Μνήμη και Ανάμνηση
Ίχνη στο Φανάρι της
Κωνσταντινούπολης.
Φοιτητής : Κάρολος Μιχαηλίδης
Επιβλέπων Καθηγητές: Marc
Schoonderbeek / Oscar Rommens
Πανεπιστήμιο: Technical University of Delft (TU DELFT)
Ημερομηνία παρουσίασης : Ιούλιος
2014
Με γνώμονα την μνήμη και την
τυπολογία του σταυροδρομιού ως άλλο δημόσιο κτίριο, επιλέγονται τέσσερα άδεια
οικόπεδα -θραύσματα και συνδέονται δημιουργώντας ένα κτιριακό σύμπλεγμα: μια
βιβλιοθήκη, ένα αρχείο του χαμένου ελληνισμού της γειτονίας, ένα μουσείο
πολιτιστικής κληρονομίας και ένα πύργο βιωμάτων στο Φανάρι της
Κωνσταντινούπολης.
Ο Ίταλο Καλβίνο έγραψε «Η πόλη λοιπόν, δεν µας λέει το
παρελθόν της αλλά το περιέχει, όπως η παλάµη της γραµµές της, µιας και είναι
γραµµένο στις γωνιές των δρόµων, στις σιδεριές των παραθύρων, στις κουπαστές
των σκαλοπατιών.........»
Το studio ‘Δημόσιο Κτίριο_ Όρια & Προϋποθέσεις' υιοθετεί
μια ευρεία οπτική απέναντι στην έννοια του σχεδιασμού, με ιδιαίτερη έμφαση στην
διαδικασία της προσανατολισμένης έρευνας και επεξεργασίας. Η επιλογή του
θέματος της έρευνάς, όπως και του πρωταρχικού προβληματισμού, συνδέετε άμεσα με
το τελικό αποτέλεσμα του έργου, τόσο σε θεωρητικό και φιλοσοφικό επίπεδο όσο
και στην φυσική μορφή και υπόσταση του. Η θεματολογία της μνήμης και τα ίχνη
που παραμένουν, τόσο υλικά όσο και άυλα, υπήρξαν κεντρικός άξονας και
κινητήριος παράγοντας καθ' όλη την διάρκεια του σχεδιασμού, από την διερεύνηση,
στην επεξεργασία και τελικά την μετάφραση τους σε αρχιτεκτονική.
Κατά κάποιο τρόπο προτείνεται μια αρχιτεκτονική μέθοδος
(‘συσκευή') για τον χειρισμό της συσσώρευσης και απώλειας μνήμης, όπου τα ίχνη
μετατρέπονται σε αφηρημένος μηχανισμός καταγραφής νοήματος. Η κατανόηση της
λειτουργίας της μνήμης και η αντίληψη αυτής ως μια συσκευή, και πως αυτή μπορεί
να λάβει την μορφή ενός ‘παλατιού μνήμης' σαν χώρος αποθήκευσης (αληθινού ή
φαντασιακού) , επηρέασε και την επιλογή του οικοπέδου αλλά και το πρόγραμμα και
κατηύθυνε τον σχεδιασμό.
Το ίχνος ως έννοια, από την ιστορία των Ελλήνων στην περιοχή
του Φαναριού, την ατμόσφαιρα του τόπου, τα υλικά και τα ερείπια που παραμένουν,
και τις ιστορίες των ανθρώπων, γίνονται ένα εργαλείο μέσω του οποίου συνδέονται
μέσω του σχεδιασμού το παρελθόν με το παρών.
Η έκβαση του τελικού αποτελέσματος βασίζεται πολύ την
ανάλυση και βαθιά κατανόηση του θέματος. Χρησιμοποιώντας μια σειρά από παλιές
φωτογραφίες, ως φυσική υπόσταση της μνήμης, και αναλύοντας τες, οι μνήμες
μεταφράζονται σε φυσικούς χώρους, μορφές και συνθέσεις: ένα σύνολο από
θραύσματα και πολλαπλά στρώματα. Καθορίζοντας αυτή την ανάλυση ως προσωπικό
τρόπο χαρτογράφησης της μνήμης, διακρίνονται διαφορετικά επίπεδα πολυπλοκότητας
και ερμηνείας αυτής της τεχνικής και καθιστούν την μνήμη ως ένα δίκτυο, το
οποίο μαζί με τα θραύσματα και τις επιφάνειές της, συνθέτουν την δομή κάθε ενός
από τα κτήρια αλλά και την πρόταση στο σύνολο της.
Το επιλεγμένο οικόπεδο και η ευρύτερη περιοχή (Φανάρι) στο
πλαίσιο της Κωνσταντινούπολης είναι άμεσα συσχετισμένη με την ανάγκη του
θέματος να συνδεθεί με τον τόπο και τον αστικό ιστό της πόλης. Ερχόμενοι στον
ιδιαίτερο τόπο αυτό να εδράσουμε, με 4 παρεμβάσεις, ένα κτήριο πολιτιστικών και
πολιτισμικών χρήσεων θεωρούμε ορθό να αρθρώσουμε ένα κτιριακό σύμπλεγμα που θα
οργανώσει τα πεδία των δυνάμεων θέασης και ενεργειών αντιπροσωπεύοντας μια
σύγχρονη πραγματικότητα, μέσα από την δημιουργία ενός νέου βιώματος της
υπάρχουσας τάξης πράγματων. Λειτουργώντας, όχι μιμητικά και σε αντιπαράθεση με
την ιστορία αλλά σαν ένα κτιριακό πρίσμα βίωσης της ιστορίας και του τόπου,
συλλέγοντας και απορροφώντας τις μνήμες της γειτονιάς. Ένα κτίριο που θέλει να
οργανώσει και να φωτίσει τόσο τους πολιτιστικούς θησαυρούς του Φαναριού όσο και
να συγκεράσει διαφορετικές τάσεις, συγγένειες και προσανατολισμούς, προωθώντας
ένα διαπολιτισμικό διάλογο στα πλαίσια της προβολής, της ερευνάς και της μάθησης.
Η προτεινομένη λύση είναι άμεσα συνδεδεμένη κι αλληλοεπιδρά
με το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο της Κωνσταντινούπολης. Η επιλογή της χρήσης
τεσσάρων κενών οικοπέδων και η διαίρεση του σε τέσσερα μέρη, προτείνει ένα
διαφορετικό χειρισμό και μια αντιμετώπιση του δημόσιου κτηρίου και τον ρόλο του
επισκέπτη ως οντότητα στον δημόσιο χώρο. Το σταυροδρόμι επιλέγεται ως τυπολογία
της απόλυτης σχέσης ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο και έχει ως
στόχο να εισαγάγει εα νέο τρόπο κυκλοφορίας μεταξύ των δρόμων και
μέσα/κάτω/πάνω από τις κτιριακές επεμβάσεις. Έτσι, το σταυροδρόμι, ως κομβικό
σημείο, συνδέει τα 4 άδεια οικόπεδα (θραύσματα) αλλά και τα διεισδύει. Η εκ
νέου χρήση των πλέον κενών οικοπέδων, ενεργεί προς μια κατεύθυνση αναγέννησης
και αναζωογόνησης των δρόμων και της γειτονιάς του Φαναριού. Τα σταυροδρόμια
μπορούν αν γίνουν κέντρα και πόλοι έλξης σε όλη την πόλη, και η αρχιτεκτονική
παρέμβαση αυτή λειτουργεί ως σημείο αφετηρίας, η οποία θα μπορούσε να επεκταθεί
σαν θραύσματα στην πόλη.
Το κτιριακό σύμπλεγμα παίρνει την μορφή μιας βιβλιοθήκης,
ενός μουσείου πολιτιστικής κληρονομιάς, ένα δημόσιο αρχείο και ενός βιωματικού
πύργου μνημών και αναμνήσεων όπου λειτουργούν δυνητικά μέσα στην γειτονιά,
όντας κομμάτι αυτής, βρίσκονται σε άμεσο διάλογο με το παρελθόν. Η πρόταση
μπορεί να έχει σημαντική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή με το να οργανώσει την
γειτονιά και να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς- όχι μόνο λόγο της φυσικής
παρουσίας των παρεμβάσεων- αλλά και λόγο του σημαντικού κοινωνικοπολιτικού,
οικονομικού και συμβολικού ρολού, αναδιαρθρώνοντας και δημιουργώντας μια νέα
ταυτότητα στον τόπο.
Ένα σύγχρονο ‘παλάτι μνήμης' όπου κάθε επισκέπτης μπορεί να
εναποθέσει τις δίκες του μνήμες και αναμνήσεις, δημιουργώντας ένα προσωπικό
νοητό χάρτη και συνδέοντας το παρελθόν με το παρών. Επιπλέον βοηθά στην
διατήρηση του χαρακτήρα μιας γειτονιάς, όπως το Φανάρι, το οποίο προστατεύεται
από την UNESCO και έχει πρωταρχικό ρόλο στηn ιστορία της πόλης και κάθε σπίτι
και κάθε δρόμος έχει μια ιστορία να πει. Τελικά αυτό μπορεί να φέρει τον κόσμο
πίσω στην γειτονιά και να αναζωογονήσει τον κοινωνικό μηχανισμό της περιοχής.