Δ014.22 | Κάστρο Μαΐνη | Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στα όρια της ανυπαρξίας


Τίτλος : Κάστρο Μαΐνη | Ίχνη ανθρώπινης παρουσίας στα όρια της ανυπαρξίας
Φοιτήτριες : Χριστίνα – Κυριακή Μαλακοδήμου, Γεωργία Μαλεύρη
Επιβλέποντες : Νικόλαος Σκουτέλης, Αλέξιος Τζομπανάκης
Σχολή: Πολυτεχνείο Κρήτης, 2021


Στη νότιο τμήμα της Πελοποννήσου, στη νοτιοδυτική πλευρά της Μάνης, βρίσκεται η χερσόνησος Τηγάνι, μια σπουδαία αρχαιολογική τοποθεσία, όπου αναπτύχθηκε ένα σημαντικό βυζαντινό οχυρό, αυτό του Κάστρου Μαΐνη.





H επέμβαση αφορά στην ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου, του Κάστρου και της ευρύτερης περιοχής του, ένα παλίμψηστο διαφόρων ιστορικών εποχών και προτείνει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ του παρελθόντος, που εμφανίζεται ως ένα φυσικό ίχνος της γης, και του παρόντος.

Μέσω της διαδρομής στο τοπίο, παρατηρούνται ανθρώπινες επεμβάσεις, σημάδια κατοίκησης από αρχαιοτάτων χρόνων. Το τοπίο αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής μνήμης και του προσωπικού φαντασιακού. Δεν έπαψε ποτέ να αναπαρίσταται, να αναφέρεται και να αναπολείται.
Τα τοπία, είναι ζωντανά υλικά φαινόμενα ανοιχτά σε πολυδιάστατες και συχνά αδιόρατες επιγνώσεις που εξαρτώνται άμεσα από τις γρήγορες εναλλαγές, καθιστώντας τα ευάλωτα. Αυτά τα ευάλωτα περιβάλλοντα όντας ερειπωμένα, οδεύουν ξανά προς το φυσικό, γίνονται υπόβαθρο και φόντο της αρχιτεκτονικής.


Τα νέα κριτήρια αξιολόγησης διαμορφώνουν μια καινοτόμα, σφαιρική σχεδιαστική διαχείριση, με  έμφαση στην ανάλυση μέσα από τη μορφολογική ερμηνεία του εδάφους και την ανάγνωση των μοτίβων-patterns-κάλυψης του εδάφους.




Η ενότητα α’ αφορά δύο επεμβάσεις στη χερσόνησο Τηγάνι. Η πρώτη αφορά την αποκατάσταση της, σε ερειπιώδη κατάσταση, βασιλικής στο Κάστρο Μαΐνη. Η δεύτερη πραγματοποιείται στο πολυπληθέστερο από τα συμπλέγματα αλυκών και αφορά την αρχιτεκτονική πρόταση μιας πλατείας αλυκών που ακολουθεί τα ενεργήματα της εκσκαφής και της συσσώρευσης. Οι έννοιες αυτές, επαναλαμβάνονται σε όλες τις επεμβάσεις, τις κλίμακες και τα επίπεδα.



Σε ένα λατομείο, η ”φύση” που αποσπάται δείχνει την άγρια λοξοδρόμηση του τοπίου. Ο σχεδιασμός αυτών των χώρων είναι σε εκκρεμότητα, είναι χώροι διφορούμενοι, θραυσματικοί και απείθαρχοι. Έτσι γεννιέται μια νέα αρχιτεκτονική, που συνεργάζεται με το έδαφος και είναι υποχρεωμένη να επεξεργάζεται μια μετάβαση: από το φυσικό στο κατεστραμμένο από το όμορφο στο εύτακτο. Η μετάβαση αυτή ακολουθεί τις τεθλασμένες γραμμές του αναγλύφου και ανιχνεύει τις φλέβες των εσωτερικών ρηγματώσεων και των κοιτασμάτων του εδάφους. Αυτές τις λανθάνουσες σημασίες, τα ίχνη και τα υλικά στοιχεία του χώρου, καλούμαστε να ανακατασκευάσουμε. 
Σε ένα λατομικό χώρο, το εσωτερικό της γης, υποβάλλεται σε ένα βίαιο μετασχηματισμό με την εξορυκτική δράση. Στο σχεδιασμό αυτής της μεταβολής, καλούμαστε να μελετήσουμε πάλι τους σχηματισμούς, ώστε μέσω αυτών να αποδοθούν νέοι. Στη δεύτερη ενότητα, παρουσιάζονται οι επεμβάσεις στο λατομείο του Αγ.Προκοπίου και η αρχιτεκτονική πρόταση για το Αρχαιολογικό μουσείο της Μάνης.






Με οδηγό τα ίχνη της τοπογραφίας, χρησιμοποιώντας τις προϋπάρχουσες υψομετρικές, γεννιέται ένα νέο τοπίο. Η κλίση και το σχήμα ακολουθούν τα προϋπάρχοντα καμπυλόμορφα περιγράμματα, έτσι διαμορφώνεται ένα περιβαλλοντικό γλυπτό. Ο λατομικός χώρος λειτουργεί ως υποδοχέας ενός δεύτερου γλυπτού τοπίου εντός του. Το λατομείο, -ως δοχείο με ιδιαίτερη ακουστική-, αποτελεί ένα γλυπτό ηχογόνο χώρο για πάσης φύσεως εκδηλώσεις.
Aντικρίζοντας την περιοχή ένταξης του κτιρίου παρατηρείται ένας αποσαθρωμένος, άγονος τόπος με ιδιαίτερο χρώμα και διάταξη πετρωμάτων. Έτσι γεννάται η ιδέα η οποία επικεντρώνεται στις έννοιες της εκσκαφής (αφαίρεσης) και της συσσώρευσης (πρόσθεσης). Μέσω του ενεργήματος της συσσώρευσης, επιτυγχάνεται η ανακατάταξη των πετρωμάτων της ανασκαφής που απώτερο σκοπό έχει τη δημιουργία χώρων, ενώ μέσω της εκσκαφής δημιουργείται κενό για λειτουργία. 





Το τελικό αποτέλεσμα τονίζει περισσότερο τη δημιουργία ενός κενού, παρά την παρουσία ενός κτιρίου. Μέσα σε αυτό ο επισκέπτης αισθάνεται μια ξαφνική κατάσταση απομόνωσης, αποσυμπίεσης και αισθητηριακής αποστέρησης του γύρω κόσμου.