Δ045.16 Εν Δήλῳ: Νέο αρχαιλογικό μουσείο στη Δήλο

Τίτλος εργασίας: Εν Δήλῳ
Υπότιτλος: Νέο αρχαιλογικό μουσείο στη Δήλο
Φοιτήτριες: Παναγιώτα Μπούτσικα, Αλεξάνδρα Σταματίου, Δήμητρα Σουπιωνά   
Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Κωνσταντίνα Καρβουτζή
Σύμβουλοι: Μιλτιάδης Κατσαρός, Σόνια Χαραλαμπίδου
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Ιούλιος 2016

Αντικείμενο μελέτης της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί ο σχεδιασμός ενός νέου αρχαιολογικού μουσείου στη Δήλο, με σκοπό την ανάδειξη ενός από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας και τη προστασία των αρχαιολογικών ευρημάτων της.
Η Δήλος είναι ένα μικρό νησί των Κυκλάδων με τεράστια ιστορία. Το 1990 κηρύσσεται μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και έκτοτε προστατεύεται από την UNESCO. Το 2012, κηρύσσεται και οριοθετείται ο ενάλιος αρχαιολογικός χώρος του. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπάρχει ένας τόσο μεγάλος φυσικός νησιωτικός αρχαιολογικός χώρος.


Όσον αφορά το υπάρχον αρχαιολογικό μουσείο, ο χώρος έκθεσης θεωρείται ανεπαρκής και ο χώρος των αποθηκών ακατάλληλος. Επιπλέον, στο μουσείο δεν έχουν συμπεριληφθεί χώροι εργαστηρίων και συντήρησης, καθώς και οι απαραίτητοι χώροι γραφείου για τους αρχαιολόγους και τους συντηρητές. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο είναι πως η θέση του κρίνεται σήμερα ακατάλληλη, καθώς είναι κτισμένο πάνω από μια συνοικία της αρχαίας πόλης με πλούσιες κατοικίες. 


Σημαντικό στάδιο της διπλωματικής είναι η επιλογή της θέσης που θα υλοποιηθεί το νέο μουσείο. Μια τέτοια επέμβαση δεν πρέπει να διασπά την ενότητα των ανασκαφών, ούτε να υποβαθμίζει την εικόνα του αρχαιολογικού τοπίου. Στόχος είναι η δημιουργία ενός μουσείου που θα εντάσσεται στο τοπίο, θα συσχετίζεται με τον αρχαιολογικό χώρο και θα εξυπηρετεί τις ανάγκες των επισκεπτών και των εργαζομένων (αρχαιολόγων, συντηρητών, φυλάκων). Με δεδομένο ότι ο αρχαιολογικός χώρος χωρίζεται σε διακριτές ενότητες, τόσο με βάση τις συνοικίες της αρχαίας πόλης, που μας είναι γνωστές, όσο και με βάση την ανομοιομορφία το φυσικού αναγλύφου, καθώς και με βάση τη μελέτη παλαιότερων ανασκαφών, του χωροταξικού προγραμματισμού του 1972 για το νησί και άλλων σύγχρονων προτάσεων, τελικά επιλέχθηκε ένα σημείο στην ανατολική πλευρά του νησιού. Είναι ένα σημείο γεφύρωσης των ενοτήτων του αρχαιολογικού χώρου, ένας συνδετικός κρίκος της ανατολικής και δυτικής πλευράς του νησιού. Η θέση αυτή, λόγω του ότι βρίσκεται στις παρυφές του λόφου Πλάκες, εξασφαλίζει ταυτόχρονα την αφάνεια ενός νέου κτιρίου.



Έχοντας καταλήξει στην καταλληλότερη θέση, επόμενος στόχος είναι η δημιουργία ενός μουσείου για το οποίο το φυσικό περιβάλλον θα αποτελεί ισχυρό δομικό στοιχείο και θα γίνει κομμάτι του.  Η υπαίθρια έκθεση που λαμβάνει χώρα στο νησί, σε όλη την έκταση του ανασκαμμένου αρχαιολογικού χώρου, θεωρείται καλό να περνάει μέσα από το μουσείο. Επίσης, βασική αρχή σχεδιασμού αποτελεί η διάσπαση του κτιριακού όγκου και η προσαρμογή του στις καμπύλες του εδάφους.


Έτσι, το αρχαιολογικό μουσείο οργανώνεται σε δύο τμήματα, τον καθαρά εκθεσιακό χώρο και το τμήμα με τα εργαστήρια συντήρησης και τις αποθήκες. Τα δύο τμήματα αυτά, που μπορούν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα,  απομακρύνονται μεταξύ τους για να δημιουργήσουν ένα υπαίθριο πέρασμα, που ταυτόχρονα διοχετεύει φως στην κατώτερη στάθμη και λειτουργεί σαν ραχοκοκαλιά των δύο ενοτήτων. Το κτιριολογικό πρόγραμμα ολοκληρώνεται με ένα καφέ-εστιατόριο, ένα μικρό πωλητήριο, καθώς και μια αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, χρήσεις κατανεμημένες στη διαδρομή της εισόδου του μουσείου, έτσι ώστε να είναι εύκολα προσβάσιμες από τους περιηγητές του νησιού και να λειτουργούν ανεξάρτητα, αν χρειαστεί.


Η πορεία της έκθεσης αναπτύσσεται σε δύο στάθμες. Η κύρια διαδρομή ξεκινά από την επάνω στάθμη της εισόδου και έχει τη μορφή κατάβασης, για να καταλήξει πάλι στο αρχικό σημείο. Οι δύο στάθμες μας βοηθούν στο να χειριστούμε την τομή με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε να έχει κανείς τη γενική εποπτεία του χώρου και τη δυνατότητα να αφομοιώσει αντιληπτικά τις ενότητες του πάνω και του κάτω χώρου.  


Όσον αφορά στον σχεδιασμό του όγκου που λαμβάνει τις χρήσεις των εργαστηριών συντήρησης και των αποθηκών, υπάρχει μια διαδοχική παράταξη των εργαστηρίων συντήρησης και των γραφείων των αρχαιολόγων. Ταυτόχρονα, υπάρχει η άμεση και απαιτούμενη σύνδεση του με το χώρο τον αποθηκών, οι οποίες επικοινωνούν ταυτοχρόνως και με την κάτω στάθμη του εκθεσιακού χώρου, με μια υπόγεια σύνδεση.