία του λόφου.

Προτεινόμενες Χρήσεις:
Ο πυρήνας του όλου εγχειρήματος βρίσκει τη θέση του σε αυτό το πλάτωμα, που προαναφέρθηκε, το οποίο συναντάει την πόλη σε δύο στάθμες επιπέδων. Οι χρήσεις που τοποθετούνται εδώ υπακούουν στις ήπιες επεμβάσεις της πρότασης και ακολουθούν το σενάριο του παιχνιδιού “φύση-άθληση-μάθηση”.

Μουσείο (160τ.μ):
Πρόκειται για ένα χώρο που εκθέτει και ενημερώνει για τη χλωρίδα του λόφου και τη γεωλογία, επίσης. Ακόμη, φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις ανάλογα με τις ανάγκες των αρχαιολόγων και τις διάφορες δραστηριότητες, που λαμβάνουν χώρα και συσχετίζονται με το λόφο, τις αρχαιότητές του και την ιστορία του. Στην ουσία, όμως, αυτό το κτήριο είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα σύνηθες μουσείο, καθώς τα εκθέματά του αφορούν στην οντότητα του λόφου και έρχονται να συνομιλήσουν με την “παρουσία” του Πικιώνη, ο οποίος σχεδίασε και δημιούργησε στο άλλο άκρο της Κοίλης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι πλακοστρώσεις και τα καθιστικά του συνδιαλέγονται με φυτεύσεις της περιοχής και εντόπια χλωρίδα, δηλαδή με φυτά που ευδοκιμούν στην περιοχή και αντέχουν το κλίμα, πράγμα που σπάνιζε κυρίως εκείνη την εποχή αν ληφθεί υπόψη ότι η δεντροφύτευση που προηγήθηκε δεν έλαβε υπόψιν αυτήν την πραγματικότητα. Έτσι, το μουσείο αυτό έρχεται να σταθεί απέναντι από το έργο του Πικιώνη, να συνομιλήσει με αυτό και να προετοιμάσει για το συνολικό υπαίθριο “μουσείο” του λόφου. Η διαδικασία αυτή μπορεί να ειδωθεί και αντίστροφα, καθώς ένας επισκέπτης που έχει περιηγηθεί στο λόφο κατά την έξοδό του από την “πύλη”, μπορεί να δει την περίληψη και τη συνολική εικόνα του λόφου στο χώρο αυτό.

Αναψυκτήριο (50τ.μ):
Ο χώρος αυτός υποστηρίζει το πλάτωμα που δημιουργείται στη στάθμη του μουσείου, καθώς μπορεί να δεχθεί τις δημόσιες ροές και τη δυναμική του μουσείου.

Κέντρο Ενημέρωσης και Διοίκησης (60τ.μ):
Απαραίτητη θεωρείται η διοίκηση του πάρκου, συνεπώς η στέγαση των διοικητικών είναι απαραίτητη. Σε αυτόν το χώρο προστίθεται και η λειτουργία της ενημέρωσης του κοινού για τις δράσεις που λαβάνουν χώρα και τον τρόπο λειτουργίας του συνολικού πυρήνα της πρότασης.

Κέντρο Μαθητείας και Φυτώριο (60+60τ.μ):
Τα δύο αυτά κτήρια αναλαμβάνουν τη διδασκαλία και εκπαίδευση των παιδιών και επισκεπτών με παράμετρο τη φύση και την καλλιέργεια με τη βοήθεια του παιχνιδιού “Φ-Α-Μ”. Εντός αυτών των χώρων πραγματοποείται το πιο θεωρητικό κομμάτι, ενώ ο βασικός κορμός της εκπαίδευσης  πραγματοποιείται στην ύπαιθρο, δηλαδή στο πάρκο.

Τα κτήρια αυτά μοιάζουν να γεννώνται από το έδαφος.



Συνολικό Πάρκο Διαχείρισης Ορίου Πόλης και Λόφου

Στα πλαίσια απαλοιφής αυστηρών ορίων και περιγραμμάτων, με στόχο την αλληλοδιείσδυση και αλληλοσυσχέτιση των περιοχών μεταξύ τους, συντίθενται τα εξής:

- Ενιαίος χώρος διαχείρισης και σύνθεσης, όχι αποσπασματικές και ασύνδετες παρεμβάσεις

- Συρραφή λόφου και πόλης με γραμμικά παράλληλα λίθινα μονοπάτια, τα οποία είναι κάθετα στις υψομετρικές καμπύλες του λόφου και αναλαμβάνουν να προετοιμάσουν και να προσαρμόσουν τις όψεις των κατοικιών, που περιβάλλουν το πάρκο, όπως και τη ζωή της πόλης στο περιβάλλον και τη λογική της σύνθεσης.

- Μετατροπή περιφερειακού Φιλοπάππου σε ένα δρόμο πεζού, που κάνει ομαλή την είσοδο και έξοδο από το λόφο και δημιουργεί ένα λειτουργικό αγκάλιασμα του λόφου, που σταδιακά φέρει σε επαφή με την πόλη.

- Οι κινήσεις των πεζών διατηρούν το χαρακτήρα και την υλικότητα, που έχει προαναφερθεί.

- Δημιουργία πάρκου καλλιεργειών και κέντρου εκπαίδευσης με βάση τη “φύση-άθληση-μάθηση”.

- Οι χρήσεις τοποθετούνται σε εγγύτητα με τα υφιστάμενα οικοδομικά τετράγωνα, έτσι ώστε να παραλάβουν τον επισκέπτη από τον αυστηρό ρυθμό της πόλης και να τον οδηγήσουν σταδιακά προς την ηρεμία της καρδιάς του φυσικού περιβάλλοντος του λόφου και, αντίστροφα, να παραλάβουν τον περιπατητή ενός ιστορικά φορτισμένου περιβάλλοντος και να τον διοχετεύσουν σταδιακά στο επίπεδο της πόλης για να συνεχίσει τις δραστηριότητές του.

- Η συρραφή πόλης και λόφου (λίθινα μονοπάτια) κατρακυλούν από το λόφο παρασύροντας μαζί τους πιο σκληρά υλικά, όπως το σκυρόδεμα, με τη μορφή γραμμικού κατακόρυφου στοιχείου, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένας ρυθμός/κάνναβος, αλλά και να ενταθεί η τάση χωρικής συρραφής και σύνδεσης.

- Τα τοιχεία αυτά μπορούν να δημιουργήσουν στηθαία αναρρίχησης, καθιστικά, στηρίγματα επιγραφών, συγκράτηση χώματος καλλιεργειών, αλλά και να δημιουργήσουν τις βάσεις, ώστε να υψωθούν στηρίζοντας τα κτήρια της πρότασης.

- Τα κτήρια αυτά μοιάζουν να αναδύονται από το έδαφος και η στέγασή τους αφορά σε πλάκες, που δεν περιορίζονται στο περίγραμμα της κάτοψης του χώρου, αλλά δίνει την αίσθηση διαφυγής, καθώς σπάει τα όρια και έχει την τάση να επεκταθεί.

- Τα κτήρια αυτά δημιουργούν ακόμη σχέσεις μεταξύ τους και με το πάρκο και, επίσης, τα γυάλινα πετάσματά τους διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ τους και την εν δυνάμει συνένωση του μέσα και του έξω. 

- Οι συνεργασία των κτηρίων είναι κυρίως ανά δύο, όπως για παράδειγμα το μουσείο με το αναψυκτήριο, το φυτώριο με την εκπαίδευση και η διοίκηση με το σύνολο του πάρκου.

- Το παιχνίδι πραγματοποιείται εντός και εκτός των κτηρίων, καθώς και κάτω και πάνω όσον αφορά στις στάθμες των δύο πλατωμάτων.

- Βασικό στοιχείο στη σύνθεση των πλατωμάτων αποτελεί η τομή και η φύση του εδάφους, καθώς δημιουργείται ένα έντονο κατέβασμα του βράχου, το οποίο επιβεβαιώνεται και από τις υψομετρικές καμπύλες και επιλέγεται να αναδειχθεί με τη βοήθεια του μουσείου.

- Η φύτευση και οι καλλιέργειες συνεχίζουν να βοηθούν τους στόχους της διπλωματικής, καθώς υπακούν στους κανόνες και στον κάνναβο της συρραφής.

- Ο πεζόδρομος της Κοίλης στην απόληξή του διακλαδίζεται. Το ένα τμήμα διατρέχει τη διαγώνιο του πλατώματος των καλλιεργειών, κατευθυνόμενο προς τον ιστό της πόλης με διαφυγή το λόφο της Σικελίας, και το άλλο εξέρχεται από χαμηλότερη στάθμη, κάτω από τον περιφερεικαό του Φιλοπάππου,  στο επίπεδο της πόλης, κατευθυνόμενο προς το εύρημα της κρήνης, το οποίο βρίσκεται ένα οικοδομικό τετράγωνο μακρύτερα, έπειτα προς την πλατεία Μερκούρη και τέλος προς το σταθμό των Πετραλώνων. Είναι πολύ σημαντική και ουσιώδης αυτή η ανισοσταθμία, διότι παραλαμβάνει τη ζωή της πόλης σε δύο επίπεδα και πολεοδομικά προσπαθεί να συρράψει τις ασυνέχεις του ιστού.

- Η πύλη των Μακρών Τειχών αποκτά υπόσταση, καθώς ανυψώνεται στη στάθμη, που βρισκόταν στην αρχαιότητα, εκφρασμένη με ένα σύγχρονο λεξιλόγιο, δημιουργώντας συνθήκες αντίστιξης του είναι και του ήταν, όπως και των υλικών του τότε και του τώρα. Η νέα πύλη λαμβάνει μέρος στο παιχνίδι επανανοηματοδότησης τόσο στο επίπεδο του πλατώματος όσο στο επίπεδο των κατακόρυφων κινήσεων. Οι δύο μεταλλικοί πύργοι της πύλης σηματοδοτούν την είσοδο προς το λόφο και ταυτοχρόνως διαχειρίζονται με τέτοι τρόπο, ώστε να γεφυρώσουν τις δύο στάθμες της πόλης.

- Τα υλικά, που χρησιμοποιούνται διατηρούν το χαρακτήρα που έχει προαναφερθεί με στόχο τη διαβάθμισή τους με βάση τη σκληρότητα ανάλογα με τις γειτνιάσεις του. Τα γραμμικά κατακόρυφα στοιχεία, που παραλαμβάνουν τις ανιστοσταθμίες των καλλιεργειών και συγκρατούν τα χώματά τους, είναι από πέτρα, έτσι ώστε να έχουν αφενός λειτουργική υπόσταση και αφετέρου να δημιουργούν στην όψη αίσθηση φυσικού πετρώματος σαν κάποιος να έχει λαξεύσει το λόφο και να έχει αναδείξει τη μορφολογία του.

- Όσον αφορά στις καλλιέργειες αξίζει να αναφερθεί ότι τα φυτά νερού, που έχουν επιλεγεί, τοποθετούνται στη διεπαφή με την υδρορρόη, έτσι ώστε να αντλούν το νερό απευθείας από αυτήν. Οι απολήξεις της υδρορρόης συνδράμουν στο παιχνίδι με το νερό και στην υποβοήθηση των εννοιών “φύση-άθληση-μάθηση”.


Η κεντρική ιδέα της σύνθεσης του πλατώματος, που επιλέγεται, βασίζεται στη διαχείριση των κινήσεων στο τοπίο με στόχο τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος βιωματικών εμπειριών και ανάδειξης της ιστορίας και της φύσης της περιοχής μέσα από τη διαδικασία του παιχνιδιού και της διάδρασης. 

Η κίνηση του πεζού ελίσσεται στο χώρο, στο επίπεδο, καθ’ ύψος και κάτω από άλλα επίπεδα. Ακόμη, αλλάζει σκηνικά περνώντας από το σκληρό αστικό ιστό, σε ένα πιο ήπιο γενναιόδωρο αστικό κενό κι έπειτα στο φυσικό περιβάλλον του λόφου. Το στοιχείο της κίνησης καθορίζει τις υποπεριοχές της σύνθεσης και, ταυτοχρόνως, τον τρόπο σύνδεσης και συρραφής τους. Η κίνηση αγνοεί οποιοδήποτε εμπόδιο ή όριο και αποτελεί το εργαλείο διαχείρισης της περιοχής.

Η κίνηση, για να είναι ικανή να εκμεταλλευτεί όλο το εύρος των δυνατοτήτων της, χρειάζεται και τις συνθήκες της “στάσης”, οι οποίες πριμοδοτούν το όλο εγχείρημα και προσφέρουν ανάσα στις ροές, που λαμβάνουν χώρα. Απαιτούνται, λοιπόν, γενναιόδωρες στάσεις για να στηρίξουν την πρόθεση της διπλωματικής. 

Η πρόταση σχεδιάζει τόσο υπαίθριες όσο και κλειστές στάσεις. Οι υπαίθριες στάσεις αφορούν σχεδόν σε όλο το μήκος των πεζοδρόμων και στα πλατώματα, ενώ οι κλειστές επιτυγχάνονται εντός των κτηριακών όγκων της σύνθεσης. Τα πλατώματα αντικαθίστατνται από την έννοια “πλατεία-ες”.

Οι πλατείες που διαμορφώνονται τόσο από τους κτηριακούς όγκους της σύνθεσης και του αστικού ιστού, όσο και από την τοπιογραφία και το φυσικό περιβάλλον. Η χαρακτηριστική ύπαρξη τομής ή αλλιώς έντονης κλίσης του φυσικού βράχου αφενός διαχωρίζει τα δύο επίπεδα των πλατειών και αφετέρου επιλέγεται να αναδειχθεί με τον εξής τρόπο: αφαίρεση ανοργάνωτης φύτευσης και διαχείρισή του ως έκθεμα του μεγαλύτερου κτηριακού όγκου της σύνθεσης, του μουσείου. Οι πλατείες δανείζονται τα υλικά τους και την υποδομή τους από τα υλικά των πεζοδρόμων, όπως αυτά έχουν αναλυθεί σε προηγούμενη φάση. Ο λόγος αυτής της διατήρησης είναι το φυσικό αποτέλεσμα που αποπνέουν, το οποίο συνάδει με δημόσιους χώρους, όπως πλατείες. Χαρακτηριστική είναι η διατήρηση της διαβάθμισης των υλικών ανάλογα με τη σκληρότητά τους και, συγκεκριμένα, εκκινώντας από το σκληρό όριο του αστικού ιστού ως την εξισορρόπηση με το μαλακό όριο του χώματος.

Το πλάτωμα, που παρατίθεται σε αυτό το στάδιο ανάλυσης, αναλαμβάνει να προετοιμάσει για την είσοδο ή την έξοδο από τον αρχαιολογικό χώρο. Αποτελεί το ενδιάμεσο όριο πόλης και λόφου. Ο τρόπος που επιτυγχάνει τη συσχέτιση είναι το πλάσιμο του έδαφους με τρόπο, που να επιτρέπει την οικειοποίηση και τη διάδραση με τον ίδιο το χώρο. Ακόμη, τοποθετούνται χρήσεις, όπως μουσείο, αναψυκτήριο και δραστηριότητες παιχνιδιού, που συνοδεύουν το ίδιο εγχείρημα. Πιο συγκεκριμένα:

Το μουσείο έχει χαρακτήρα δίχωρο, καθώς απαρτίζεται από δύο κύριες επιμήκεις περιοχές, που εκθέτουν στοιχεία που αφορούν στο λόφο, όπως έχει προαναφερθεί. Κατά αυτόν τον τρόπο, επανδρώνουν τον επισκέπτη με συνολικές και περιεκτικές πληροφορίες της ολότητας του λόφου, έτσι ώστε να καταφέρει να αρχειοθετήσει τα μηνύματα και ερεθίσματα, που έχει δεχθεί ή πρόκειται να δεχθεί. Ταυτοχρόνως, η ίδια η μορφή του κτηρίου μαζί με τα υλικά του και τα τοιχεία, που μοιάζουν να “αναδύονται” από το έδαφος, επιχειρούν ένα παιχνίδι με το χώρο και και ένα σκηνικό ένταξης και διαχείρισης του δημόσιου χώρου με πολλαπλό τρόπο. Πρόκειται για χαρακτηριστικά και στοιχεία μικροκλίμακας.

Το μουσείο δημιουργεί μία διπολική σχέση με τον όγκο του αναψυκτηρίου. Το αναψυκτήριο συνεισφέρει στην οικειοποίηση του χώρου και ενθαρρύνει τη στάση, ώστε κάποιος να αφουγκραστεί τη συνολική εικόνα λόφου και περιοχής και να δημιουργήσει τη δική του “εικόνα πόλης”.Είναι προφανές ότι ο χώρος αυτός καλύπτει και τις ευνόητες λειτουργικές ανάγκες. Η χωροθέτησή του επιτρέπει το διάλογο με τις χρήσεις της κατοικίας, που το περιβάλλουν, συμπληρώνει το περίγραμμα του οικοδομικού τετραγώνου στο οποίο ανήκει και συνδράμει στις κινήσεις του πεζού, καθώς δημιουργεί πέρασμα εντός της γειτονιάς, αφού απομακρύνεται από τη γειτονική μεσοτοιχία.

Κάθε πλατεία έχει ανάγκη από ένα συμβολισμό. Η πλατεία αυτή αποκτά το σύμβολό της από την ανύψωση των δίδυμων πύργων της αρχαίας πύλης των μακρών Τειχών. Οι δύο αυτοί πύργοι σηματοδοτούν γενναιόδωρα την είσοδο ή έξοδο από το λόφο, αλλά ακόμη επαναφέρουν και στη μνήμη τι προϋπήρχε: δίπυλο και μακρά τείχη. Οι πύργοι αυτοί εκφράζονται στο χώρο με ένα σύγχρονο λεξιλόγιο και κατασκευάζονται από μεταλλικό σκελετό για να ανυψωθούν. Ο σκελετός στο επίπεδο του ισογείου είναι ελεύθερος, δε δημιουργεί σαφή κλειστό χώρο, αλλά στην κάτοψή του εγγράφει χώρους παιχνιδιού, αντίστοιχούς με αυτούς που συναντά κάποιος στην πρόταση του αστικού ιστού ή ακόμη και χώρους, που εδράζωνται σε αμμώδη περιοχή και αποσκοπούν σε παιχνίδι χτισίματος με βασικό υλικό την πέτρα και το rammed earth, ώστε κάποιο παιδί ή ενήλικας να αντιληφθεί το  παχύ, σκληρό και σαφές περίγραμμα των πρώην πύργων. Από το ίδιο επίπεδο μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει τη σκάλα, ώστε να αρχίσει να αναρρίχεται στο συγκεκριμένο όγκο των πύργων με έναν παιγνιώδη τρόπο. Η ανάβαση συνοδεύεται με ένα αγκάλιασμα μεταλλοκουρτίνας, το οποίο αφενός οριοθετεί τον όγκο και αφετέρου δημιουργεί φίλτρα θέασης και παρατήρησης.

Ακόμη, κάποιος, ο οποίος στέκεται στην πλατεία και οδηγεί το βλέμμα του στους πύργους, παρατηρεί μία ενδιαφέρουσα και παιγνιώδη κίνηση φιγούρων εντός των πύργων, πράγμα που τον παροτρύνει να αναρριχηθεί και ο ίδιος. Εντός αυτού του ημίκλειστου χώρου συγκεντρώνει ο καθένας τις υπόλοιπες ιστορικές πληροφορίες, που αγνοεί και οι οποίες τοποθετούνται και αναδεικνύονται με συγκεκριμένο τρόπο. Οι πύργοι αυτοί εξασφαλίζουν και λειτουργική σύνδεση, καθώς επιτρέπουν στο επίπεδο της πλατείας και του περιφερειακού να επικοινωνήσουν άμεσα.