Φοιτήτριες: Αγλαϊα Μούκου, Αρετή Χρυσανίδου
Επιβλέπων: Παναγιώτης Γούλιαρης
Σχολή: ΔΠΘ, 2024
Η ιδέα για τη δημιουργία μιας Σχολής Κινηματογράφου και Οπτικοακουστικών Μέσων στην πόλη της Δράμας προήλθε από τη συνεχή εξελισσόμενη πορεία του Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους.
Για την εκπόνηση της διπλωματικής εργασίας επιλέχθηκε ένα οικόπεδο (στην είσοδο της πόλης; Να τονίσουμε τη θέση του στον αστικό ιστό) το οποίο φιλοξενούσε βιομηχανικές εγκαταστάσεις οι οποίες εγκαταλείφθηκαν μετά από την παύση της λειτουργίας του.
Στον εν λόγω χώρο βρίσκονται το εργοστάσιο, οι κάμινοι, οι δεξαμενές και τα βοηθητικά κτίρια του πρώην εργοστασίου ασβέστη – υδρασβέστη «ΑΊΜΟΣ», ο κεντρικός κάμινος του οποίου αποτελεί χαρακτηριστικό τοπόσημο για την πόλη.
Η επανάχρηση του κτιρίου του εργοστασίου σε συνδυασμό με τη σχεδίαση ενός νέου κτιρίου αλλά και την αστική διαμόρφωση του μεγάλου και μακρόστενου οικοπέδου του αποτελεί κεντρικό στόχο της πρότασης.
Προτείνεται η απομάκρυνση των βοηθητικών κτιρίων με στόχο την ανάδειξη των πρωταγωνιστικών υφιστάμενων βιομηχανικών εγκαταστάσεων και η επανάχρηση ορισμένων από αυτών, σε συνδυασμό με την προσθήκη νέων κτηριακών όγκων που θα εξυπηρετούν τη Σχολή Κινηματογράφου. Η μελέτη εστιάζει επίσης στον περιβάλλοντα χώρο του οικοπέδου με την δημιουργία διαδρομών γύρω από τα βιομηχανικά κτίρια, υπαίθριου κινηματογράφου, καθιστικών χώρων και κτιρίων βοηθητικών χρήσεων όπως εστιατόριο, με στόχο το σύνολο του σχεδιασμού να αποτελεί ένα δημόσιο ‘βιομηχανικό πάρκο’.
Το νέο κτηριακό συγκρότημα προορίζεται να εξυπηρετήσει όλες τις απαραίτητες λειτουργίες μιας σχολής κινηματογράφου και οπτικοακουστικών μέσων και να προσφέρει στους σπουδαστές της σχολής ένα λειτουργικό περιβάλλον το οποίο να θρέφει την δημιουργικότητα τους. Ταυτοχρόνως, η συνολική διαμόρφωση απευθύνεται στο σύνολο των κάτοικών της πόλης και των επισκεπτών της, κυρίως κατά τη διάρκεια του ετήσιου φεστιβάλ, αποτελώντας μια τοποθεσία ιδανική για την φιλοξενία διαφόρων δραστηριοτήτων σχετικών με αυτό ή και απλώς ενός περιπάτου εκτός του αστικού ιστού.
Ο σχεδιασμός του νέου κτηρίου της σχολής αναπτύσσεται βορειοανατολικά του οικοπέδου γύρω από το υφιστάμενο εργοστάσιο υδρασβέστη. Το νέο κτήριο σχηματίζει μια συνθετική δομή «Γ» με δύο κτηριακούς όγκους που φιλοξενούν τις κύριες χρήσεις της Σχολής και συνδέονται μέσω μιας γέφυρας στον τρίτο όροφο τους. Επιπλέον μία υπόγεια διαδρομή συνδέει τον co-working space του εργοστασίου με τη δυτική πτέρυγα του νέου κτηρίου. Αυτή η συνθετική επιλογή δημιουργεί ένα κτιριακό κενό που λειτουργεί ως εσωτερική πλατεία, παρέχοντας οπτική πρόσβαση στο βιομηχανικό κτίριο από την πλευρά του κεντρικού δρόμου.
Για μέγιστη αξιοποίηση του χώρου, το ισόγειο επίπεδο του νέου κτίριού ορίστηκε στο -1.10 του οικοπέδου δημιουργώντας μια εσωτερική αυλή που το ενώνει άμεσα με το κτίριο του παλιού εργοστασίου. Το πρώην εργοστάσιο επίσης λειτουργεί ως κόμβος του κτηριακού συγκροτήματος, συνδέοντας τα δύο νέα τμήματα του κτηρίου σε διαφορετικά επίπεδα στο υπόγειο, ισόγειο και όροφο.
Τα κτήρια της σχολής διαθέτουν τέσσερα επίπεδα και περιλαμβάνουν ποικίλα εργαστήρια, αίθουσες μοντάζ, ηχοληψίας, σκηνοθεσίας, ενδυματολογίας, μια μεγάλη αίθουσα κινηματογράφου, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, καθώς και γραφεία διοίκησης και γραμματεία. Το πρώην εργοστάσιο φιλοξενεί βιβλιοθήκη – ταινιοθήκη, αναγνωστήριο, και έναν μεγάλο coworking space με καφέ – αναψυκτήριο, ανοιχτό προς όλους τους επισκέπτες καθώς και ένα χώρο υπογείο που το ενώνει με το κτίριο της σχολής και φιλοξενεί στούντιο και αίθουσες προβολών.
Το πρώην εργοστάσιο αποτελείται από σκελετό οπλισμένου σκυροδέματος με τοίχους πλήρωσης από εμφανείς πλίνθους. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό υλικό που κυριαρχεί στο συγκρότημα είναι το οξειδωμένο μέταλλο, το οποίο προέρχεται από τις παλιές εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα.
Στον σχεδιασμό των νέων κτηρίων της σχολής, ο νέος κάνναβος ακολουθεί τον κάνναβο του παλιού εργοστασίου, με τοιχεία οπλισμένου σκυροδέματος, εμφανή και στις όψεις τους. Η κατασκευή στο σύνολο της επενδύεται με λευκό σοβατισμένο σκυρόδεμα, το οποίο δημιουργεί μια αντίθεση με τα υλικά του εργοστασίου χωρίς να τα επισκιάζει. Ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί στον φυσικό φωτισμό, τον αερισμό και την ηχομόνωση των χώρων της σχολής. Για τον σκοπό αυτό, σχεδιάστηκε μια κατασκευή με τη μορφή "επιδερμίδας" από πολυκαρβονικά φύλλα, τοποθετημένα σε απόσταση 80 εκατοστών από το κτήριο, στο δεύτερο και τρίτο όροφο. Αυτή η προσθήκη εξασφαλίζει τις ιδανικές συνθήκες για ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα, ενώ παράλληλα διατηρεί την ομοιομορφία των όψεων του κτηρίου.
Σε πολλά σημεία του νέου κτηρίου και του εργοστασίου χρησιμοποιείται frosted glass, η ημιδιαφανής, γαλακτώδης υφή του οποίου ταιριάζει αρμονικά με τις όψεις των πολυκαρβονικών φύλλων.
Όσον αφορά τη διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου γύρω από τη σχολή, μέσω ορθοκανονικών χαράξεων ορίζονται ζώνες νερού και πρασίνου σε όλη την έκταση του οικοπέδου. Παράλληλα, καθορίζονται συγκεκριμένες θέσεις για την ανέγερση ενός εστιατορίου, ενός σημείου πληροφόρησης και ενός χώρου ενημέρωσης για τη βιομηχανική κληρονομιά.
Η συνολική διαμόρφωση περιλαμβάνει τρεις υποχωρήσεις εδάφους με διαφορετικές χρήσεις: μία για τον σχεδιασμό ενός υπαίθριου κινηματογράφου, μία υποχώρηση εδάφους – μπάσιμο που συνδέει την κεντρική είσοδο με την εσωτερική αυλή της σχολής, και μία τελευταία που εξυπηρετεί την είσοδο στο ισόγειο του εστιατορίου.
Στον χώρο του οικοπέδου, εκτός από τον κεντρικό κάμινο ύψους 70 μέτρων, το παλιό εργοστάσιο, τους μεταλλικούς καμίνους, το σιλό και τους νέους κτιριακούς όγκους, διατηρείται και μία σειρά από δεξαμενές που εξυπηρετούσαν τη λειτουργία του πρώην εργοστασίου. Οι δεξαμενές αυτές αναδεικνύονται μέσω της προσθήκης μιας ξύλινης πλατφόρμας, η οποία δημιουργεί μία υπερυψωμένη διαδρομή γύρω από αυτές, επιτρέποντας την παρατήρησή τους καθώς και των υπόλοιπων αστικών διαμορφώσεων.
Τέλος, στον ανατολικό τομέα του οικοπέδου διαμορφώνεται χώρος στάθμευσης για το συγκρότημα.
Με τη συνδυασμένη αυτή προσέγγιση, η Σχολή Κινηματογράφου και Οπτικοακουστικών Μέσων στη Δράμα αναμένεται να καταστεί σημαντικός πολιτιστικός και εκπαιδευτικός προορισμός, ενισχύοντας τη δημιουργική έκφραση και την τεχνολογική εξέλιξη στην περιοχή.