Δ071.17 Λιμνοθάλασσα Καλοχωρίου: Αναβίωση του υγροτόπου

Τίτλος: Λιμνοθάλασσα Καλοχωρίου
Υπότιτλος: Αναβίωση του υγροτόπου
Φοιτήτρια:  Άννα Αργυριάδου
Επιβλέπουσες καθηγήτριες: Στυλιανή Λεφάκη, Μαρία Τρατσέλα
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Σεπτέμβριος 2017


Η διπλωματική μου εργασία πραγματεύεται την αξιοποίηση της Λιμνοθάλασσας Καλοχωρίου μέσω του σχεδιασμού ενός πάρκου αναψυχής με ιδιαίτερο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον.


Το Καλοχώρι αποτελεί κωμόπολη της περιφερειακής ενότητας Θεσσαλονίκης και ανήκει στο δήμο Δέλτα. Βρίσκεται δυτικά της Θεσσαλονίκης σε απόσταση 8 χιλιομέτρων, ενώ βόρεια σε αυτό λειτουργεί η Βιομηχανική Περιοχή Καλοχωρίου. Η πεδιάδα στην οποία ανήκει είναι μια από τις πιο εύφορες της Ελλάδας, γιατί έχει άφθονα νερά, επιφανειακά και υπόγεια που προέρχονται από τους τέσσερις ποταμούς που τη διασχίζουν και χύνονται στον Θερμαϊκό κόλπο σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλον. Από τα δυτικά προς τα ανατολικά, οι τέσσερις αυτοί ποταμοί είναι ο Αλιάκμονας, ο Λουδίας, ο Αξιός και ο Γαλλικός.


Η λιμνοθάλασσα πιο συγκεκριμένα αποτελέι έναν παράκτιο υγρότοπο με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Αποτελεί την βόρεια πύλη του Εθνικού Πάρκου του Δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα ενώ παράλληλα βρίσκεται στις παρυφές ενός μεγάλου αστικού κέντρου από το οποίο δέχεται σημαντικές πιέσεις. Παρόλα αυτά είναι μία από τις πιο σημαντικές περιοχές του Εθνικού Πάρκου, καθώς φιλοξενεί μεγάλους αριθμούς πουλιών, με πιο χαρακτηριστικά τα φλαμίνγκο, όλες τις εποχές του χρόνου.   Γι αυτό το λόγο αποτελεί προστατευόμενη περιοχή από το πρόγραμμα Natura 2000.
Πρόκειται για έναν «νέο» υγρότοπο που δημιουργήθηκε σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Η καθίζηση του εδάφους που προκλήθηκε από την υπεράντληση νερών από τους υπόγειους υδροφορείς με σκοπό την υδροδότηση της πόλης της Θεσσαλονίκης, σε συνδυασμό με τη χαλαρή σύσταση του εδάφους σχημάτισε μία νέα «λεκάνη». Σε αυτήν δημιουργήθηκε η σημερινή λιμνοθάλασσα από το θαλασσινό νερό που διεισδύει υπογείως, αλλά και από τα όμβρια ύδατα του οικισμού του Καλοχωρίου. Στη δημιουργία της συνέβαλε και η κατασκευή του παράκτιου αναχώματος, που θα γίνει λίγο αργότερα το 1976, για την προστασία του οικισμού του από ενδεχόμενες πλημμύρες.


Η ανάλυση της περιοχής μελέτης που προηγήθηκε με οδήγησε σε κάποια συμπεράσματα. Δηλαδή σε ποιότητες που  διέκρινα, θετικές και αρνητικές, και πώς τις διαχειρίζομαι στην πρότασή μου. Τα συμπεράσματα θέτουν και τον στόχο της επέμβασης, δηλαδή την αναζήτηση των μεταβάσεων ανάμεσα σε αυτά τα στοιχεία προκειμένου να αποτελέσουν μια ενιαία σύνθεση που θα σέβεται το τοπίο, θα ενισχύει τα πολλαπλά βιώματα του υγροτόπου και θα είναι ικανή να προσφέρει στον επισκέπτη στιγμές αναψυχής, εξερεύνησης της φύσης καθώς και σωματικής και πνευματικής ηρεμίας.


Στο πρώτο στάδιο σχεδιασμού, οι παράγοντες που συνέβαλαν στη διαγραμματική οργάνωση των επεμβάσεων στο τοπίο είναι οι εξής:

η λειτουργική αναβάθμιση του αστικού ιστού της περιοχής με το σχεδιασμό εγκαταστάσεων αναψυχής στη συρραφή του με τη λιμνοθάλασσα.
η ανάδειξη των αισθητικών ποιοτήτων του τοπίου με το σχεδιασμό στάσεων ανάπαυσης και παρατήρησης.
η προσβασιμότητα με στόχο η περιήγηση του επισκέπτη να συμπεριλάβει τα διαφορετικά σημεία ενδιαφέροντος σε ένα δίκτυο διαδρομών.
Η πρόθεση της συνολικής επέμβασης είναι, τόσο οπτικά όσο και κατασκευαστικά, να αλλάξει το λιγότερο δυνατό την εικόνα και το ανάγλυφο του τοπίου, ακολουθώντας σε επίπεδο χαράξεων τις γραμμές με τις οποίες η φύση το διαμόρφωσε.


Προκειμένου να διαμορφωθεί η τελική πρόταση, το διάγραμμα αυτό ακολουθεί τις γενικές αρχές μια κεντρικής ιδέας, η οποία πραγματεύεται την ομαλή μετάβαση από τον αστικό ιστό στη θάλασσα, και το αντίστροφο.  Η σύνθεση ξεκινάει έτσι από το αστικό μέτωπο, προκειμένου αυτό να αποκτήσει τη σωστή σχέση με την περιοχή μελέτης, θέλοντας κατά κάποιο τρόπο να «σπάσει» την αυστηρότητα που το χαρακτηρίζει.
Δημιουργούνται έτσι, άτυπα, ζώνες παράλληλες ως προς το μέτωπο που σταδιακά καταλήγουν και σβήνουν στη θάλασσα. Πρόθεση είναι η νέα κατάσταση που θα δημιουργηθεί να ρέει στο τοπίο και να σβήνει ομαλά στα άκρα του.


Συνοπτικά προκύπτουν  τρεις βασικές ζώνες. Το αστικό στοιχείο (ζώνη 1) δένεται ομαλά με το φυσικό (ζώνη 3), διαμορφώνοντας έτσι μια ενδιάμεση, μεταβατική ζώνη (2) που αποτελεί  την καρδιά του  νέου πάρκου.
Η ιδέα αυτή υλοποιείται με τη σύνθεση 2 συστημάτων οργάνωσης:
Ευθύγραμμα συνδετικά στοιχεία, που υποδεικνόυν πιο έντονα την ανθρώπινη επέμβαση και έχουν  αρχή και τέλος πάνω σε καμπυλόμορφες επιφάνειες, είτε φυσικές ως αναδιάταξη του υπάρχοντος ανάγλυφου, είτε τεχνητές μιμούμενες τις ιδιότητες του εδάφους και στις τρεις του διαστάσεις ( μαλακό και λασπώδες υπόστρωμα με ή χωρίς βλάστηση).


Η τελική σύνθεση είναι πλέον εμφανής στο τελικό μάστερπλαν. Από τον Βορρά προς το Νότο, στις παρυφές με τον αστικό ιστό που θα αναλυθεί παρακάτω, συναντάει κάποιος μια ευρύτερη ζώνη αναψυχής  με υποδομές κατάλληλες να φιλοξενήσουν χώρους άθλησης, εστίασης, καθώς και κέντρο πληροφόρησης περιβαλλοντικού χαρακτήρα για όλο το εθνικό πάρκο αλλά και για θέματα που αφορούν ανάλογα τοπία.


Νοτιότερα, διαμορφώνεται η ενδιάμεση μεταβατική ζώνη. Εκεί  έχουν σχεδιαστεί κάποιες καμπυλόμορφες επιφάνειες-deck, καμπύλες και στις 3 διαστάσεις, μιμούμενες την μεταβλητότητα του αναγλύφου. Οι επιφάνειες αυτές προκύπτουν από το δίπολο κενό-πλήρες, αφού σε πολλά σημεία τις βλέπουμε, αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο, να «διαλύονται», , τα όρια τους να χάνονται και να τείνουν να υποχωρήσουν στο τοπίο. Στις πλατφόρμες αυτές τοποθετούνται λειτουργίες με πιο έντονο φυσιολατρικό χαρακτήρα. Για κάποιον επισκέπτη μπορούν αποτελέσουν απλά ένα πέρασμα, για κάποιον άλλον ευκαιρία στάσης, ενημέρωσης, παρατήρησης ή απλά ενατένισης.
Συνεχίζοντας προς τη θάλασσα, η σύνθεση ρέει περισσότερο και το φυσικό στοιχείο υπερτερεί.


Αξίζει να τονιστεί ότι η βλάστηση είναι μια από τις ποιότητες που παίζουν βασικό συνθετικό ρόλο. Είτε θαμνώδης χαμηλής ανάπτυξης, προσφέρει  μια πανοραμική όψη των μοναδικών μοτίβων που σχηματίζει με το νερό χάρη στο μαλακό έδαφος, είτε υψηλής ανάπτυξης, δημιουργεί πέρα από συνθήκες άνεσης (σκιά, δροσιά, προστασία), και ένα ενδιαφέρον παιχνίδι οπτικής, που δεν επιτρέπει στον επισκέπτη να αναγνωρίσει από παντού και με μιας το χώρο, αλλά του εξάπτει την περιέργεια και του γεννά το αίσθημα της περιπέτειας.
Τα υλικά έχουν και αυτά την αναφορά τους στο τοπίο. Κυρίαρχο είναι το ξύλο καθώς πρόκειται για ελαφρύ υλικό που αποτελεί εν δυνάμει επέκταση του τοπίου.
Όσον αφορά στις προσβάσεις,  κύρια είσοδος στο πάρκο προτείνεται από τα βορειοανατολικά, όπως και ελεγχόμενη πρόσβαση μέσω θαλάσσης στο Νότο.


Τέλος, ένα επίσης σημαντικό κομμάτι της πρότασης ανήκει στην διαχείριση του αστικού μετώπου. Η ανάγκη αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι στη σημερινή κατάσταση, η ‘συνάντηση’ φυσικού και αστικού στοιχείου έγκειται στη συνθήκη ενός αυστηρού ορίου, το οποίο διαμορφώνει ο δρόμος. Η ύπαρξη του φυσικού τοπίου φαίνεται πως δεν επηρεάζει το αστικό μέτωπο.

Η μελέτη προτείνει την επέμβαση στο αστικό μέτωπο με προσθήκη μιας δεύτερης όψης ώστε αυτό να αναβαθμιστεί αισθητικά και ενεργειακά στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασής του με το νέο πάρκο. Με αυτήν την προσθήκη εισάγεται μια νέα λογική διαχείρισης της θέας. Η γραμμικότητα που χαρακτηρίζει τους εξώστες, ‘σπάει’ με την προσθήκη μιας νέας εφαπτόμενης γεωμετρίας. Η κίνηση στον εξώστη αποδεσμεύεται από την ευθεία, γεγονός που συνεπάγεται πολλαπλότητα στις οπτικές φυγές σύμφωνα με το σημείο κατοίκησης.


Η υλοποίηση της νέας όψης με τη χρήση κανάβου, οφείλεται στην προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της κλίμακας, έτσι ώστε αυτή να προσεγγίζει την ανθρώπινη. Το νέο μέτωπο διαμορφώνεται με κενά και πλήρη, στα οποία τοποθετούνται περσιδωτά στοιχεία διαφόρων μορφών. Τέτοιοι χειρισμοί επαναλαμβάνονται στο σχεδιασμό του πάρκου συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση ενιαίου ύφους.