Μουσείο Πολιτισμού του Ενδύματος
Η δημιουργία ενός χώρου αφιερωμένου αποκλειστικά στο ένδυμα
είναι αποτέλεσμα μιας υπαρκτής και έντονα προβεβλημένης αναγκαιότητας, με
πλήθος εκθέσεων τα τελευταία χρόνια στην ελληνική πραγματικότητα.
Φοιτήτρια : Ξυπολιά Ελένη
Επιβλέπουσα καθηγήτρια : Αικατερίνη Λιάπη
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών
Ημερομηνία παρουσίασης : 30 Σεπτεμβρίου 2010
Σκοπός ενός τέτοιου είδους μουσείου είναι να ανοιχτεί ένας
ουσιαστικός διάλογος πάνω στη μελέτη του ενδύματος, προσεγγίζοντάς το από όλες
τις δυνατές οπτικές γωνίες. Ο στόχος αυτός ενδυναμώνεται με τη φιλοξενία
διαφορετικών λειτουργικά προγραμμάτων, όπως είναι οι χώροι προσωρινής και
μόνιμης έκθεσης, οι συνεδριακοί και εργαστηριακοί χώροι (workshops), οι χώροι επιδείξεων μόδας
και η βιβλιοθήκη. Η έρευνα, η ενημέρωση, ο σχεδιασμός, η δημιουργία και η
έκθεση συγκεντρώνονται σε ένα κτίριο, αποσκοπώντας στην άμεση σύνδεση ανάμεσα
στην ιστορία του ενδύματος και τη σύγχρονη δημιουργία.
Μια τέτοια χρήση που επιδιώκει να υποστηρίξει την ισχυρή
παρουσία αλλά και το διεθνή χαρακτήρα της, δεν θα μπορούσε παρά να βρίσκεται
στην πρωτεύουσα της χώρας, σε άμεση γειτνίαση με τα μεγάλα κέντρα τεχνών και
πολιτισμού. Η οδός Πειραιώς, ο άξονας που συνδέει το κέντρο της πόλης με τη θάλασσα,
αποτελεί πιθανώς σήμερα το πιο ενδιαφέρον «σκηνικό» για οποιαδήποτε
καλλιτεχνική δραστηριότητα. Πολύ κοντά λοιπόν στο Γκάζι, την Αθηναΐδα, το
Μουσείο Μπενάκη, τη Σχολή Καλών Τεχνών και το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, εκεί
όπου η μνήμη συναντά τη νεότερη ταυτότητα της πόλης, προστίθεται το Μουσείο
Πολιτισμού του Ενδύματος, ενισχύοντας την πολιτισμική ταυτότητα της αστικής
αυτής αρτηρίας.
Πιο συγκεκριμένα, το πεδίο μελέτης τοποθετείται στον Ταύρο,
στη συμβολή των οδών Πειραιώς και Χαμοστέρνας. Λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψιν τη
σημαντική αυτή συμβολή, η διαγώνιος του οικοπέδου αποτελεί το βασικό άξονα
σχεδιασμού και κατ' επέκταση το βασικό άξονα κίνησης, με βάση τον οποίο
οργανώνονται οι υπόλοιπες χαράξεις του κτιρίου.
Η έννοια της κίνησης πάνω σε αυτό τον άξονα
μεταφράζεται σε μια ράμπα, η οποία αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο της
σχεδιαστικής λογικής, ακολουθώντας ένα σφηνοειδές σχήμα, ώστε να δοθεί ένταση
και δυναμικότητα στην προοπτική και να οδηγείται ο επισκέπτης μέσω μιας
διαδρομής στην κεντρική είσοδο του μουσείου. Το κτίριο έτσι
"σχίζεται" στα δύο, επιτρέποντας στο δημόσιο χώρο να εισέλθει στο
εσωτερικό του οικοπέδου, δίνοντας στον επισκέπτη διαφορετικές κάθε φορά
βιωματικές εμπειρίες φωτός και
σκιάς, πολλαπλές επιλογές θεάσεων, αλλά και εισόδων στους διαφορετικούς
λειτουργικά χώρους του μουσείου.
Το κτίριο, στο σύνολό του, βρίσκει την αρχιτεκτονική του
έκφραση μέσα από αυτή τη λογική των σφηνοειδών σχημάτων, φιλτράροντας
παράλληλους και διαγώνιους άξονες του αστικού υποβάθρου. Δημιουργείται έτσι η
σύνθεση τριών βασικών όγκων διαφορετικών υψών, οι οποίοι εσωκλείουν τα
επιμέρους λειτουργικά προγράμματα του μουσείου.
Στο πρώτο επίπεδο διαμορφώνεται μια πλατεία διαφορετικών
κλίσεων, ενώ στο χτισμένο χώρο φιλοξενούνται οι προσωρινές εκθέσεις, τα workshops, τα εργαστήρια
συντήρησης και οι συνεδριακοί χώροι μαζί με μια καφετέρια, χρήσεις που έχουν τη
δυνατότητα να λειτουργήσουν και αυτόνομα από τους βασικούς χώρους του μουσείου.
Ο δεύτερος όγκος περιλαμβάνει το βασικό χώρο υποδοχής του
μουσείου και την μόνιμη συλλογή της έκθεσης, σε συνδυασμό με τα πολυμέσα των
διαδραστικών εγκαταστάσεων και τις αίθουσες προβολών. Ο όγκος αυτός εσωκλείει
ένα επιπρόσθετο επίπεδο, το οποίο αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της έκθεσης, τον
πυρήνα ουσιαστικά του μουσειακού χώρου, όπου τα εκθέματα τοποθετούνται κατά
χρονολογική σειρά ακολουθώντας επιλεγμένους σταθμούς στην εξέλιξη της ιστορίας
της ένδυσης, από τις απαρχές της έως και τη σύγχρονη εποχή.
Στον τελευταίο κύριο όγκο, σε ένα διάτρητο κουτί με θέα προς
την Ακρόπολη και το Λυκαβηττό, εξελίσσεται ο χώρος της πασαρέλας για τις
επιδείξεις μόδας.