Φοιτητής: Γιώργος Κόλτηρης
Επιβλέπων: Μανώλης Σταυρακάκης
Σχολή: ΕΜΠ
Η παρούσα διπλωματική εργασία αφορά τη κατάληψη ενός ανενεργού βιομηχανικού τοποσήμου στη Νάξο. Στόχος είναι η αναβίωση, ανάδειξη και διατήρηση της ιστορίας και σημασίας του ναξιακού μαρμάρου, αλλά και της λατομικής τέχνης, μέσω της αναπροσαρμογής και επαναχρησιμοποίησης ενός λατομείου μαρμάρου ανοιχτού τύπου στη καρδιά του νησιού. Tο πρόγραμμα είναι βασισμένο σε δύο άξονες. Ένα μουσειακό χώρο έκθεσης γλυπτών και ένα κέντρο ερευνών τα οποία οργανώθηκαν μεριμνώντας για την ανάδειξη της επιβλητικής μορφής του λατομείου. Αυτά είναι και τα σημεία στα οποία η εργασία εστιάζει. Μουσείο, Έρευνα, Λατομείο.
Πρωταγωνιστές της επέμβασης είναι ο Κούρος και η Κόρη, γλυπτά της Αρχαϊκής Εποχής που υπήρξαν ακρογωνιαίοι λίθοι στην εξέλιξη της γλυπτικής, αλλά και της ελληνικής τέχνης γενικότερα, όπου μέσω της λάξευσης τους επαναξιολογήθηκαν έννοιες όπως κλίμακα, αναλογία και πλαστικότητα. Είναι ένα κομμάτι της ελληνικής ιστορίας και της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας το οποίο ακόμη και στην σύγχρονη εποχή εμπλουτίζεται με νέες ανασκαφές και μελέτες. Οι Κυκλάδες και η Νάξος συγκεκριμένα υπήρξαν σημαντικά κέντρα δημιουργίας τέτοιων γλυπτών κατά την αρχαιότητα, πολλά από τα οποία πλέον εκτίθενται παγκοσμίως.
Εμπνευσμένα από αιγυπτιακά πρότυπα, οι Κούροι είναι μνημειακού μεγέθους, συχνά αρκετών μέτρων, προτάσσοντας το αριστερό πόδι μπροστά με σφιγμένες γροθιές, κολλητά στους μηρούς. Τα σώματα τους ήταν ιδανικά πλασμένα σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής, με μεγάλους ώμους και λεπτή μέση, μακριά κόμμωση, αμυγδαλοειδές σχήμα ματιών και ελικοειδή αυτιά. Τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν είναι η αυστηρή μετωπικότητα και το αρχαϊκό μειδίαμα, ένα ανεπαίσθητο και αινιγματικό χαμόγελο.
Η Αρχαϊκή Εποχή χωρίζεται σε τρεις διακριτές περιόδους, την πρώιμη, ώριμη και ύστερη Αρχαϊκή περίοδο. Κατά την πρώιμη περίοδο, οι Έλληνες γοητεύονται από το μέγεθος του έργου και έφτιαχναν Κούρους υπερφυσικού μεγέθους. Ακόμη και οι Κόρες που είναι μικρότερες αναλογικά, συχνά ξεπερνούν τα δύο μέτρα. Κατά την ώριμη αρχαϊκή περίοδο, αποκτούν μεγαλύτερη πλαστικότητα με πιο συγκεντρωμένο βλέμμα, καταλήγοντας στην ύστερη αρχαϊκή περίοδο που χαρακτηρίζεται από τη μετάβαση στη κίνηση. Αυτή η περίοδος ορίζει το τέλος της εποχής και την μετάβαση στην αρχή της κλασικής, όπου δημιουργούνται πιο ευρέως διαδεδομένα αγάλματα όπως οι Καρυάτιδες, ο Ερμής του Πραξιτέλους και πολλά ακόμη.
Στη καρδιά της Νάξου συγκεντρώνεται η εντονότερη λατομική δραστηριότητα. Ακολουθώντας τον επαρχιακό δρόμο και διασχίζοντας την ευρύτερη περιοχή μπορεί να ακουσει κανείς καθημερινά τα μηχανήματα να δουλεύουν αδιάκοπα και το μάρμαρο να αποσχίζεται από τους λόφους. Αυτή η ακουστική εμπειρια συνοδεύεται ανα διαστήματα από οπτικές φυγές των λατομείων. Ο δρομος καταλήγει στον Κινίδαρο, ένα χωριό εγκατεστημένο στο επίκεντρο της λατόμευσης ανάμεσα σε πλήθος λατομείων με μακρά ιστορία, όπως το - παλαιότερο εν ενεργεία - λατομείο Σανιδά, ή το λατομείο Μπολιμπά, το μεγαλύτερο στο νησί. Ακόμη υπάρχει πλήθος ανενεργών λατομείων, όπως τα λατομεία Αμελιάθου, Σκαρέντζου και Δύραχα-Τζιρώτη.
Όσο οι κοινωνίες γίνονται ολοένα και περισσότερο αστικές, χάνουν την επαφή με τον τόπο τους και μαζί ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας. Τα τοπία γίνονται πιο απομακρυσμένα, τόσο χωρικά όσο και αισθητικά. Έτσι εντείνεται και η αδιαφορία για το κομμάτι της πρώτης ύλης και στρέφεται προς την ασύδοτη εκμετάλλευση με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα. Οι απαιτήσεις της σύγχρονης ανθρώπινης δραστηριότητας είναι ατελείωτες και πλέον τα λατομεία έχουν πιο βιομηχανικό χαρακτήρα από ποτέ. Ως αποτέλεσμα, καταστρέφεται μη αναστρέψιμα το τοπίο αφήνοντας ανεκμετάλλευτα έρημα και κενά βιομηχανικά «κουφάρια» υπερμεγέθης κλίμακας.
Σε αυτές τις ανοιχτές πληγές στο ανάγλυφο αντηχεί το βιομηχανικό παρελθόν του τόπου που διαμορφώθηκε από το ανθρώπινο χέρι. Τι κάνουμε με αυτά τα εγκαταλελειμμένα τοπία και πως μπορούν οι πράξεις μας να συνεισφέρουν στο φυσικό; Αντιστρόφως, πως μπορεί το φυσικό να συνεισφέρει στην δική μας ζωή;
Στην παρούσα εργασία προτείνεται μια διαφορετική αναμόρφωση του τόπου που δεν στηρίζεται στην απόκρυψη της πραγματικότητας σκεπάζοντας το παρελθόν. Αποτελεί μια ευκαιρία διερεύνησης του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού σε σχέση με μια ιδιόμορφη τοπογραφική συνθήκη, σε μια συνομιλία μεταξύ κατασκευής, φυσικού και του «τεχνητού» εδάφους με απώτερο σκοπό την αναζωπύρωση της σχέσης του ανθρώπου με το μάρμαρο και η ανανέωση της μνήμης του τόπου που έχει εξασθενήσει. Το προτεινόμενο πρόγραμμα πρέπει να αποτελέσει μια χωρική υπενθύμιση της ιστορίας του τόπου, αναδεικνύοντας την αντίθεση της μνημειακότητας του εργοταξίου και των όγκων εξόρυξης σε σχέση με την ανθρώπινη κλίμακα μέσω μιας ατμόσφαιρας που ενθαρρύνει τον επισκέπτη να προβληματιστεί. Γίνεται πλέον αναφορά σε ένα μουσείο σκαλισμένο στο τόπο, στην καρδιά του Νάξου.
Στη περίπτωση αυτή το μουσείο δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτό με την έννοια που του έχει μαζικά αποδοθεί στην σύγχρονη εποχή, άρρηκτα συνδεδεμένο με την εικόνα ενός μεγάλου και τουριστικού κατασκευάσματος με μια ελιτιστική μανία για το κέλυφος. Στην αρχαιότητα, το μουσείο ήταν ένα τέμενος που προσέφερε στους ανθρώπους τη δημιουργία και τη τέρψη της ψυχής μέσω των τεχνών. Ένας χώρος αφιερωμένος στη λατρεία των 9 Μουσών (Μουσείο < Museo < Museum < Μουσεῖο) όπου καλλιεργούνταν τέχνες, γράμματα, μουσική, ποίηση, φιλοσοφία, χορός. Δεν γίνεται αναφορά σε ένα χώρο αναπαράστασης, αλλά παράστασης, σύμφωνα με το «παρίσταμαι», δηλαδή βρίσκομαι κοντά στη γνώση.
Πραγματοποιείται μια τομή στον τόπο και παράλληλα μια τομή στο χρόνο, η πρώτη μέσω της υλικής εξόρυξης και η δεύτερη μέσω του μουσείου. Τόπος και χρόνος είναι δύο αλληλένδετες έννοιες που ο αρχιτέκτονας οφείλει να λαμβάνει υπόψη και, παράλληλα με τη φύση, να σχεδιάσει στον ίδιο τόπο αλλά σε διαφορετικούς χρόνους και σε διαφορετικές ταχύτητες, καταφέρνοντας να «λαξεύσει» τον χρόνο εντός ενός ανολοκλήρωτου και άρα «αέναου» τόπου.
Με την αξιοποίηση των υφιστάμενων ανοιγμάτων δημιουργείται ένα μουσείο μέσα στο λατομείο που βασίζεται αποκλειστικά στην αφαίρεση, συμβολίζοντας τη διαδικασία εξόρυξης του μαρμάρου. Χωρίζεται σε τρεις ζώνες που αντιπροσωπεύουν τις περιόδους της Αρχαϊκής Εποχής. Για να εξασφαλιστεί η προσβασιμότητα χωρίς τη χρήση μηχανημάτων, η έκθεση εκτείνεται σε μια μόνο βαθμίδα. Τα εκθέματα τοποθετούνται εντός του μαρμάρου, επιστρέφοντάς τα ουσιαστικά στον τόπο γέννησής τους.
Τέλος, δημιουργείται το ερευνητικό κέντρο απέναντι από το λατομείο, με τα ανοίγματα προσανατολισμένα προς αυτό. Πρόκειται για μια σύμμεικτη κατασκευή όπου το μεγαλύτερο κομμάτι της είναι μεταλλικό, αξιοποιώντας τις δυνατότητες του υλικού για λεπτότερες διατομές και μεγαλύτερα ανοίγματα, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση του αισθήματος ελαφρότητας. Χαρακτηριστικό της κατασκευής είναι η απλότητα και καθαρότητα της μορφής, μια επιλογή που πηγάζει από την επιβλητικότητα του τοπίου και την συνειδητή απόφαση να μην επισκιαστεί η εντυπωσιακή παρουσία του.
Εκμεταλλευόμενο την τοπογραφία, η κατασκευή τοποθετείται χαμηλότερα από την στάθμη του μουσείου, επιτρέποντας την απρόσκοπτη θέαση του δύοντος ηλίου από το λατομείο. Η μακρόστενη αναλογία του κτιρίου ταυτίζεται με την μεγάλη διάσταση του λατομείου στον οριζόντιο άξονα, η οποία είναι μεγαλύτερη από 100 μέτρα, αξιοποιώντας έτσι ολόκληρο το μήκος του, ενώ παράλληλα αντιτίθεται με την κατακορυφότητα του νταμαριού, ισχυροποιώντας το διάλογο μεταξύ των δύο, ομαδοποιώντας το κτιριολογικό πρόγραμμα σε μια ενότητα αντί να αντιμετωπιστούν οι χρήσεις ως δύο διακριτές πραγματικότητες.
Με αυτό το τρόπο, μύθος και ιστορία εγγράφονται σε μια αφήγηση: Το Μουσείο ως Εμπειρία όπου φόντο και αφετηρία αποτελεί ο ίδιος ο τόπος. Ένα αρχείο, πιο στοχευμένο και όχι αναγκαστικά μεγάλο. Μια κρύπτη, όπως αναφέρει ο Ζ. Ντεριντά. Σύμφωνα με τον ίδιο, το αρχείο (repository), παράγωγο της λέξης αρχή, αναφέρεται σε δύο έννοιες. Πρώτον, αποτελεί την έναρξη (φύση, ιστορία), μια φυσική, ιστορική και οντολογική αρχή, αναφερόμενο στο πρώτο, το αρχικό, το αρχέγονο, το αρχετυπικό. Δεύτερον, είναι μια επιταγή (νόμος), αναφερόμενο στην αυθεντία και την κοινωνική τάξη (Archivium / Archium). Το αρχείο διατηρεί, αποθηκεύει, οικο-νομεί και βασική συνθήκη αποτελεί η εξωτερικότητα ενός τόπου. Δεν υπάρχει αρχείο χωρίς τόπο καταγραφής, χωρίς μια τεχνική επανάληψης και χωρίς μια ορισμένη εξωτερικότητα. Δεν υπάρχει αρχείο χωρίς το έξωθεν.