Δ022.22 | Διαπολιτισμικό κέντρο με κοινοτικούς κήπους στην Ακαδημία Πλάτωνος

Τίτλος: Διαπολιτισμικό κέντρο με κοινοτικούς κήπους στην Ακαδημία Πλάτωνος 
Φοιτητές: Αδαμαντίδου Ελισάβετ, Μουντάκη Δήμητρα, Χαραλάμπους Γιώργος
Επιβλέπων:  Γιαννούτσου Βασιλική
Σύμβουλοι: Κλαμπατσέα Ειρήνη, Μπουγιατιώτη Φλώρα - Μαρία
Σχολή: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 2022




Μια έννοια που μας απασχόλησε ιδιαίτερα και είναι αυτή που μας βοήθησε να διαμορφώσουμε την πρότασή μας, είναι η διαπολιτισμικότητα και όχι πολυπολιτισμικότητα. Ο όρος αυτός συμπεριλαμβάνει όχι μόνο τη συνύπαρξη πολλών διαφορετικών πολιτισμών αλλά και την κατανόηση, αποδοχή, ένταξη και συνεργασία τους. Πρόκειται για μια σχέση αλληλεπίδρασης και συνεχούς επικοινωνίας.
  Περιλαμβάνει τη δυνατότητα των ατόμων να διαμορφώνουν κοινές ταυτότητες. Έτσι σε ένα φανταστικό σενάριο έχουμε τους ανθρώπους με τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους, σε έναν αόριστο χώρο (που διατηρεί τη δική του ιστορικότητα) και στον οποίο τους δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσουν κάτι από κοινού.




Το γήπεδο στο οποίο έχουμε αναπτύξει την πρότασή μας βρίσκεται στην Ακαδημία Πλάτωνος. Η επιλογή της περιοχής δεν ήταν τυχαία. Παράλληλα με την εμβάθυνση θα ξεχωρίσουμε τα στοιχεία που καθόρισαν την επιλογή μας. Η Ακαδημία Πλάτωνος είναι συνοικία του δήμου Αθηναίων. Η ευρύτερη περιοχή μελέτης ορίζεται από την Λεωφόρο Κηφισού, την Λεωφόρο Αθηνών, τη Λένορμαν και την Κωνσταντινουπόλεως. Βρίσκεται μεταξύ των Δυτικών προαστίων και του κέντρου και αποτελεί τη βόρεια απόληξη του Ελαιώνα, γεγονός που αποτυπώνεται στην ταυτότητα της περιοχής με τη συνύπαρξη δραστηριοτήτων δευτερογενούς τομέα και κατοικίας. Ιδιαίτερα εστιάζουμε στην περιοχή γύρω από το αρχαιολογικό πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος.




Σε όλη την εξέλιξη της σύγχρονης κατοίκησης της η περιοχή έχει πολύ πλούσια πληθυσμιακή σύνθεση. Η περιοχή της Ακαδημίας Πλάτωνος πρωτοκατοικήθηκε στη νεολιθική εποχή και οφείλει την ονομασία της στον ήρωα Ακάδημο. Αργότερα ιδρύθηκε η φιλοσοφική σχολή “Ακαδημία” από τον Πλάτων το 387 π.Χ. η οποία και λειτουργούσε μέχρι και το 529 μ.Χ. Για πολλά χρόνια αποτελεί καλλιεργήσιμη έκταση και προάστιο της Αθήνας χωρίς ιδιαίτερη κατοίκηση.
  Η σύγχρονη ιστορία της ξεκινάει από τα τέλη του 19ου αιώνα, με την εγκατάσταση κατοικιών στο βόρειο τμήμα του Ελαιώνα. Χαρακτηριστικό της περιοχής είναι η αυθαίρετη κατοίκηση από εργάτες οι οποίοι δουλεύουν στις γειτονικές βιομηχανικές περιοχές. Η ένταξη στο σχέδιο πόλης ξεκινάει από το 1887 .  Το 1922 ένα κύμα προσφύγων από την Μικρά Ασία εγκαθίσταται κοντά στον Κηφισό, σε αυθαίρετες κατοικίες. Τότε δημιουργούνται νέα εργοστάσια που χρησιμοποιούν τις γνώσεις και το εργατικό δυναμικό των Μικρασιατών. Το μεγαλύτερο κομμάτι της περιοχής εντάσσεται στο Σχέδιο Πόλης το 1927. Αποτελείται κατά βάση από λαϊκές κατοικίες που φιλοξενούσαν τον προαναφερόμενο πληθυσμό.  Χαρακτηριστικό της περιόδου της Μεταπολίτευσης είναι η αποβιομηχάνιση της πόλης. Έτσι οριοθετείται η ζώνη ΒΙΟΠΑ, την οποία ακολουθεί η αναστολή αδειών εγκατάστασης και λειτουργίας βιομηχανικών μονάδων εντός των ορίων κατοικίας. Ως αποτέλεσμα δημιουργούνται πολλές νεκρές ζώνες και κενά κελύφη.  Ύστερα από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ ο επαγγελματικός προσανατολισμός των πολιτών μετατέθηκε από τον δευτερογενή στον τριτογενή τομέα. Έτσι, μεγάλο ποσοστό των πρώτων κατοίκων μετακομίζει στα προάστια, ενώ στη περιοχή εγκαθίστανται μουσουλμάνοι της Θράκης, Ρομά και οικονομικοί μετανάστες από τα Βαλκάνια. Λόγω της οικονομικής κρίσης του 2008, οι μεταναστευτικές ροές που έμειναν στην περιοχή και στήριξαν τις μικρές επιχειρήσεις, μετεγκαθίστανται σε άλλες χώρες, δημιουργώντας κενά κελύφη.




 
Όσον αφορά τον αρχαιολογικό χώρο της Ακαδημίας Πλάτωνος η μετατροπή του σε χώρο πρασίνου είναι σχετικά πρόσφατη. Το πάρκο έχει παίξει σημαντικό ρόλο κατά τα χρόνια για την ένταξή της περιοχής στον αστικό ιστό και έχει τονίσει την ανάγκη ανάδειξής της. Αυτό πρακτικά το αντιλαμβανόμαστε από τη δημιουργία σχεδίων ανάπλασης και τη γενικότερη προσπάθεια αναβάθμισης των υποδομών της. Το πάρκο σήμερα αποτελεί ένα βασικό πόλο εκτόνωσης όπου συγκεντρώνονται όλοι οι κάτοικοι της γειτονιάς αλλά και των γύρω περιοχών. Το συγκεκριμένο έχει ισχυρή πολιτισμική αξία καθώς τα τελευταία χρόνια θεωρείται χώρος ελεύθερης έκφρασης καθημερινών πρακτικών και χώρος φιλοξενίας πολλών διαφορετικών πολιτισμών. Εκεί γίνεται αισθητή η πολυπολιτισμικότητα της περιοχής.




Σύμφωνα με την ανάλυση των κοινωνικών στοιχείων της περιοχής συνθέτουμε μια εικόνα γειτονιάς με μικτό πληθυσμό ιδιαίτερου ιστορικού και κοινωνικού υποβάθρου. Είναι ενδιαφέρων πως μόλις το 57% των μόνιμων κατοίκων είναι Έλληνες ενώ το υπόλοιπο ποσοστό μοιράζεται σε πολιτισμούς της Αφρικής, της Α. Ευρώπης, της Ινδικής χερσονήσου και πολλών άλλων χωρών. Βλέπουμε ακόμα πως η ηλιακή ομάδα που κυριαρχεί αφορά την παραγωγική ηλικία των 30-39 ετών (θέτοντας τους κατοίκους πιθανό εργατικό δυναμικό). Τέλος, ένα σημαντικό στοιχείο που μας δίνει αυτό το διάγραμμα είναι η σύνθεση των νοικοκυριών, με αρκετές περιπτώσεις μονομελών και μονογονεϊκών οικογενειών.




Μορφολογικά, την περιοχή στο παρελθόν χαρακτήριζαν η ιδιαίτερη φυσική ομορφιά λόγω της βλάστησης και του Κηφισού ποταμού. Από αυτά αλλά και εξαιτίας της θέσης της στο λεκανοπέδιο προκύπταν οι ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες. Ακόμα και σήμερα το φυσικό στοιχείο γίνεται αντιληπτό λόγω της διατήρησης ορισμένων αγροτικών εκτάσεων μέσα στον αστικό ιστό, αλλά και λόγω της ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου της Ακαδημίας. Παρόλα αυτά είναι γεγονός πως η σημερινή εικόνα δεν είναι τόσο ειδυλλιακή εξαιτίας της εγκατάστασης παραγωγικών μονάδων, της μόλυνσης του Κηφισού και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τις λεωφόρους που την περικλείουν.   Συναντάμε σε πολλά σημεία δίπολα εγκατάλειψης και κατοίκησης, γόνιμης και άγονης γης, ηρεμίας και έντασης. Συνολικά μεταφράζεται ως ένα περιβάλλον που μπορεί να υποστηρίξει πολλές ποιότητες χώρου.




Τον απογυμνωμένο χαρακτήρα της περιοχής έχουμε προσπαθήσει να αποδώσουμε μέσω της συμβολικής φόρμας στη γεωμετρία της πόλης. Έχουμε προσπαθήσει να αποδώσουμε τις αισθήσεις του περιπατητή κατά την περιπλάνηση μέσω της απεικόνισης ποικίλων υλικοτήτων και μεγεθών σε αντιστοιχία του χώρου. Παραδείγματος χάρη βλέπουμε πως η ερειπωμένη βιομηχανική περιοχή στα νότια παρουσιάζεται με καπνό και συρματόπλεγμα ως άβατο-τοξικό περιβάλλον, ενώ όσο πλησιάζουμε προς την πιο πυκνή δόμηση βλέπουμε υλικότητες όπως το τούβλο και το μπετόν να δημιουργούν έναν όλο και πιο πυκνό κάνναβο σε αντιστοιχία με τον ιστό της πόλης.

Βάσει του πολεοδομικού ιστού της περιοχής μελέτης μπορούμε να διακρίνουμε δύο υποπεριοχές με σαφώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Στα βορειοανατολικά του πάρκου εκτείνεται η οργανωμένη περιοχή γενικής κατοικίας με την κεντρική αρτηρία Λένορμαν να τίθεται ως όριο. Πρόκειται για μια πυκνοδομημένη γειτονιά της Αθήνας με μικρές ιδιοκτησίες που τα κυριότερα προβλήματά της είναι η έλλειψη ελεύθερων κοινόχρηστων χώρων .Νοτιοδυτικά του πάρκου εντοπίζεται μια περιοχή που φαινομενικά δεν παρουσιάζει τον ίδιο βαθμό οργάνωσης. Είναι η περιοχή όπου αναπτύσσεται ο δευτερογενής τομέας και αποτελεί το λειτουργικό τμήμα των δραστηριοτήτων της με εργαστήρια, βιοτεχνίες, συνεργεία και αποθήκες χονδρεμπορίου.  Οι δραστηριότητες αυτές είναι μικρής και μεσαίας κλίμακας , μη οχλούσες και μέσω αυτών συντηρείται μεγάλος αριθμός νοικοκυριών. Διάσπαρτα εντοπίζονται κατοικίες, γραφεία, σχολεία, γήπεδα και αγροτικές εκτάσεις. Η έκταση χαρακτηρίζεται από χαμηλή δόμηση και κάλυψη γης, μεγάλες ιδιοκτησίες και ανοργάνωτο οδικό δίκτυο. Σε σχέση με το βόρειο κομμάτι σταδιακά η οργάνωση χάνεται σε στενούς, ασχεδίαστους δρόμους με κενά οικοδομικά τετράγωνα.
Επίσης γύρω από το πάρκο της Ακαδημίας βρίσκουμε οικόπεδα προς απαλλοτρίωση από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Αναγνωρίζουμε επίσης μια προσπάθεια κοινωνικής αλληλεγγύης σε πολλές αποκλεισμένες ομάδες  όπως μετανάστες, παιδιά με ειδικές ανάγκες και παιδιά σε δυσχερείς οικογενειακές συνθήκες, μέσω προγραμματισμένων δράσεων και οργανισμών. Λειτουργούν επίσης συλλογικές κουζίνες, δωρεάν μαθήματα, ανταλλακτικό παζάρι, διανομή σπόρων κ.α. δράσεις που δεν καταγράφονται σε χάρτη.

Ύστερα από αυτή την ανάλυση γίνεται πιο ξεκάθαρη η επιλογή της περιοχής. Τα χαρακτηριστικά που μας ενέπνευσαν είναι:

-κοινωνική σύνθεση
-έλλειψη δημοσίων χώρων για συνδιαλλαγή κατοίκων
-ανάγκη αναζωογόνησης γειτονιάς
-ενθάρρυνση δράσεων από τοπικές κοινότητες
-μεγάλα κενά οικόπεδα
-έφορο έδαφος για καλλιέργειες
-εν δυνάμει εργατικά χέρια που έχουν ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης

Στο σημείο αυτό έχει νόημα να εξηγήσουμε τι είναι τα κοινοτικά κέντρα. Πρόκειται για τοποθεσίες όπου τα μέλη μιας κοινότητας συγκεντρώνονται για ομαδικές δραστηριότητες, κοινωνική υποστήριξη ή ενημέρωση. Αποτελούν επίσης χώρο κοινωνικής δικτύωσης των επισκεπτών και ενθαρρύνουν τις συλλογικές πρωτοβουλίες. Επομένως συμβάλλουν στη βελτίωση της κοινωνικής συνοχής στη γειτονιά. Η οργάνωση των δράσεων που αναλαμβάνουν χωρίζεται στο επίπεδο διαχείρισης, το επίπεδο εθελοντισμού και το επίπεδο συμμετεχόντων. Η δική μας παρέμβαση αφορά ένα καθαρά κοσμικό κοινοτικό κέντρο με βασικό στόχο την αλληλεπίδραση των μελών του, η οποία θα προωθείται μέσα από οργανωμένες δραστηριότητες. Το κοινοτικό κέντρο που δημιουργούμε οραματίζεται ως κυβερνητική ιδιοκτησία με τοπική ηγεσία η οποία θα προγραμματίζει τις εκδηλώσεις και θα διαχειρίζεται τα ζητήματα του κέντρου.



Παρουσιάζουμε μερικά από τα παραδείγματα που μας ενέπνευσαν σε ζητήματα διαμόρφωσης και
  λειτουργίας με κύριο παράδειγμα το διαπολιτισμικό κέντρο στα Γιάννενα. Με την επανάχρηση ενός νηπιαγωγείου δημιουργείται ένας πολυχώρος που έχει ως στόχο να υποστηρίξει τους ανθρώπους που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να αλληλεπιδρούν με την τοπική Κοινότητα. Στο χώρο παραδίδονται μαθήματα ελληνικών, λειτουργούν προγράμματα δημιουργικής απασχόλησης παιδιών και εφήβων και πραγματοποιούνται  ψυχαγωγικές εκδηλώσεις.  Στη συνέχεια παρουσιάζονται παρόμοια προγράμματα στήριξης. Το δεύτερο το ξεχωρίσαμε λόγω των πολυλειτουργικών χώρων  ενώ το τρίτο εξαιτίας των προγραμμάτων που διοργανώνει για την ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία.


Για να στεγάσουμε αυτό τον σκοπό επιλέξαμε το υποφαινόμενο οικόπεδο. Συγκεκριμένα, βασικό κριτήριο για την επιλογή του αποτέλεσε η θέση του  ανάμεσα στο βιοτεχνικό και το οικιστικό κομμάτι. Στο σημείο αυτό γίνεται εύκολα η προσέγγισή του από τους κατοίκους και εντάσσεται  ομαλά στον αστικό ιστό. Ακόμα, διατηρείται μια άμεση  σχέση με τις βιοτεχνίες με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η λειτουργία εργαστηρίων και η πιθανή τους αλληλοτροφοδότηση.

Επίσης, δυναμικό στοιχείο της σύνθεσης αποτελεί η γειτνίαση του οικοπέδου με το αρχαιολογικό πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος. Έτσι, ένα κοινοτικό κέντρο θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν καταφύγιο για τους προαναφερόμενους επισκέπτες,  χώρος επέκτασης των πρακτικών τους και αντίστοιχα το πάρκο να θεωρηθεί χώρος εκτόνωσης για το κέντρο. Μας ενδιαφέρει ακόμα η εγγύτητα που διατηρεί το οικόπεδο με εκπαιδευτικά και κοινωνικά ιδρύματα. Τα κέντρα αυτά μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά με τις λειτουργίες του οικοπέδου και έτσι αυτά να διοχετεύουν κόσμο στο συγκρότημά μας και αντίστροφα. Η τελευταία σκέψη που γίνεται σχετικά με τη θέση του οικοπέδου αφορά το μέτωπο που διαθέτει στην κεντρική οδό Λένορμαν. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό μπορεί να λειτουργήσει πλεονεκτικά εφόσον ο δρόμος αυτός αποτελεί βασικό πέρασμα για όλους τους κατοίκους της περιοχής. Επομένως το κέντρο γίνεται απευθείας εύκολα προσβάσιμο αλλά και ορατό για καινούργιους επισκέπτες.




Σημαντικό για την αιτιολόγηση των λειτουργιών είναι επίσης το γεγονός ότι το οικόπεδο μελέτης φιλοξενούσε προηγουμένως
  αστικές καλλιέργειες. Αυτό σημαίνει ότι το έδαφος είναι εύφορο και για μελλοντικές. Παράλληλα, εφόσον δεν υπάρχει χτισμένη έκταση διευκολύνεται η απαλλοτρίωση και η επαναδιαμόρφωσή του. Σημειώνεται επίσης ότι το οικόπεδο ορίζεται από το υπουργείο περιβάλλοντος και ενέργειας ως περιοχή προς απαλλοτρίωση.

Προκειμένου να διασφαλίσουμε την ένταξη του στον περιβάλλοντα χώρο οδηγηθήκαμε σε μορφολογική ανάλυση της εγγύτερης ζώνης γειτνίασης. Η υποπεριοχή μελέτης παρουσιάζει ετερόκλητο μείγμα οικοδομικού αποθέματος με πολύ ψηλά κτίρια σε αντιδιαστολή με μονοκατοικίες ή συνεχείς εκτάσεις οπλισμένου σκυροδέματος με λιθόκτιστες κατασκευές. Χρονολογικά, η σύνθεση των υποδομών περιλαμβάνει από διατηρητέα, λαϊκές αθηναϊκές κατοικίες, διώροφες μεσοπολεμικές κατοικίες, τυπικές πολυκατοικίες των δεκαετιών '60 και '70 μέχρι νέες  8όροφες πολυκατοικίες και οικοδομές. Ακόμα έχει ενδιαφέρον η μορφολογία της βιομηχανικής ζώνης που γειτνιάζει με το οικόπεδο με γυμνά οικοδομικά υλικά σε τυπικούς εργολαβικούς όγκους.




Σύμφωνα με τις χρήσεις και την ιστορία της γειτονιάς, βασικό ρόλο στη λειτουργία του κοινοτικού κέντρου που σχεδιάζουμε είναι τα εργαστήρια χειρωνακτικού χαρακτήρα. Η εξειδίκευσή τους ορίζεται σύμφωνα με την ανάλυση του δευτερογενούς τομέα που ενεργοποιείται εκεί και έτσι καταλήγουμε με τις εξής αίθουσες. Η λειτουργία αυτή στοχεύει στην εκπαίδευση των επισκεπτών και ταυτόχρονα
  δίνει τη δυνατότητα αναβίωσης παλιών ή ξενόφερτων τεχνοτροπιών. Ακόμα, παρέχεται η δυνατότητα πρακτικής χρήσης των γνώσεων στις βιοτεχνίες της γειτονιάς. Έτσι η εκπαίδευση που παρέχεται μπορεί να λειτουργήσει ως εκτόνωση ή βιοποριστική δραστηριότητα. Ο σκοπός αυτής της λειτουργίας σε κοινωνικό επίπεδο είναι η ενθάρρυνση της επικοινωνίας και της σύνδεσης μέσα από μια τέχνη και ένα κοινό ενδιαφέρον που εκφράζεται σε μια κοινή γλώσσα. Ακόμα έγινε μελέτη του εξοπλισμού που χρειάζεται κάθε δραστηριότητας για την προσαρμογή του χώρου στις ανάγκες της.

Επανερχόμαστε στο ζήτημα της γόνιμης γης και των εύφορων εδαφών. Στη σύγχρονη αρχιτεκτονική η πρακτική των καλλιεργειών έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις για την ενθάρρυνση της κοινωνικοποίηση. Στην έρευνα μας πάνω στις τυπολογίες των  αστικών καλλιέργειών ξεχωρίσαμε τους κοινοτικούς κήπους ως μέσο που θα θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε για τον σκοπό μας . Οι κοινοτικοί κήποι, μέσω κοινής εργασίας και καθηκόντων, διαμορφώνουν στα μέλη της πνεύμα συνεργασίας και συμμετοχής από τα οποία προκύπτει η κατανόηση και η δημιουργικότητα. Θεωρούμε ότι σύγχρονες πόλεις χρειάζονται τέτοιες κοινότητες για να αποτρέψουν την ανωνυμία και να ενισχύσουν τις διαπροσωπικές σχέσεις και γι αυτό τις εντάσσουμε στο πρόγραμμα μας με τον εργαστηριακό τους χαρακτήρα.

Θα δούμε τις καλλιέργειες αυτές μέσα από μερικά παραδείγματα, με κύριο τους κοινοτικούς κήπους στην Κρακοβία. Σύμφωνα με το πρόγραμμά τους γίνεται δανεισμός οικοπέδων στους κατοίκους ως δωρεά. Με την πρωτοβουλία τουλάχιστον 3 ατόμων ο καθένας μπορεί να δημιουργήσει έναν κοινοτικό κήπο για να μοιραστεί με το κοινό. Οι άνθρωποι δημιουργούν χώρους και μέσω αυτών ενισχύουν τις σχέσεις μεταξύ γειτόνων, διδάσκουν συνεργασία και ενισχύουν τη περιβαλλοντική συνείδηση.  Ακόμα ξεχωρίζουμε το παράδειγμα των κοινοτικών κήπων στη Γαλλία με αντίστοιχη λειτουργία των προηγούμενων και αυτό του δημοτικού λαχανόκηπου στον Άγιο Δημήτριο ο οποίος δίνει μεγαλύτερη βάση στο παραγωγικό κομμάτι των καλλιεργειών.

Σχετικά με το παραγωγικό κομμάτι των προαναφερόμενων λειτουργιών σκεφτήκαμε την δυνατότητα έκθεσης των προϊόντων  σε έναν χώρο αγοράς με τη μορφή ανταλλακτικού ή εναλλακτικού εμπορίου. Για τον λόγο αυτό αναζητήσαμε διεθνώς παραδείγματα με αντίστοιχη δομή και παρουσιάζουμε ενδεικτικά τη δημοτική αγορά της κυψέλης που έχει καταφέρει να εξελιχθεί σε σημείο συνάντησης και αναφοράς για το αθηναϊκό κοινό, με βασικούς άξονες τον πολιτισμό την εκπαίδευση, αλλά και την κοινωνική επιχειρηματικότητα. Η αγορά  διαθέτει έναν χώρο σε μορφή “αστικού σαλονιού” που έχει την δυνατότητα να υποστηρίξει παντός τύπου εκδηλώσεις. Ενδιαφέρον έχει ακόμα η πλατεία θεάτρου στην Ανβέρσα που λειτουργεί αντίστοιχα ως παζάρι με περιοδικές κατασκευές μερικές μέρες της εβδομάδας ενώ άλλες φιλοξενεί εκδηλώσεις και ελεύθερες δραστηριότητες. Η τελευταία αγορά μας δίνει μια ειδυλλιακή εικόνα  ενός χώρου κοινωνικής αλληλεπίδρασης και συνεργασίας των καλλιτεχνών. Εκεί μπορούν να εκθέτουν την τέχνη και τις κατασκευές τους και ταυτόχρονα να γίνεται επί τόπου εργασία. Φυσικά, για το σχεδιαστικό κομμάτι  είχε νόημα να μελετήσουμε και τις ροές που υπάρχουν σε χώρους αγοράς από τους οποίους προέκυψε το διάγραμμα κινήσεων. Με τα εφόδια αυτά προχωρήσαμε στον σχεδιασμό του κοινοτικού κέντρου.

Στην περιοχή παρέμβασης παρατηρείται η παρουσία δύο αξόνων. Η οδός Μελάμποδος η οποία οριοθετεί το πρόσωπο του οικοπέδου προς τον άξονα της Λένορμαν. Η οδός Ηρούς, η οποία επεκτείνεται, διασχίζοντας το οικόπεδο και διαχωρίζοντάς το σε δύο τμήματα. Οι δύο αυτοί άξονες τέμνονται από μια χάραξη που διέρχεται από την είσοδο του σχολείου της περιοχής, εντείνοντας τη μεταξύ τους σχέση ως περιβάλλοντα εκπαίδευσης και μάθησης με μια γραμμική πορεία. Επάνω στις χαράξεις που αναφέρθηκαν τοποθετούνται επιμήκεις όγκοι, οι οποίοι διατρυπώνται ώστε να διαμορφωθούν προσβάσεις κάθετα σε αυτούς. Στον άξονα της οδού που διασχίζει το οικόπεδο τοποθετούνται εγκάρσια στοιχεία τα οποία δημιουργούν ένα φίλτρο μεταξύ των δυο τμημάτων στα οποία έχει χωριστεί το οικόπεδο.

Η πρόσβαση στο οικόπεδο μπορεί να γίνει από τέσσερις εισόδους, ορισμένες στις τέσσερις πλευρές του. Η κύρια πρόσβαση γίνεται από το σημείο όπου η οδός Μελάμποδος συναντά τον άξονα της Λένορμαν, ο οποίος αποτελεί έναν πολυσύχναστο δρόμο με έντονη κίνηση, καθώς και πρόσβαση σε συγκοινωνία. Ένας όγκος κυβικού σχήματος αναπτύσσεται επί της συμβολής των οδών αυτών σε τρία επίπεδα, σηματοδοτώντας την κύρια             είσοδο. Η ροή από την κύρια είσοδο επεκτείνεται σε γραμμική κίνηση που διασχίζει το οικόπεδο κατά μήκος μέσω μιας στοάς επάνω στην κάθετη χάραξη που ακολουθεί την είσοδο του σχολείου. Ένας επιμήκης όγκος αναπτύσσεται σε δύο επίπεδα επάνω στη χάραξη αυτή, σε σχήμα Γ ώστε να συνενωθεί με τον όγκο του κύβου, με όψη παράλληλη στην οδό Μελάμποδος. Η στέγη του όγκου αυτού είναι κεκλιμένη, μειώνοντας το ύψος του προς την πλατεία και δημιουργώντας οπή για φυσικό αερισμό και φωτισμό του εσωτερικού. Η συνολική διάταξη των όγκων δημιουργεί μια ανοικτή πλατεία στο κέντρο της σύνθεσης.

Ο επισκέπτης μπορεί ακόμη να έχει πρόσβαση στο οικόπεδο πλευρικά, μέσω δυο αντιδιαμετρικών εισόδων στην προέκταση της οδού Ηρούς που διασχίζει το οικόπεδο. Οι είσοδοι αυτές ορίζουν έναν άξονα κίνησης επάνω στον οποίο τοποθετείται επιμήκης διάδρομος που διατρέχει τη    σύνθεση και διατρυπάται εγκάρσια από στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά ολισθαίνουν με σκοπό να εντείνουν την κίνηση προς το κέντρο της σύνθεσης και να δημιουργήσουν μια υποχώρηση προς το όριο του οικοπέδου. Ο διάδρομος διασχίζει τη σύνθεση χωρίζοντάς τη λειτουργικά σε δύο τμήματα:

το τμήμα των παραγωγικών δραστηριοτήτων του κοινοτικού κέντρου και το τμήμα των υπόλοιπων δραστηριοτήτων που απευθύνονται εξίσου στον επισκέπτη   και τους άμεσα εμπλεκόμενους με τις δραστηριότητες του κέντρου.

Επιπλέον, δημιουργείται μια δευτερεύουσα είσοδος στον άξονα της οδού Ζηνοδώρου, στον οποίο σημειώνεται πολύ πιο ήπια κυκλοφορία.

Ο κύριος όγκος της σύνθεσης τοποθετείται στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου και στρέφεται προς το νότο, κάτι το οποίο κρίθηκε σκόπιμο καθώς αποφέρει βιοκλιματικά οφέλη. Καθώς το σύνολο των όψεων της σύνθεσης ανοίγεται προς το νότο, οι όγκοι χαρακτηρίζονται από μια εσωστρέφεια προς το κέντρο του οικοπέδου. Συνεχίζουμε με μια περιγραφή των κινήσεων του επισκέπτη στο εσωτερικό του κτηρίου καθώς και τη σύνθεση των χωρικών ενοτήτων. Οι κινήσεις που διαμορφώνουν οι τέσσερις είσοδοι διασταυρώνονται στο ισόγειο τμήμα του κτηρίου. Μια περιμετρική στοά παραλαμβάνει την κίνηση από την κύρια είσοδο στη συμβολή των οδών Μελάμποδος και Λένορμαν και διασχίζει το οικόπεδο ως την δευτερεύουσα είσοδο στην οδό Ζηνοδώρου. Τόσο στον όγκο της κύριας εισόδου όσο και κατά μήκος της περιμετρικής στοάς ο επισκέπτης μπορεί να συναντήσει κατακόρυφες οδεύσεις προς τον όροφο του κτηρίου. Στην απόληξη της περιμετρικής στοάς ο επισκέπτης συναντά ράμπα, η οποία οδηγεί στον όροφο όπου η κίνηση της στοάς συνεχίζεται. Η ροή κίνησης που δημιουργείται στο ισόγειο τμήμα από τις δύο πλευρικές εισόδους οργανώνεται σε διάδρομο που οριοθετείται από όγκους οι οποίοι τον διατρυπούν. Στο ισόγειο τμήμα χωροθετούνται λειτουργίες οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να εκτονωθούν προς την πλατεία του κτηρίου. Στο τμήμα προς την οδό Μελάμποδος στεγάζεται η υποδοχή, ο χώρος πολλαπλών χρήσεων και η αγορά, ενώ στη συνέχεια χωροθετείται ο εκθεσιακός χώρος, τα εργαστήρια του κοινοτικού κέντρου, οι υπαίθριοι και ημιυπαίθριοι κήποι και μια κοινοτική κουζίνα.

Στον 1ο όροφο χωροθετείται ένα ακόμη επίπεδο ημιυπαίθριων κήπων, ο χώρος εστίασης, η βιβλιοθήκη καθώς και κάποια εργαστήρια. Στον 2ο       όροφο χωροθετείται το πατάρι της βιβλιοθήκης και οι χώροι διοίκησης του κοινοτικού κέντρου. Στο ισόγειο τμήμα ο επισκέπτης συναντά την υποδοχή και μια αίθουσα πολλαπλών χρήσεων στον όγκο του κύβου, καθώς επίσης και την αγορά και τον εκθεσιακό χώρο στον επιμήκη όγκο με πρόσωπο στην οδό Μελάμποδος. Όταν ο επισκέπτης εισέρχεται από την κύρια είσοδο επί της συμβολής Μελάμποδος και Λένορμαν συναντά τον χώρο υποδοχής και την είσοδο      της αγοράς. Η κύρια είσοδος δίνει στον επισκέπτη δύο επιλογές κίνησης. Η πρώτη επιλογή συνίσταται στην απευθείας κίνηση προς την καρδιά της σύνθεσης, την πλατεία. Στη δεύτερη επιλογή κίνησης ο επισκέπτης ακολουθεί την περιμετρική στοά, η οποία οργανώνει την κίνηση στο ισόγειο τμήμα διοχετεύοντας τον επισκέπτη στους χώρους της αγοράς και της έκθεσης. Η περιμετρική αυτή κίνηση της στοάς καταλήγει στην πρόσβαση του κτηρίου αντιδιαμετρικά της κύριας εισόδου, και τέμνεται με την κίνηση που οργανώνεται από τις δυο πλευρικές εισόδους του οικοπέδου και οριοθετείται από εργαστήρια που εκτονώνονται στους κοινοτικούς κήπους και στην πλατεία. Η κίνηση που διατρυπά τους όγκους των εργαστηρίων και η οδοντωτή τους απόληξη προς την πλατεία οξύνει την οσμωτική αλληλεπίδραση μεταξύ του επισκέπτη και των άμεσα εμπλεκόμενων με τις δραστηριότητες του κοινοτικού κέντρου. Συνεχίζοντας την κίνηση στην περιμετρική στοά ο επισκέπτης συναντά μια κοινοτική κουζίνα και κήπους οι οποίοι την τροφοδοτούν. Στην απόληξη της περιμετρικής βρίσκεται ράμπα η οποία οδηγεί στο επόμενο επίπεδο της στοάς, απ’ όπου κανείς έχει πρόσβαση σε εργαστήρια και στη βιβλιοθήκη. Από τη βιβλιοθήκη ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να βρεθεί ξανά στον ισόγειο χώρο μέσω κερκίδων, ή να κινηθεί προς το πατάρι. Εάν ο επισκέπτης παρακάμψει τη βιβλιοθήκη και συνεχίσει τη διαδρομή του στην περιμετρική στοά καταλήγει στο εσωτερικότου κύβου σε χώρο εστίασης. Εκεί, μέσω εξέδρων του δίνεται η δυνατότητα να ξαναβρεθεί στην πλατεία. Οι κατακόρυφες κινήσεις στο σύνολο του κτηρίου τοποθετούνται στον χώρο της υποδοχής στον όγκο του κύβου και κατά μήκος της στεγασμένης στοάς.

Η κύρια είσοδος επί της συμβολής των οδών Μελάμποδος και Λένορμαν συνίσταται στον όγκο του κύβου ο οποίος στρέφεται ώστε να παραλάβει την κίνηση της εισόδου. Ο όγκος του κύβου είναι κλειστός προς τον άξονα της Λένορμαν, και ανοίγεται προς το εσωτερικό της σύνθεσης, ενώ περιβάλλεται από στοιχείο νερού το οποίο τον αντικατοπτρίζει διπλασιάζοντας το μέγεθός του μετατρέποντάς τον σε σύμβολο εισόδου. Εισερχόμενος στο κτήριο, ο επισκέπτης συναντά στα αριστερά την υποδοχή, η οποία αναπτύσσεται σε διώροφο τμήμα με splitlevel, επιτρέποντας τις οπτικές αλληλεπιδράσεις στο χώρο, οι οποίες καθιστούν τον επισκέπτη μέλος ενός συνόλου. Ο όγκος του κύβου διαθέτει ακόμη στο ισόγειο έναν χώρο πολλαπλών χρήσεων τα όρια του οποίου μπορούν να ανοίξουν ενοποιώντας τον με την υποδοχή και ανοίγοντάς τον προς την πλατεία. Στα δεξιά του ο επισκέπτης συναντά την περιμετρική στοά κίνησης, που τον διοχετεύει στην αγορά και τον εκθεσιακό χώρο. Η αγορά είναι τοποθετημένη με την όψη κατά μήκος του άξονα της οδού Μελάμποδος, η οποία γειτνιάζει με τον πολυσύχναστο άξονα της Λένορμαν. Επικοινωνεί άμεσα με την πλατεία του κτηρίου, και οριοθετείται στην όψη από τοίχο με κλοστρά, ο οποίος της προσδίδει διαφάνεια προς την πόλη. Στην αγορά αυτή πωλούνται τα προϊόντα που έχουν παραχθεί από τις παραγωγικές δραστηριότητες του κοινοτικού κέντρου. Σε συνέχεια της αγοράς χωροθετείται ο εκθεσιακός χώρος, όπου εκτίθενται προϊόντα των εργαστηρίων του κέντρου. Οι χώροι αυτοί, οι οποίοι ανοίγονται προς την πλατεία, διαθέτουν φέροντα οργανισμό από υποστυλώματα σε οπισθοχώρηση, επιτρέποντας μια ώσμωση του εσωτερικού με το εξωτερικό. Ακολουθώντας την περιμετρική στοά, ο επισκέπτης συναντά τις κερκίδες που συνδέουν τον ισόγειο εκθεσιακό χώρο με τον όροφο της βιβλιοθήκης. Η κίνηση αυτή έχει βασιστεί στην ιδέα της ενοποίησης των χώρων γνώσης και εκμάθησης, καθώς ο εκθεσιακός χώρος δεν έχει στόχο να ακολουθήσει το στατικό μοντέλου ενός μουσείου, αλλά παρουσίασης των αποτελεσμάτων της γνώσης που αποκομίστηκε από τα εργαστήρια. Συνεχίζοντας την κίνησή του στην περιμετρική στοά, ο επισκέπτης διασταυρώνεται με την κίνηση που διαμορφώνεται από τις πλευρικές εισόδους, καθώς και με τον διάδρομο ο οποίος διατρυπάται από τα εργαστήρια του κοινοτικού κέντρου. Ο διάδρομος αυτός ενεργοποιείται καθώς οι πόρτες των εργαστηρίων έχουν τη δυνατότητα να περιστρέφονται ενοποιώντας τους χώρους, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία και δημιουργώντας ένα περιβάλλον συνεργασίας. Τα τετραγωνικά που καταλαμβάνουν τα εργαστήρια είναι συσχετισμένα με τον εξοπλισμό που καλούνται να φιλοξενήσουν. Ο φέρων οργανισμός των εργαστηρίων αποτελείται από τοιχία τα οποία τονίζουν τις χαράξεις και προσφέρουν έναν οργανωτικό ρυθμό στη διάταξή τους. Οι χαράξεις αυτές τονίζονται επιπλέον με την υπάρξη γραμμικών στοιχείων νερού στην πλατεία, τα οποία προσφέρουν επιπλέον φυσικό δροσισμό. Τα εργαστήρια εκτονώνονται σε κήπους προς την οδό Ζηνοδώρου η οποία αποτελεί έναν άξονα με ήπια κίνηση, και προς το δημοτικό σχολείο της περιοχής. Οι κήποι φιλοξενούν φυτά τα οποία τους δίνουν τη δυνατότητα να λειτουργούν όλο το χρόνο. Η διάταξη των κήπων (+) ενώ η ελαφρά ανοδική κλίση τους δημιουργεί την εντύπωση της εισχώρησης των κήπων στα εργαστήρια, καθώς και ένα όριο προς τον άξονα του δρόμου. Προσπερνώντας τα εργαστήρια, εάν ο επισκέπτης συνεχίσει την κίνησή του στην περιμετρική στοά, καταλήγει στην κοινοτική κουζίνα όπου αξιοποιούνται προϊόντα παραγωγής των κήπων του κοινοτικού κέντρου. Εκατέρωθεν της κουζίνας βρίσκεται κήπος με οπωροφόρα δέντρα, καθώς και ημιυπαίθριοι κήποι που φιλοξενούν φυτά που έχουν ανάγκη κατάλληλο περιβάλλον.

Περνώντας τους ημιυπαίθριους κήπους, ο επισκέπτης του κοινοτικού κέντρου μπορεί να ανέβει στον όροφο, στο δεύτερο επίπεδο της περιμετρικής στοάς, μέσω της ράμπας. Εδώ συναντά το δεύτερο επίπεδο των ημιυπαίθριων κήπων, καθώς και τρία εργαστήρια ξένων γλωσσών και βοτανολογίας. Συνεχίζοντας την πορεία του συναντά τη βιβλιοθήκη, η οποία συνδέεται με τον εκθεσιακό χώρο του ισογείου μέσω κερκίδων. Η όψη του επιμήκους όγκου που διασχίζει ο επισκέπτης είναι κλειστή, λόγω του βορειοδυτικού προσανατολισμού της, αλλά διαθέτει οπή λόγω της κεκλιμένης στέγης η οποία επιτρέπει βορινό φωτισμό κατάλληλο για χώρο βιβλιοθήκης. Η μορφή της βιβλιοθήκης, λόγω της μεταλλικής στέγης και των υλικών της όψης της συμπληρώνει και εγκωμιάζει τον βιομηχανικό χαρακτήρα της περιοχής. Εν γένει για τους χώρους και τις όψεις επιλέχθηκαν υλικά σύμφυτα με το σημερινό χαρακτήρα της περιοχής. Ο πλίνθος αποδίδει μια γήινη ατμόσφαιρα, ενώ το μέταλλο τονίζει το βιομηχανικό στοιχείο. Στην απόληξη της περιμετρικής στοάς ο επισκέπτης συναντά τον χώρο εστίασης ο οποίος αναπτύσσεται σε splitlevel επάνω από την υποδοχή, δημιουργώντας έναν διώροφο χώρο. Ο επισκέπτης διαθέτει επιλογές κατακόρυφης κίνησης για να ανέβει στον όροφο, που απαντώνται στον κυβικό όγκο ή κατά μήκος του επιμήκους όγκου της βιβλιοθήκης. Από τον όροφο του κυβικού όγκου ο επισκέπτης μπορεί να βρεθεί στις εξωτερικές εξέδρες προς την πλατεία, έχοντας μια πλήρη εποπτεία της σύνθεσης. Από εκεί κατεβαίνει στην πλατεία η οποία καλύπτεται με πυκνή πλακόστρωση από κυβόλιθους γήινων αποχρώσεων και ήπιων τονικών διαβαθμίσεων υπογραμμίζοντας την κλίμακά της.

Στον δεύτερο όροφο του κοινοτικού κέντρου αναπτύσσονται το δεύτερο επίπεδο της βιβλιοθήκης και η διοίκηση. Το πατάρι της βιβλιοθήκης διαθέτει αναγνωστήριο και υιοθετεί στη στροφή του τον άξονα της αγοράς. Η διοίκηση απομακρύνεται από τις υπόλοιπες λειτουργίες, καθώς οι ροές της κίνησης στο κτήριο δεν φτάνουν σε αυτήν, αλλά η πρόσβαση γίνεται μόνο μέσω κατακόρυφης κίνησης.

Επιλέξαμε υλικά που εγκωμιάζουν το χαρακτήρα της περιοχής. Συγκεκριμένα τα κατακόρυφα φέροντα στοιχεία και οι πλάκες έχουν χτιστεί από οπλισμένο σκυρόδεμα ενώ οι στέγες είναι μεταλλικές. Ακόμα για την καλύτερη ένταξη στο περιβάλλον επιλέξαμε να διατηρήσουμε γυμνά τα  δομικά στοιχεία. Στις με φέρουσες τοιχοποιίες έχουμε επιλέξει να χρησιμοποιήσουμε την τυπική κατασκευή με τούβλο και για τη θερμομόνωση στο διάκενο προτιμήσαμε τα φύλλα από πεπιεσμένο φελλό ως πιο οικολογικό υλικό με συμφέρουσες ιδιότητες. (την αποτελεσματικότητα του επιβεβαιώσαμε με υπολογισμούς σύμφωνα με τους κανονισμούς.

Στην πλατεία έχουμε χρησιμοποιήσει φυσικούς κυβόλιθους σε μαλακό υπόστρωμα ώστε να υπάρχει διαπερατότητα του νερού και να δρα θετικά στο μικροκλίμα.  Επίσης για να συνδέεται ομαλά με τα πατώματα των ισόγειων χώρων επιλέξαμε μωσαϊκό, η κατασκευή του οποίου θεωρείται και αυτή οικολογική εξαιτίας της χρήσης θραυσμάτων. Ο πάνω όροφος της βιβλιοθήκης έχει πάτωμα από ξύλο . η παλέτα όλων των υλικών αποτελείται από θερμά χρώματα που πλησιάζουν τα γήινα ώστε να δένουν μεταξύ τους και να δημιουργούν θερμή ατμόσφαιρα στον επισκέπτη.