IN001.23 | Μανώλης Αναστασάκης

Συνέντευξη στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2021

του Μανώλη Αναστασάκη στην Αφροδίτη Ερμίδη (αναδημοσίευση από το Documento 08.12.2021)
 
Η  εικονογράφηση συμπληρώθηκε για την παρούσα παρουσίαση.


Αποκλειστικός χορηγός του λευκώματος «Αθήνα. ∆ιακόσια χρόνια. ∆ιακόσια κτίρια» ήταν ο Όμιλος AVAX. 


Το καλαίσθητο λεύκωμα «Αθήνα. ∆ιακόσια χρόνια. ∆ιακόσια κτίρια» και η ομότιτλη αρχιτεκτονική έκθεση στο Κέντρο Πολιτισµού Ιδρυµα Σταύρος Νιάρχος (9-12/12) στάθηκαν οι αφορμές για να συναντήσουμε τον αρχιτέκτονα Μανώλη Αναστασάκη, επιμελητή της έκδοσης, για να µιλήσουµε για την οικιστική ιστορία της πόλης που άλλοτε µας φαντάζει αποκρουστικά τερατώδης και άλλοτε συναρπαστικά ομοιογενής.

ΑΕ: Με ποιον τρόπο µια ιστορικής βαρύτητας πολίχνη µετά την απελευθέρωση εξελίχτηκε οικιστικά για να αναδειχτεί σε διοικητικό κέντρο του ελληνικού κράτους;

ΜΑ: Διαθέτουμε πληροφορίες για την Αθήνα προς το τέλος της Τουρκοκρατίας κυρίως από κείμενα και απεικονίσεις περιηγητών. Ο πληθυσμός της υπολογίζεται περίπου σε 10.000, µμέγεθος που για την εποχή κατατάσσει την πόλη ως την κυριότερη της Στερεάς Ελλάδας αλλά και ως σημαντική πόλη των Βαλκανίων. Η οικιστική της οργάνωση, η οποία εκτεινόταν στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης, χαρακτηριζόταν από στενά και ακανόνιστα δρομάκια µε φτωχικά σπίτια. Οι πολεμικές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της επανάστασης άφησαν την πόλη σε ερειπιώδη κατάσταση.


Η αγορά της Αθήνας γύρω στο 1805. Χαρακτικό του Edward Dodwell


Η ανοικοδόμηση ξεκινά ουσιαστικά το 1830 µε την υπογραφή του Πρωτοκόλλου Ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους στο Λονδίνο. Ήδη το 1831 εγκαθίστανται σε αυτήν οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Έντουαρντ Σάουμπερτ, στους οποίους το 1832 ανατίθεται η εκπόνηση του Νέου Σχεδίου της Πόλεως των Αθηνών. Σημαντικός σταθμός για την ιστορία της πόλης είναι η ανακήρυξή της το 1834 σε πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους. Με αναθεωρημένο το πολεοδομικό σχέδιο από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε ξεκινάει πλέον το 1834 η ταχύρρυθμη ανοικοδόμησή της. Η Αθήνα οικοδομείται πλέον ως νέα πόλη µε νέα ταυτότητα και πολεοδομικό σχέδιο του οποίου οι χαράξεις αντανακλούν την επικρατούσα για την εποχή νεοκλασική – ρομαντική πολεοδομία. Από τη ρυμοτομία τού προ της απελευθέρωσης οικισμού διασώζονται µμεγάλα τμήματα στην περιοχή της Πλάκας και μικρότερα τμήματα σε παραπλήσιες γειτονιές όπως του Μοναστηρακίου.


Σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert 

  
ΑΕ: Για ποιους λόγους εξακολουθούμε να θεωρούμε την αρχιτεκτονική υλοποίηση του κλασικισμού στην Αθήνα ανυπέρβλητου κάλλους;

ΜΑ: Η Αθήνα οικοδομείται ως πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους την περίοδο κατά την οποία είναι ώριμο στην Ευρώπη το αρχιτεκτονικό ρεύμα του κλασικισμού. Είναι λοιπόν αναμενόμενο η αρχιτεκτονική των νέων κτιρίων να ακολουθεί το διεθνές ρεύμα της εποχής, πόσο µάλλον όταν πρόκειται για αναβίωση προτύπων από το ιστορικό παρελθόν της χώρας. Τα πρώτα µμεγάλα δημόσια κτίρια καθίστανται αμέσως υποδείγματα όχι µόνο για τα επόμενα σημαντικά κτίρια της πόλης αλλά και για τα σπίτια των µμεσαίων και των λαϊκών στρωμάτων. Η αναβάπτιση στα κλασικά πρότυπα από εξέχοντες αρχιτέκτονες οδηγεί στην εμφάνιση ενός ιδιαίτερου αθηναϊκού κλασικισμού υψηλής αρχιτεκτονικής ποιότητας.

 
Θεόφιλος Χάνσεν, σχέδια Ακαδημίας, Πανεπιστημίου, Βιβλιοθήκης


ΑΕ: Υπάρχει η αίσθηση ότι µε την πάροδο των χρόνων τα αθηναϊκά κτίρια –και γενικώς αυτά του ελλαδικού χώρου– πάσχουν από έλλειψη αισθητικής. Θεωρείτε ότι έχει βάση η παραπάνω διαπίστωση;

ΜΑ: Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα τα διάφορα αρχιτεκτονικά ρεύματα περιλάμβαναν στη διαμόρφωση των όψεων των κτιρίων στοιχεία διακόσμου, είτε αυτός αναφερόταν στην ιστορία είτε όχι. Το μοντέρνο κίνημα, το οποίο εκφράζεται στην Αθήνα από τον µμεσοπόλεμο και µετά, απορρίπτει τους ιστορικούς δεσμούς µε το παρελθόν αφαιρώντας τον διάκοσμο και προτάσσοντας τις καθαρές γεωμετρικές φόρμες. Είναι πιο εύκολο να χαρακτηρίσουμε ένα κτίριο «ωραίο» όταν εμπεριέχει οικείες µμορφολογικές αναφορές. Είναι δε πολύ πιο εύκολο ένα κτίριο χωρίς διάκοσμο αλλά και χωρίς συνθετική ποιότητα να το χαρακτηρίσουμε «άσχημο». Η µμοντέρνα αρχιτεκτονική έχει να επιδείξει εξαίρετα δείγματα κτιρίων.

Για την Αθήνα αναφέρω ενδεικτικά το Χίλτον και την αμερικανική πρεσβεία. Η αχίλλειος πτέρνα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής είναι η λιτότητα στη µμορφολογική επεξεργασία των όψεων, η οποία όταν δεν συνοδεύεται από συνθετική ποιότητα καταλήγει σε ένα πολύ φτωχό αισθητικά αποτέλεσμα. Η µμεταπολεμική, µμοντέρνου ύφους ανοικοδόμηση των ελληνικών πόλεων συνέπεσε µε μια ομοιόμορφη και εργολαβική κατασκευή του τύπου της πολυκατοικίας. Τα τελευταία όμως χρόνια ο τύπος της πολυκατοικίας επανεξετάζεται µε πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα.


Ξενοδοχείο Hilton

 
ΑΕ: Η ανάγκη στέγασης του πληθυσµού της πρωτεύουσας µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και η ταχύτατη πολυκατοικιοποίηση µετά τον Εµφύλιο λειτούργησαν σε βάρος της αστικής αισθητικής;

ΜΑ: Σε περιόδους ταχείας ανάπτυξης µιας πόλης είναι αναµενόµενο να διαπιστώνουµε µια τυποποίηση στην κατασκευή. Στην περίπτωση της Αθήνας αλλά και των άλλων ελληνικών πόλεων η αστικοποίηση πραγµατοποιήθηκε µε περιορισµένο κεφάλαιο και στο πλαίσιο της µικρής ιδιοκτησίας. Αυτό ήταν το σύστηµα της αντιπαροχής, το χαρακτηριστικό στοιχείο της µεταπολεµικής αστικής ανάπτυξης. Εξετάζοντας µεµονωµένα την κάθε πολυκατοικία, η πλειονότητά τους δεν διεκδικεί δάφνες αρχιτεκτονικής ποιότητας.

Εξετάζοντάς τες όµως ως ένα σύνολο κατασκευών οι οποίες συνθέτουν εν πολλοίς το αστικό περιβάλλον, τότε ανάγονται σε χαρακτηριστικό στοιχείο µιας πόλης, συγκροτούν δηλαδή την αστική ταυτότητά της. Η Αθήνα από αυτή την άποψη έχει πολύ ισχυρή αστική ταυτότητα, η οποία δηµιουργήθηκε µεταπολεµικά. Οι ξένοι αρχιτέκτονες που επισκέπτονται την Αθήνα εντυπωσιάζονται από την οµοιογένεια του αστικού της περιβάλλοντος και από το ότι είναι µια πόλη φιλική και εξωστρεφής.

ΑΕ: Ποιες είναι οι νέες αρχιτεκτονικές τάσεις που διαµορφώνονται στο εξωτερικό και θα δούµε να εφαρµόζονται και εδώ τα επόµενα χρόνια;

ΜΑ: Η περίοδος που διανύουµε δεν χαρακτηρίζεται από την επικράτηση ενός δόγµατος ή ενός µορφολογικού ύφους στην αρχιτεκτονική. Πολλαπλές ευαισθησίες και πολλαπλές εκφραστικές δυνατότητες συνυπάρχουν και οι αρχιτέκτονες δοκιµάζονται περισσότερο στη βάση της συνθετικής τους ικανότητας. Μπορούµε να αναφέρουµε κάποιες γενικές κατευθύνσεις, τις οποίες όµως ο κάθε αρχιτέκτονας µπορεί να επιλέξει και να εκφράσει µε τον δικό του τρόπο. Εχει αναχθεί πλέον σε απαίτηση ο σχεδιασµός πράσινων κτιρίων και το οπλοστάσιο του αρχιτέκτονα είναι µακράν ισχυρότερο από την απλή τοποθέτηση φωτοβολταϊκών πάνελ. Οι πράσινες όψεις και τα φυτεµέναδώµατα είναι κάποιες από τις δυνατότητες. Οι κατασκευές από µεταλλικό σκελετό έρχονται ξανά στο προσκήνιο µε νέες δυνατότητες οι οποίες ενσωµατώνουνβιοκλιµατικέςπαραµέτρους. Οι δυναµικές όψεις επιτρέπουν τόσο τον συνθετικό χειρισµό της επιδερµίδας του κτιρίου όσο και τον έλεγχο των περιβαλλοντικών συνθηκών.

Στις πόλεις οι επεµβάσεις τύπου «αστικού βελονισµού» µεγιστοποιούν το κοινωνικό κέρδος. Ο δηµόσιος χώρος επανεξετάζεται και προσφέρεται σε όλους. Οι παραπάνω τάσεις ακολουθούνται και στη χώρα µας και πολλές από τις εφαρµογές τους είναι δίπλα µας. Το µεγάλο πάντως εργοτάξιο προκύπτει να είναι λόγω µεγέθους και σηµασίας το Ελληνικό. Από όσα έχουν δηµοσιευτεί διαφαίνεται ότι στον γενικό του σχεδιασµό έχει περγαµηνές ποιότητας. Το µεγάλοστοίχηµα είναι ο δηµόσιος χώρος να είναι δηµόσιος για όλους, πράγµα το οποίο αποτελεί κατάκτηση της ελληνικής κοινωνίας. Να µη δηµιουργηθούν δηλαδή περιοχές κατοικίας για ένα ορισµένο κοινό µε φρούρηση σεκιουριτάδων όπου η πρόσβαση είναι ελεγχόµενη και ο χώρος καθίσταται ηµιδηµόσιος.


Ανασχεδιασμός όψεων Πύργου Πειραιά

 
ΑΕ: Εν κατακλείδι, η Αθήνα σήµερα είναι όµορφη πόλη ως προς την κτιριακή της διαµόρφωση;

ΜΑ: Η Αθήνα, εννοώντας το αστικό συγκρότηµα, έχει δηµιουργήσει µια διακριτή αστική ταυτότητα και αυτή είναι η οµορφιά της. Μπορεί δε να καταστεί πολύ πιο όµορφη για τους κατοίκους και τους επισκέπτες εάν επενδύσει στην ανάπτυξη πράσινων περιοχών (είναι η πόλη µε το λιγότερο αναλογικά πράσινο ανά επιφάνεια στην Ευρώπη), την αναβάθµιση του δηµόσιου χώρου (πλατείες, πεζόδροµοι, ποιότητα αστικού εξοπλισµού), την ακτογραµµή της και τη σύνδεσή της µε τη θάλασσα, καθώς και σε στοχευµένες µικρέςεπεµβάσεις «αστικού βελονισµού» στις γειτονιές της.

ΑΕ: Ποια κτίρια ξεχωρίζετε εσείς προσωπικά από αυτά που καταγράφονται στο βιβλίο και γιατί;

ΜΑ: Στο βιβλίο δεν καταγράφονται τα 200 κτίρια στη βάση κάποιας βαθµολογικής κλίµακας αξιολόγησης. Θα επιλέξω όµως ένα κτίριο από καθεµία από τις πέντε χρονικές περιόδους παρουσίασης των κτιρίων στο βιβλίο. Για την περίοδο της συγκρότησης του αθηναϊκού κλασικισµού (1830-67) το κτίριο του Πανεπιστηµίου αποτελεί παράδειγµα ωραίων αναλογιών σε µια ήπια έκφραση του κλασικισµού. Για την περίοδο του όψιµουκλασικισµού (1868-1922) το ∆ηµοτικό Θέατρο Πειραιά µε ξαφνιάζει συνεχώς µε τον ρυθµό ανάπτυξης της κύριας όψης του. Η περίοδος του µεσοπολέµου (1923-45) αποτυπώνεται στην πολυκατοικία Τσιµπούκη µε τη λιτότητα και την έντονη οριζοντιότητα των ανοιγµάτων της. Η πρώτη µεταπολεµική περίοδος (1946-79) εκφράζεται µε τον καλύτερο τρόπο στην κατοικία Λαναρά διότι εναρµονίζει τη λειτουργικότητα µε την αισθητική και την προηγµένη τεχνολογία. Τέλος, για την τελευταία περίοδο (1980-2021) επιλέγω το Κέντρο Πολιτισµού Ιδρυµα Σταύρος Νιάρχος, διότι πέτυχε µε την ήπια ανοδική κλίση του εδάφους να διαµορφώσει έναν δηµόσιο χώρο πάρκου για όλους.


Πανεπιστήμιο


ΚΠΙΣΝ


ΑΕ: Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή των 200 κτιρίων της Αθήνας;

ΜΑ: Το βασικό κριτήριο ήταν η δηµόσια όψη του κτιρίου να έχει ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία αλλά και να συνεχίζει να κοσµεί την πόλη έως σήµερα. Βέβαια δεν έχουν συµπεριληφθεί πολύ αξιόλογα και επώνυµα κτίρια. Βασική αιτία είναι το «εορταστικό» όριο που τέθηκε µε τον αριθµό 200. Αυτό δεν σηµαίνει ότι όσα σηµαντικά κτίρια από αρχιτεκτονικής άποψης είναι εκτός λευκώµατος δεν θα άξιζαν να περιλαµβάνονται σε αυτό. Η παρουσία ενός κτιρίου σε αυτές τις σελίδες σχετίζεται και µε δευτερεύοντα κριτήρια.

Όπως για παράδειγµα την προσπάθεια για σχετική ισοκατανοµή του αριθµού των επιλεγµένων κτιρίων ανάµεσα στις χρονικές περιόδους. Με την προσπάθεια επίσης για αντιπροσώπευση όλων των σηµαντικών αρχιτεκτονικών ρευµάτων και των ισχυρών προσωπικοτήτων που διέτρεξαν τους δύο αυτούς αιώνες – µε ισχυρή παρουσία στην Αθήνα πάντα. Άλλα, δευτερεύοντα κριτήρια επιλογής ήταν η χρήση του κτιρίου (παρουσίαση τόσο των δηµόσιων κτιρίων όσο και των µεγάρων, των κατοικιών κ.λπ.), η θέση (εντός λεκανοπεδίου, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) και η ιστορική αξία κάποιων επιπλέον της αρχιτεκτονικής τους ποιότητας.