157.13 Μουσείο του Οδοντωτού στο φαράγγι του Βουραϊκού

Μουσείο του Οδοντωτού στο φαράγγι του Βουραϊκού
Δραματοποιημένη απόδοση της χωρικής σχέσης κτισμένου και βράχου.
Φοιτήτρια : Αλεξανδροπούλου Ζωή
Επιβλέπουσα καθηγήτρια : Τσιράκη Σοφία
Σύμβουλοι καθηγητές : Γυπαράκης Γεώργιος, Βασιλάτος Παναγιώτης
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Ημερομηνία υποστήριξης : 13 Μαρτίου 2013


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ: Το θεματικό μουσείο συγκεντρώνει εκθέματα σχετικά με τον οδοντωτό σιδηρόδρομο και στεγάζει, προστατεύει και αναδεικνύει τα βαγόνια που σημειώνονται στην ιστορία του από το1896 έως σήμερα. Παράλληλα, καλεί τον επισκέπτη να βιώσει μέσω της κίνησης το κτίριο και τον βράχο σαν μια γεωλογική ξενάγηση, σαν μια απόδοση της διαδρομής που εκτελεί το τρένο μέσα στο φαράγγι, ερμηνευμένη μέσα από την αρχιτεκτονική.



Ο οδοντωτός σιδηρόδρομος κινούμενος στο φαράγγι  του Βουραϊκού, τη μόνη χαράδρα που «σχίζει» το ανάγλυφο της ΒορειοΑνατολικής Αχαΐας σε τόσο μεγάλο μήκος, δημιουργεί άμεση σύνδεση ανάμεσα στα Καλάβρυτα και το Διακοπτό. To προτεινόμενο μουσείο ως τοπόσημο σηματοδοτεί και στιγματίζει την αρχή (ή τέλος) του φαραγγιού. Το μουσείο, όπου εστιάζει η πρόταση, αποτελεί μέρος μιας δυνητικής ευρύτερης τοπιακής διαμόρφωσης, με γλυπτικό χαρακτήρα, που περιλαμβάνει την περιπλάνηση με μονοπάτια στην πλαγιά, κάθοδο στην όχθη του Βουραϊκού ποταμού, διάσχισή του με γέφυρα και νέο σταθμό τρένου στην απέναντι πλευρά.



Χωροθετείται συμβολικά στην απόληξη του φαραγγιού, εκεί όπου ο ορεινός όγκος του Χελμού συναντά την παραθαλάσσια ζώνη. Ενώ εξίσου συμβολική είναι η μη χωροθέτησή του  στην πλευρά  της σιδηρογραμμής, καθώς  το κτίσμα που συγκεντρώνει την ιστορία του οδοντωτού και συμπυκνώνει την διαδρομή του στο φαράγγι, αποκτά μια απόσταση για να μπορέσει να αναφερθεί σε αυτό. Στέκεται απέναντί του για  να του απευθυνθεί νοηματικά και οπτικά.
Την κεντρική ιδέα της σύνθεσης του μουσείου επηρέασαν:

-η έννοια της συνεχούς ανόδου (ή καθόδου) του οδοντωτού [κίνηση σε ράμπες],
-η σχέση του κτιρίου με τα εκθέματα-βαγόνια [γραμμική, ιδιαίτερα επιμήκης],
-η ποικιλία έντονων σχέσεων κτίσματος-βράχου [χθόνια & δραματική σχέση]
-η απαιτούμενη κίνηση-κλειστό κύκλωμα [μονοκονδυλιά]
-και η πρόθεση για μια ευρύτερη διαμόρφωση [ένταξη στο τοπίο].



Κάνοντας εγκάρσιες και παράλληλες τομές σε χαρακτηριστικά σημεία-θέσεις του φαραγγιού, μέσα από αφαίρεση και κωδικοποίηση στην σχέση της κίνησης του τρένου με τον συμπαγή ορεινό όγκο, εντοπίζονται  ως ποιότητες χώρου:

- η αιώρηση(γέφυρα)
- η εισροή( σήραγγα)
- ο συνδυασμός αιώρησης και εισροής
- η κίνηση εφαπτομενικά του βουνού,όπου το τρένο κινείται σχεδόν σε επαφή με το βουνό από τη μία πλευρά,ενώ από την άλλη συνεχίζεται το επικλινές έδαφος, συχνά με την κατασκευή τοιχείων αντιστήριξης
- τα πέτρινα στηθαία-φυσικά όρια
- φυσικές ή τεχνητές πύλες
- το στοιχείο της στοάς, γραμμικό «φάγωμα» του ορεινού όγκου προκειμένου να περάσει ο οδοντωτός.

Το μουσείο γίνεται μια διαδοχή τέτοιων κωδικοποιημένων χωρικών σχέσεων. Επιχειρεί μια συμπύκνωση, απόδοση και ενσωμάτωση στην αρχιτεκτονική σύνθεση ποικίλων στοιχείων από την πορεία του τρένου, που μαρτυρούν την σχέση ανάμεσα στον οδοντωτό και το βουνό, σε μια σειρά από ιδιαίτερες χωρικές ποιότητες.


Στο κύκλωμα κίνησης, ο επισκέπτης κινείται παράλληλα στον βράχο:
_ανοδικά στην πρώτη ράμπα, σε εκθέσεις που ρέουν η μία στην άλλη, σε έναν επιμήκη χώρο που περιβάλλεται από σκυρόδεμα, με διαμήκη σχισμή στην οροφή και ανοίγματα στο τοιχείο, που δημιουργούν οπτικές φυγές στην απέναντι πλαγιά της χαράδρας,
_σε μεταβατικό ημιυπαίθριο χώρο-ράμπα, σε έκθεση όπου ο επισκέπτης κινείται ανάμεσα στο κτισμένο και στον ίδιο τον βράχο. Η διαφάνεια της οροφής στρέφει το βλέμμα ψηλά, εντείνοντας την παρουσία της βραχώδους πλευράς της χαράδρας που συνεχίζεται σε ασύλληπτα μεγάλο ύψος.
-μέσα στον βράχο, σε τούνελ, σε έκθεση συρμών στα σωθικά του βράχου,
-και μέσω του πύργου , όπου βρίσκεται το αναψυκτήριο και χώροι προβολών και εκθέσεων,
-στην τελική πορεία, σε δευτερεύουσες και περιοδικές εκθέσεις, κινούμενος πάλι ανάμεσα σε τοιχείο και βράχο, σε χώρο με χαμηλό φωτισμό, που φωτίζεται με ένα άνοιγμα στο τέλος της γραμμικής πορείας, λίγο πριν τη λήξη της περιήγησης στο μουσείο.
Κάτω από τα επίπεδα κίνησης υπάρχει χώρος πολιτιστικών δραστηριοτήτων,αμφιθέατρο διαλέξεων και προβολών, χώρος εργαστηρίων και γραφείων προώθησης του μουσείου, χώροι αποθήκευσης και ταυτόχρονα έκθεσης νέων μουσειακών αντικειμένων.
Τα δύο επιμήκη τοιχεία-ανάποδες λεπίδες, παράλληλα στις υψομετρικές της πλαγιάς υποδεικνύουν την κίνηση-άνοδο. Το φως εισέρχεται από: σημειακά ανοίγματα στο μπετονένιο τοιχείο [γλυφές του μπετόν, εξάρσεις του σκυροδέματος που θυμίζουν τα δόντια της κρεμαγιέρας], ανοίγματα-κάδρα στα πλατώματα, σχισμές, οροφή γυάλινη που αποκτά ρυθμό χάρη στις περσίδες και τα μπετονένια δοκάρια που πακτώνουν το τοιχείο στον βράχο,  'μπούκες'-γλυπτική αντιμετώπιση του βράχου, και κατακόρυφες οπές στο τούνελ, που εισάγουν το φως.



Το ανεπίχριστο ωπλισμένο σκυρόδεμα αποδίδει στο κτίριο την μονολιθικότητα του βραχώδους τοπίου. Το μπρούτο μπετόν προσδίδει στο μουσείο αγριάδα και αδρότητα  που το κάνουν να προσιδιάζει σε ένα ακόμη τεχνικό έργο του δικτύου του οδοντωτού.

Τείνει να είναι όχι τόσο ένα κτίριο όσο μια κατάσταση, ένα μη-κτίριο, μια ημιυπαίθρια κατάσταση, όπου ο επισκέπτης έρχεται σε επαφή με τον άγριο βράχο, την υγρασία των πετρωμάτων και την επιβλητική του παρουσία. Πρόκειται για μια σχέση κτισμένου και φυσικού. Αποτελείται ουσιαστικά από 2 οργανικές ενότητες: το κτισμένο αλλά και το 'αρνητικό' του βράχου. Η τεχνητή κατασκευή μαζί με το φάγωμα του βράχου συνεργάζονται και συναρθρώνονται για να παράγουν χώρο.