111.11 Ανασχεδιασμός της νεκρής ζώνης της Λευκωσίας

Ένα ερώτημα που τίθεται για τους πολεοδόμους και αρχιτέκτονες είναι κατά πόσο ο αστικός και πολεοδομικός σχεδιασμός μπορεί να διευκολύνει την επανένωση διαιρεμένων πόλεων.
Φοιτήτρια : Χρύσω Ηρακλέους
Επιβλέπων καθηγητής : Γιάννης Αίσωπος
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών - Πανεπιστήμιο Πατρών
Ημερομηνία παρουσίασης : Νοέμβριος 2011

Ημ.πρώτης δημοσίευσης στο gra: 2011-11-29


Ένα ερώτημα που τίθεται για τους πολεοδόμους και αρχιτέκτονες είναι κατά πόσο ο αστικός και πολεοδομικός σχεδιασμός μπορεί να διευκολύνει την επανένωση διαιρεμένων πόλεων. Αυτό αποτέλεσε και τη βάση για την ερευνητική μου εργασία με τον αντίστοιχο τίτλο «ο ρόλος του σχεδιασμού στην επανένωση διαιρεμένων πόλεων: η περίπτωση της Λευκωσίας». Σ ' αυτήν, έγινε μια συγκριτική ανάλυση με άλλες δυο πόλεις που υπήρξαν διαιρεμένες, το Βερολίνο και την Ιερουσαλήμ και μελετήθηκε το ΕΡΣΛ το οποίο είναι το μεγαλύτερο και το πιο επιτυχημένο έργο διακοινοτικής συνεργασίας στο νησί.




Το σχέδιο αυτό αποτελεί, το κοινό εργαλείο σχεδιασμού και πολιτικής ανάπτυξης για την ευρύτερη πλευρά της Λευκωσίας και για τις δύο κοινότητες. Ένας από τους βασικούς στόχους του σχεδιασμού του ΕΡΣΛ ήταν να επιβραδύνει την παρακμή της εντός των τειχών πόλης  της Λευκωσίας, αντιμετωπίζοντας το φόβο ότι «η καρδιά της Λευκωσίας σύντομα θα γίνει μια εγκαταλελειμμένη νεκρή ζώνη».


Το αρχικό και ίσως το λιγότερο ονειρικό έργο, το οποίο έσπρωξε την δικοινοτική σχεδιαστική διαδικασία, ήταν ένα ενωμένο υγειονομικό αποχετευτικό σύστημα το οποίο αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια πέντε χρόνων μετά τη διαίρεση και επιτεύχθηκε διαμέσου των διαπραγματευτικών ικανοτήτων των δύο δημάρχων.



Σε συνέχεια επέλεξα στα πλαίσια  της διπλωματικής εργασίας  τον ανασχεδιασμό και την ανάπτυξη της Νεκρής Ζώνης που βρίσκεται στην καρδιά της εντός των τειχών πόλης της Λευκωσίας, συνολικού μήκους περίπου ενάμιση χιλιομέτρου και μεταβαλλόμενου πλάτους έως και 150 μέτρα.


Οι διακοινοτικές διαμάχες στην πρόσφατη ιστορία της μετέτρεψαν τον φυσικό διαχωρισμό, ενός εμπορικού δρόμου  (χαραγμένου  στα ίχνη του παλιού ποταμού), σε ένα σύνορο, μια "πράσινη γραμμή", μια ουδέτερη ζώνη, αποκόπτοντας οπτικά και φυσικά τα δύο ιστορικά μέρη της πόλης. Η νεκρή ζώνη σήμερα είναι ένα ρήγμα στην ιστορική στιβάδα της πόλης, ένα  αδιαπέραστο φράγμα που περιφράσσει ύλη, χώρο και χρόνο. Το μέλλον της  πόλης είναι άγνωστο καθώς το πολιτικό πρόβλημα ακόμα υπάρχει.


Επισκέφτηκα με την βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών το χώρο της Νεκρής Ζώνης που βρίσκεται στην καρδιά της πρωτεύουσας και σήμερα αποτελεί όριο και ταυτόχρονα σύνορο  μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων τμημάτων. Διέσχισα με τα πόδια και διαμέσου των επανδρωμένων  αντίπαλων φυλακίων, που γειτνιάζουν σε απόσταση αναπνοής το ένα από το άλλο σε ολόκληρο το μήκος του περίκλειστου χώρου, τη Νεκρή Ζώνη. Η προσπάθεια αποσκοπούσε στο να καταγράψω  τα φυσικά χαρακτηριστικά του χώρου και της περιβάλλουσας περιοχής.



Οι στρατώνες διάνοιξαν οπές που διαπερνούν το ένα κτήριο μετά το άλλο, φανερώνοντας χώρους, αυλές, αδιέξοδα, προσόψεις κλειστές και αποκλεισμένες. Τα όρια ανάμεσα στους χώρους, στο μέσα και το έξω, στο δημόσιο και το ιδιωτικό, ανατρέπονται. Νέα περάσματα ανοίγονται, οδηγούν από το ένα κτίσμα στο άλλο, από τον ένα χώρο στον άλλο, ανατρέποντας τα προϋπάρχοντα. Κάποια από τα κτήρια μετά βίας στέκονται όρθια στο χώρο ενώ στην πλειοψηφία τους είναι ετοιμόρροπα μετά από τα 37 χρόνια εγκατάλειψης τους από κάθε μορφή συντήρησης.




Πώς λοιπόν η αρχιτεκτονική μπορεί να δράσει σε μια τέτοια πολύπλοκη πραγματικότητα ώστε η Λευκωσία από σύμβολο διαίρεσης να μετατραπεί σε σύμβολο αισιοδοξίας για το μέλλον των κατοίκων της;

Με τη βοήθεια του ΕΡΣΛ έγινε μια αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής αξίας του καθενός από τα 238 κτήρια που βρίσκονται στην εντός των τειχών περιοχή της νεκρής ζώνης, αποκαλύπτοντας  ότι το 80% περίπου  των κτηρίων στη ζώνη αυτή είναι μνημεία, κτήρια μεγάλης αρχιτεκτονικής αξίας, καθώς και κτήρια αξιόλογης αρχιτεκτονικής και περιβαλλοντικής αξίας ως συνοδεία.



Για την αναζωογόνηση και τον επανασχεδιασμό της εντός των τειχών πράσινης γραμμής χρησιμοποιείται η υφιστάμενη υποδομή της πόλης, διατηρώντας την μνήμη και δημιουργώντας ένα καινούργιο περιβάλλον για τις δύο κοινότητες. Το αδιαπέραστο όριο μετατρέπεται σε ένα γραμμικό πεδίο έλξης. Μια κεντρική διαδρομή  ως σήμανση της τομής που υπήρχε και μια δευτερεύουσα που λειτουργεί ως στοιχείο ανάμνησης της ιστορικής ανατολικής-δυτικής κίνησης μεταξύ των δύο πυλών. Με βάση τα ορόσημα της περιοχής  δημιουργούνται κάποια σημεία πύκνωσης και κάποιες κάθετες πορείες που συνδέουν  τμήματα της περιοχής.



Με βάση τα πιο πάνω διαγράμματα μια σειρά επεμβάσεων αρχίζουν ως μεμονωμένα στοιχεία, εξελίσσονται μέσα από την αντίδραση του κοινού και ταυτόχρονα αναιρούν το καθεστώς της πράσινης γραμμής. Το κάθε ένα έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Το λεξιλόγιο έκφρασης των επεμβάσεων αυτών  άλλοτε κάνει αναφορά στα υφιστάμενα κτήρια , άλλοτε αποκαλύπτει σχεδόν απότομα, ένα νέο στοιχείο, μια νέα κουλτούρα ανάμεσα στα ερείπια. Ο χαρακτήρας του είναι τόσο έντονος ώστε να οδηγεί το άτομο μακριά από τη προβληματική ουσία της πράσινης γραμμής, καθώς θέτει μπροστά του το νέο αυτό λεξιλόγιο.

H πρόταση στοχεύει στην ενίσχυση της διάδρασης ανάμεσα στις δύο κοινότητες μετά την επανένωση της πόλης, με την αναζωογόνηση της περιοχής της πράσινης γραμμής και με την εφαρμογή χρήσεων που θα επουλώσουν τις πληγές στον κατακερματισμένο ιστό της.

Η κεντρική διαδρομή που λειτουργεί σαν σήμανση της τομής, είναι μια ενιαία επιφάνεια με το ίδιο υλικό, τον πωρόλιθο. Ο πίσω δρόμος, η οδός Ερμού, που αποτελούσε τον κύριο ανατολικό-δυτικό άξονα κίνησης μεταξύ των πυλών τώρα επανενεργοποιείται με ένα κινούμενο βαγόνι, το τραμ, που παραβιάζει την αδράνεια της Νεκρής Ζώνης.

Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η διαδρομή ως ενιαία αλλά με διαφορετικές ποιότητες ανά περιοχή, επιχειρείται η τμηματοποίηση της με βάση το γενικό διάγραμμα χρήσεων. Ανατολικά και δυτικά διατηρείται η οικιστική περιοχή με τον πολιτιστικό χαρακτήρα στα δυτικά και τον εκπαιδευτικό στα ανατολικά, ενώ στο κέντρο διατηρείται ο εμπορικός χαρακτήρας.




Οι συρραφές είναι τα στοιχεία που συνδέουν τις δύο κοινότητες, βόρεια και νότια του οδικού άξονα της οδού Ερμού. Είναι εισχωρήσεις στο χώρο της Νεκρής Ζώνης που αρχίζουν να εκλύουν τις δύο πλευρές, φέρνοντας τον κόσμο εντός των συνόρων.

Διαδρομές με έντονες ασυνέχειες ή αλλαγή υλικού με σκοπό να τονιστεί η δυνατότητα διάσχισης του ορίου, το πέρασμα δηλαδή από την μια περιοχή στην άλλη και παράλληλα να λειτουργούν σαν σημάνσεις για τις εγκάρσιες πορείες.

Ο αστικός χώρος και τα αντικείμενα μοιάζουν να είναι άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους έτσι επιλέγεται τα στοιχεία αυτά να μετατραπούν σε νέα στοιχεία μνήμης και υπενθύμισης της ιστορίας  επαναλαμβάνονται στη διαδρομή και δίνουν μια ταυτότητα σε αυτή. Τα φυλάκια μετατρέπονται σε στοιχεία παρατήρησης της πόλης κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο.

Τα κτήρια της περιοχής είναι νεοκλασικού ρυθμού κυρίως φτιαγμένα από πωρόλιθο. Το ξενοδοχείο  Olympus (Τομή ΓΓ) παλιά υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά ξενοδοχεία της παλιάς πόλης, έτσι επιλέγεται να διατηρήσει την χρήση του, τη σημασία και το ρόλο του, στη καρδιά της οικονομικής και προφανώς, κοινωνικής ζωής της πόλης. Απέναντι βρίσκεται ένα κτήριο φτιαγμένο με πωρόλιθο που θα λειτουργήσει ως ένα δικοινοτικό κέντρο των δύο κοινοτήτων, ως ένας χώρος συνεργασίας, κοινού προβληματισμού και συζητήσεων.

Ένα σημαντικό σημείο στη διαδρομή είναι και η υπαίθρια αγορά (Τομή ΒΒ). Είναι ένας χώρος όπου επαναφέρει στο κέντρο της πόλης την ανθρώπινη δραστηριότητα, τους ήχους, τις οσμές και την επικοινωνία.
Τα θεματικά πάρκα είναι κάποια πλατώματα κατά μήκος της διαδρομής που το κάθε ένα  έχει το δικό του χαρακτήρα. (Πάρκο εκδηλώσεων, πάρκο παιχνιδιού, πάρκο συμμετοχικής φύτευσης, πάρκο χαλάρωσης, πάρκο μνήμης, πάρκο ίσκιου, πάρκο άθλησης, πάρκο εποχών).
Τα δημόσια προγράμματα αποτελούν τα ορόσημα σημεία κατατεθέν της διαδρομής. Ουσιαστικά είναι οι κόμβοι σύνδεσης της διαδρομής με τις συρραφές  και στόχο έχουν την συνύπαρξη των κατοίκων και την αναβίωση των παλιών πολιτιστικών δεσμών.

Η Λευκωσία όντας  πόλη με πλούσια ιστορία και πολιτιστική κληρονομιά έχει την ανάγκη να στεγάσει αυτό τον πλούτο σε ένα κτήριο μουσείου. Η έκθεση εξυπηρετεί και τις δύο κοινότητες, επιτρέποντας τους να αλληλεπιδρούν σε πολιτιστικό επίπεδο σαν μια οντότητα. Το μουσείο ιστορίας τοποθετείται στο πολιτιστική περιοχή της Νεκρής  Ζώνης, δίπλα από μια συρραφή που ενώνει τα δύο τμήματα της πόλης .Στόχος του μουσείου είναι να αποτελεί τμήμα της ίδιας της πόλης αλλά παράλληλα και ορόσημο της περιοχής  καθώς και ολόκληρης της πόλης. Το υλικό με το οποίο είναι κυρίως φτιαγμένο το  μουσείο είναι ο πωρόλιθος , θέλοντας έτσι και το ίδιο το υλικό να αποτελεί στοιχείο μνήμης.
Το ερευνητικό κέντρο τοποθετείται μεταξύ της βιβλιοθήκης και του μουσείου, συνδέοντας το πολιτιστικό και το εκπαιδευτικό τμήμα της Νεκρής Ζώνης , δίπλα από τη συρραφή που ενώνει τη περιοχή της Αγ. Σοφίας με την περιοχή που βρίσκεται το δημοτικό κέντρο μοντέρνας τέχνης. Είναι ουσιαστικά ένα γραμμικό κτήριο με δημόσιο χαρακτήρα. Αποτελεί συνέχεια της διαδρομής και αφήνει το επίπεδο της πόλης να εισρεύσει σε αυτό, μιας και όλος ο όγκος του κτηρίου αποκολλάται από το έδαφος. Τα δημόσια προγράμματα βγαίνουν έξω από τον όγκο του κτηρίου ώστε να αποτελούν και τα ίδια έκθεμα της πόλης.
Η βιβλιοθήκη τοποθετείται στο εκπαιδευτικό τμήμα της Νεκρής Ζώνης, δίπλα από ένα τμήμα του πανεπιστημίου. Απέναντι από αυτή βρίσκονται οι νεες φοιτητικές εστίες του πανεπιστημίου.

Λόγω του ότι η βιβλιοθήκη βρίσκεται στην κατοικημένη περιοχή επιλέγεται να διατηρηθεί η κλίμακα της περιοχής και η βιβλιοθήκη να υψωθεί σε ισόγειο και ένα όροφο.

Η ιδέα είναι ακριβώς το ανίστροφό από αυτό που συμβαίνει στο μουσείο. Από ένα ενιαίο όγκο αφαιρούνται κάποια τμήματα, δημιουργώντας χώρους γύρω από τα αίθρια. Παράλληλα τα αίθρια επιτρέπουν το φυσικό φωτισμό να εισέρχεται στο κτήριο.


Επίλογος

Τα βήματα αυτά λειτουργούν σαν μια συνταγή  για αναζωογόνηση και μια ειρηνική συμβίωση σε μια ενιαία και αδιαίρετη πόλη . Ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός σχεδιασμός μπορεί να προκαλέσει την πολιτική διαδικασία, το μόνο που χρειάζεται να αλλάξει το καθεστώς είναι ευκαιρίες και θέληση. Οι αρχιτέκτονες μπορούν μόνο να προτείνουν. Δεν τους είναι δυνατόν να υπαγορεύουν στον κόσμο. Η πρόταση αυτή ερμηνεύεται ως κίνητρο, ως αφορμή για αλλαγή (μέσα από τα δρώμενα του σήμερα).