Δ002.25 | Μέγαρο Αθηνογένους - Ανάδειξη και επανάχρηση ιστορικού κελύφους στο κέντρο της Αθήνας

Φοιτητές: Κλεάνθης Κάλφας, Βέρα Στυλιανίδη
Επιβλέποντες: Ε. Κωνσταντινίδου, Ε. Αλεξάνδρου
Σχολή: ΕΜΠ


Η διπλωματική μας εργασία εστιάζει στην επανάχρηση του Μέγαρου Αθηνογένους και την ένταξή του στον σύγχρονο αστικό ιστό της Αθήνας. Η αποκατάστασή του δεν αποτελεί μόνο μια πράξη διατήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, αλλά και μια πρόκληση για την ενσωμάτωσή του σε ένα αστικό περιβάλλον που έχει μεταβληθεί ριζικά. Το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς επιδιώκει να διερευνήσει τρόπους βιώσιμης ανάδειξης του κτιρίου, επανασυνδέοντάς το με την πόλη και τους κατοίκους της.

Το πρώτο βήμα της εργασίας μας ήταν η ανάλυση της ευρύτερης περιοχής, ξεκινώντας από το Εμπορικό Τρίγωνο και τους βασικούς άξονες γύρω από το Μέγαρο Αθηνογένους. Το μέγαρο βρίσκεται στην οδό Σταδίου, μία από τις σημαντικότερες και ιστορικότερες αρτηρίες της Αθήνας, που συνδέει το Σύνταγμα με την Ομόνοια. Στην πορεία του χρόνου, η Σταδίου μετατράπηκε από έναν ήσυχο δρόμο σε έναν πολυσύχναστο κόμβο εμπορίου και ψυχαγωγίας, με τα χαμηλά κτίρια να αντικαθίστανται από μεγαλύτερες κατασκευές. Σήμερα, αποτελεί καθρέφτη της ιστορικής και σύγχρονης Αθήνας, όπου ιστορικά κτίρια άλλοτε εγκαταλείπονται και άλλοτε γίνονται αντικείμενο αναπλάσεων χωρίς ουσιαστική σύνδεση με τη σύγχρονη ζωή.


Ανάλυση Γύρω Περιοχής

Τα περισσότερα κτίρια της περιοχής είναι πολυκατοικίες του 19ου και 20ού αιώνα, όπου κυριαρχεί η χρήση σκυροδέματος τόσο στην οικοδόμηση όσο και στη στέγαση. Παράλληλα, σημαντικό κομμάτι του δομημένου ιστού αποτελούν διατηρητέα κτίρια του 18ου και 19ου αιώνα, που φέρουν κεραμοσκεπές νεοκλασικού τύπου, αντανακλώντας την αρχιτεκτονική κληρονομιά της Αθήνας. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από πολυώροφα κτίρια, καθώς έχει βιώσει έντονη οικονομική ανάπτυξη στο πέρασμα του χρόνου, με τα περισσότερα να φιλοξενούν χρήσεις μικρής κλίμακας, ενισχύοντας τον εμπορικό και επαγγελματικό της χαρακτήρα.

Όσον αφορά τις στοές, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και της αρχιτεκτονικής ταυτότητας της πόλης. Κατασκευασμένες κυρίως στις αρχές και τα μέσα του 20ού αιώνα, εξυπηρετούσαν πρακτικούς σκοπούς, προσφέροντας προστασία από τα καιρικά φαινόμενα και φιλοξενώντας εμπορικά καταστήματα, γραφεία και χώρους συνάθροισης. 

Ωστόσο, οι στοές που άλλοτε έσφυζαν από ζωή, ιδιαίτερα στις οδούς Πανεπιστημίου και Σταδίου, σήμερα αντιμετωπίζουν την εγκατάλειψη. Η οικονομική κρίση, η μετατόπιση των εμπορικών δραστηριοτήτων και η έλλειψη συντήρησης οδήγησαν πολλές από αυτές στην ερήμωση. Τα άλλοτε ζωντανά εμπορικά σημεία αντικαταστάθηκαν από κλειστά καταστήματα και ερειπωμένους χώρους, με αποτέλεσμα οι στοές να μετατραπούν σε ξεχασμένες διαδρομές μέσα στον πυκνό αστικό ιστό, χάνοντας σταδιακά τον κοινωνικό και οικονομικό.


Ανάλυση Οικοδομικού Τετραγώνου

Όσον αφορά το οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Σταδίου, Πανεπιστημίου, Σανταρόζα και Εμμανουήλ Μπενάκη χαρακτηρίζεται από ένα εκτεταμένο δίκτυο στοών, το οποίο διευκολύνει την πρόσβαση στις ισόγειες χρήσεις, που περιλαμβάνουν καταστήματα, υπηρεσίες και μικρές επιχειρήσεις. Ωστόσο, παρά τη στρατηγική του θέση στο κέντρο της Αθήνας, μεγάλο μέρος των χώρων παραμένει κλειστό ή εγκαταλελειμμένο, δυσχεραίνοντας τη συνολική λειτουργικότητα του οικοδομικού τετραγώνου. Η περιορισμένη εμπορική δραστηριότητα, με κυρίαρχες χρήσεις εξειδικευμένων καταστημάτων ηλεκτρονικών και μεταχειρισμένων ειδών, δεν προσελκύει ένα ευρύ κοινό, ενώ η έλλειψη χώρων κοινωνικοποίησης, όπως καφετέριες, μειώνει την ελκυστικότητα της περιοχής. Το βράδυ, η απουσία φωτισμού και η γενικότερη αίσθηση εγκατάλειψης εντείνουν την απομόνωση, καθιστώντας το οικοδομικό τετράγωνο έναν ανενεργό αστικό χώρο, που δεν ενισχύει ούτε την εμπορική ούτε την κοινωνική ζωή της πόλης.

Το οικοδομικό τετράγωνο γύρω από το Μέγαρο Αθηνογένους αντανακλά την αρχιτεκτονική ποικιλομορφία της Αθήνας, συνδυάζοντας νεότερες και ιστορικές κατασκευές. Τα περισσότερα κτίρια ξεπερνούν τους έξι ορόφους, ενώ το Μέγαρο, με μόλις δύο, ξεχωρίζει λόγω της χαμηλότερης κλίμακάς του. Εξαίρεση αποτελούν το διπλανό νεοκλασικό κτίριο και το παλιό ξενοδοχείο Majestic, που με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική τους διατηρούν την αισθητική του παρελθόντος. Αντίθετα, οι κατασκευές της δεκαετίας του 1990, κυρίως από σκυρόδεμα, προσδίδουν έναν πιο σύγχρονο αλλά λιγότερο καλλιτεχνικό χαρακτήρα στην περιοχή, δημιουργώντας μια έντονη αντίθεση μεταξύ παλιού και νέου.


Ανάλυση Υφιστάμενης Κατάστασης του Μεγάρου Αθηνογένους

Το Μέγαρο Αθηνογένους είναι ένα εμβληματικό νεοκλασικό κτίριο της Αθήνας, χτισμένο μεταξύ 1875 και 1880. Η αρχιτεκτονική του αποδίδεται στον Γάλλο αρχιτέκτονα Frédéric Piatt, αν και υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για τον σχεδιαστή του, με κάποιους να προτείνουν τους Eugene Trumb ή Ernest Ziller. Αρχικά ανήκε στην αθηναϊκή οικογένεια Αθηνογένους, συνδεδεμένη με την οικογένεια Σκουλούδη. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το Μέγαρο είχε ποικίλες χρήσεις, περιλαμβανομένης της στέγασης της Οθωμανικής Τράπεζας. Το 1989, το κτίριο πέρασε στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, η οποία πρότεινε την ανακατασκευή του.

Το Μέγαρο υπέστη σοβαρές ζημιές μετά τον σεισμό του 1999 και καταστράφηκε εξωτερικά από πυρκαγιά το 2004. Το 2017, προτάθηκε για δεύτερη φορά μία νέα αποκατάσταση που ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 2025, ύστερα από 8 χρόνια καθυστέρησης. Η αποκατάσταση αυτή περιλαμβάνει τη διατήρηση της ιστορικής πρόσοψης του Μεγάρου και την κατασκευή μιας πενταώροφης προσθήκης στον πίσω χώρο του, σε αντίθεση με τις προηγούμενες προτάσεις για οκταώροφο κτίριο.

Η κάτοψη του κτιρίου είναι αυστηρά συμμετρική, με την κεντρική είσοδο να αποτελεί τον βασικό άξονα συμμετρίας. Δύο επιπλέον είσοδοι βρίσκονται εκατέρωθεν στις πλευρικές στοές, ενισχύοντας την πρόσβαση και τη σύνδεση με το γύρω αστικό περιβάλλον. Το Μέγαρο διαρθρώνεται σε τρία βασικά κλίτη, με εκατέρωθεν στοές, ενώ το κεντρικό κλίτος είναι το μεγαλύτερο και κυριαρχεί στη σύνθεση.

Το Μέγαρο Αθηνογένους εκφράζει αρχιτεκτονικά τη μετάβαση από τον κλασικισμό σε εκλεκτικιστικές μορφές, με έντονες γαλλικές νεομπαρόκ επιρροές. Το κτίριο καταλαμβάνει ολόκληρο το μέτωπο επί της οδού Σταδίου, ενώ με πλαϊνές στοές εκατέρωθεν της κεντρικής εισόδου, επιτρέπει την πρόσβαση στους επισκέπτες σε όλη την ιδιοκτησία.

Η μνημειακή πρόσοψη είναι το μοναδικό διατηρητέο στοιχείο του μεγάρου. Συνδυάζει τη νεοκλασική σύνθεση με ιωνικές παραστάδες και στοιχεία γαλλικού νεομπαρόκ, επιδεικνύοντας απόλυτη συμμετρία. Η κεντρική είσοδος του κτιρίου, μαζί με δύο πλευρικές εισόδους στις στοές, κυριαρχείται από ένα πρόπυλο με στοά και δύο μαρμάρινους δωρικούς κίονες στο ισόγειο. Στον όροφο, οι παραστάδες φέρουν επίκρανα που μιμούνται ιωνικά κιονόκρανα, ενώ το σύνολο στεφανώνεται με μπαρόκ στοιχεία. Στον όροφο υπήρχαν τρεις εξώστες με μαρμάρινο δάπεδο, φουρούσια και μεταλλικά κιγκλιδώματα.

Η πρόσοψη ενσωματώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σχολής αυτής, όπως ο τονισμός του κεντρικού άξονα με την εσοχή στο ισόγειο, μια στοά με δωρικούς κίονες, και τα ανοίγματα στον όροφο που οργανώνονται ανάμεσα σε ιδιόρρυθμες ιωνικές παραστάδες μικρασιατικού τύπου. Τα πλάγια τμήματα της όψης προεξέχουν και καταλήγουν σε καμπυλωτά μανιεριστικά αετώματα, ενώ το διακοσμητικό στηθαίο που υπερίπταται του


Ανάλυση Υφιστάμενης Κατάστασης - Βλάβες

Η σημερινή κατάσταση του Μεγάρου Αθηνογένους είναι αποκαρδιωτική, καθώς η εγκατάλειψη και η έλλειψη συντήρησης έχουν οδηγήσει σε εκτεταμένες φθορές και σοβαρά στατικά προβλήματα. Πολλά από τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία έχουν χαθεί, με τον κεντρικό εξώστη του ορόφου και τη στέγη να μην υφίστανται πλέον, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των ξύλινων πατωμάτων έχει καταστραφεί. Η πρόσοψη παρουσιάζει έντονες αλλοιώσεις, με αποκολλήσεις επιχρισμάτων και διακοσμητικών στοιχείων, δίνοντας την εικόνα ενός κτιρίου σε προχωρημένη εγκατάλειψη.


Διαδρομές Τελικής Ιδέας


Αφού ολοκληρώσαμε την εκτεταμένη ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης του Μεγάρου Αθηνογένους, περνάμε τώρα στο δεύτερο μέρος της μελέτης μας, το οποίο αφορά την ανάδειξη του κτιρίου και την ομαλή ένταξή του στον αστικό ιστό της Αθήνας.

Κεντρικό στοιχείο της πρότασής μας είναι η χωρική συνέχεια και η ενίσχυση του δικτύου των στοών, οι οποίες έχουν υποστεί γενικότερη εγκατάλειψη. Ο κεντρικός διάδρομος που βρίσκεται στο πίσω μέρος του οικοπέδου ευθυγραμμίζεται με τη νοητή ευθεία της στοάς που υπάρχει στο οικοδομικό τετράγωνο, ενισχύοντας τη συνέχεια του χώρου και την αίσθηση ενότητας στο αστικό περιβάλλον. Η δημιουργία αυτής της συνεχόμενης στοάς θα συνδέσει δύο βασικές αρτηρίες, την οδό Σταδίου και την οδό Πανεπιστημίου, προσδίδοντας εκ νέου ζωντάνια στο εμπορικό και πολιτιστικό δίκτυο των στοών της περιοχής. Παράλληλα, στοχεύουμε στην επαναλειτουργία ορισμένων χώρων μέσα στις στοές, με χρήσεις που θα σχετίζονται άμεσα με τη λειτουργία του Μεγάρου, ενισχύοντας έτσι τη δυναμική του.




Προχωρώντας πλέον στην τελική διαμόρφωση της πρότασής μας, εστιάζουμε στην αποκατάσταση του Μεγάρου Αθηνογένους με γνώμονα τη διατήρηση της αρχικής του αρχιτεκτονικής και ιστορικής ταυτότητας. Δίνουμε έμφαση στα πρωτότυπα τοιχώματα και στη δομή του κτιρίου, ενώ οι επεμβάσεις περιορίζονται κυρίως στο εσωτερικό, με στόχο τη διατήρηση της αυθεντικότητάς του.

Η κύρια είσοδος διατηρείται στο κεντρικό κλίτος του κτιρίου, το οποίο εξακολουθεί να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η είσοδος αυτή οδηγεί τον επισκέπτη σε έναν υπερυψωμένο χώρο, στον οποίο φτάνει ανεβαίνοντας πέντε σκαλοπάτια. Από το σημείο αυτό, ο κεντρικός χώρος λειτουργεί ως διάδρομος που συνδέει το μπροστινό τμήμα του κτιρίου με τη στοά στο πίσω μέρος του οικοπέδου, ενισχύοντας τη συνέχεια του χώρου και τη σύνδεση του Μεγάρου με τον αστικό ιστό.




Σε αντίθεση με την παλιά διάταξη, όπου υπήρχαν πέντε είσοδοι, η νέα πρόταση περιλαμβάνει δύο βασικές εισόδους: την κεντρική και εκείνη της δεξιάς στοάς, εξασφαλίζοντας έτσι πιο ελεγχόμενη πρόσβαση και λειτουργικότητα. Οι πλευρικές στοές διατηρούνται και ενσωματώνονται στη συνολική εμπειρία κίνησης, καθώς πρόκειται για ράμπες που οδηγούν στο χαμηλότερο, πιο υποβαθμισμένο τμήμα του οικοπέδου.

Ένα από τα κεντρικά στοιχεία της πρότασής μας είναι η ύπαρξη μιας κεντρικής ανοιχτής τρύπας, η οποία έχει διττό χαρακτήρα: αφενός διαμοιράζει τις κινήσεις εκατέρωθεν, αφετέρου συνδέει τον χώρο του ισογείου με το υπόγειο επίπεδο. Στα δεξιά της, ο επισκέπτης συναντά έναν εκθεσιακό χώρο, ενώ στα αριστερά βρίσκεται ο χώρος υποδοχής. Κατά τις βραδινές ώρες, αυτοί οι χώροι μπορούν να κλείνουν με τζαμαρίες, επιτρέποντας την ελεγχόμενη ροή των πεζών μόνο μέσα από την κεντρική στοά, ενισχύοντας το αίσθημα ασφάλειας.


Αξονομετρική Προβολή

Η διαμόρφωση του κτιρίου έχει ως βασική αρχή τη συμπερίληψη όλων, προσφέροντας άνετη πρόσβαση και για άτομα με κινητικές δυσκολίες. Στο πίσω μέρος του δεξιού εκθεσιακού χώρου, μια ράμπα κατευθύνει τον επισκέπτη μέσα από ένα επιπλέον επίπεδο προς τον υπαίθριο χώρο του οικοπέδου. Επανερχόμενοι στο κεντρικό κλίτος, προχωράμε προς το εσωτερικό του κτιρίου, όπου, λίγο μετά την κεντρική τρύπα, μια μικρή σκάλα μας οδηγεί σε ένα μεταβατικό επίπεδο. Από εκεί, ένας πάγκος με καθίσματα προσφέρει άμεση θέα προς τον πίσω χώρο, επιτρέποντας μια στάση παρατήρησης.

Για να κατέβει κανείς στο επίπεδο του πίσω μέρους του οικοπέδου, στρίβει αριστερά, περνά από έναν μικρό χώρο μπαρ και στη συνέχεια ακολουθεί τις σκάλες. Η κίνηση μέσα στον χώρο δεν ακολουθεί μια σταθερή ευθύγραμμη ροή. Παρότι, Το βλέμμα διατηρεί μια αδιάκοπη, ευθύγραμμη πορεία, η περιήγηση απαιτεί μικρούς ελιγμούς, επιτρέποντας στους επισκέπτες να ανακαλύψουν σταδιακά το Μέγαρο.

Βρισκόμαστε πλέον στο υπαίθριο τμήμα του κτιρίου, από όπου ο επισκέπτης μπορεί να κινηθεί ελεύθερα στον πίσω χώρο. Έχει τη δυνατότητα είτε να συνεχίσει τη διαδρομή του προς τη στοά είτε να περιηγηθεί στον περιβάλλοντα χώρο. Στο πίσω μέρος του οικοπέδου, διακρίνονται δύο μεταλλικές εγκαταστάσεις, όμοιου σχήματος, εκ των οποίων η μία λειτουργεί αποκλειστικά ως κλιμακοστάσιο, ενώ η άλλη περιλαμβάνει ένα αμφιθέατρο που οδηγεί στο υπόγειο επίπεδο.


Μεταλλική Κατασκευή


Ένα από τα κεντρικά στοιχεία της πρότασης είναι η δημιουργία ενός ανυψωμένου κήπου, ο οποίος θα λειτουργεί τόσο ως πράσινος πνεύμονας για την πόλη όσο και ως χώρος κοινωνικής και πολιτιστικής δραστηριότητας. Ο στόχος είναι να προσφέρει έναν ζωντανό, κοινόχρηστο χώρο, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα και τη συμμετοχή των πολιτών. Οι κάτοικοι θα μπορούν να καλλιεργούν φυτά και βότανα, προάγοντας την αυτάρκεια και δημιουργώντας ένα αίσθημα συλλογικότητας. Παράλληλα, ο κήπος θα φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες και εκθέσεις, εμπλουτίζοντας τη ζωή της περιοχής. Η ύπαρξη φυτών θα βελτιώσει την ποιότητα του αέρα και θα μειώσει τη θερμοκρασία, προσφέροντας ένα φυσικό μέσο δροσιάς.



Ως αναπόσπαστο κομμάτι της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, ο ανυψωμένος κήπος θα λειτουργεί και ως σημείο αναφοράς, αναβαθμίζοντας τον χαρακτήρα του Μεγάρου Αθηνογένους και ενισχύοντας την αξία του ως αστικού τοπόσημου. Επιπλέον, κάτω από τον κήπο θα διαμορφωθεί μια νέα διαμπερής στοά, η οποία θα ενώνει τις διαφορετικές πλευρές του οικοπέδου και θα προσφέρει μια φυσική σύνδεση στο ευρύτερο περιβάλλον.

Αναφορικά με τον σχεδιασμό του υπαίθριου χώρου, οι βασικές κινήσεις σηματοδοτούνται με πλακόστρωση στην κεντρική και πλευρική στοά, ενώ το υπόλοιπο τμήμα είναι φυτεμένο, ενισχύοντας το πράσινο στην περιοχή. Η μεταλλική εγκατάσταση που βρίσκεται στο πίσω μέρος βασίζεται σε έναν νοητό κάνναβο πέντε επιπέδων, ο οποίος αποτελεί κεντρικό εργαλείο στη συνολική αρχιτεκτονική επέμβαση.


Τομές


Η περιήγηση που προτείνουμε στο Μέγαρο Αθηνογένους προσφέρει μια εμπειρία συνεχούς ανακάλυψης. Αν και η κίνηση ακολουθεί μια ευθύγραμμη λογική, η σταδιακή αποκάλυψη των χώρων και των διαδρομών προσφέρει στους επισκέπτες μια δυναμική και πολυεπίπεδη προσέγγιση, δίνοντας ξανά ζωή στο κτίριο και ενισχύοντας τη σύνδεσή του με το ευρύτερο αστικό περιβάλλον.

Η περιήγηση συνεχίζεται στον πρώτο όροφο του Μεγάρου Αθηνογένους. Για να ανέβει κανείς σε αυτόν, αρκεί να κατευθυνθεί προς το κεντρικό κλιμακοστάσιο, το οποίο αποτελεί μια μεταλλική κατασκευή που συμπληρώνει τη γωνία του Μεγάρου, διατηρώντας ωστόσο μια μικρή απόσταση από αυτό. Αυτή η απόσταση επιτρέπει στη νέα προσθήκη να παραμένει διακριτή, ενώ παράλληλα ενσωματώνεται στο σύνολο, ακολουθώντας τη λογική του αντίστοιχου κεντρικού μεταλλικού όγκου με τα γύρω κτίρια.




Ένας εναλλακτικός τρόπος πρόσβασης στον πρώτο και τον δεύτερο όροφο είναι μέσω της μεγάλης μεταλλικής κατασκευής, από την οποία μια γέφυρα ενώνει τον πίσω όγκο με το Μέγαρο. Ο πρώτος όροφος περιορίζεται στα εκατέρωθεν κλίτη, αφήνοντας το κεντρικό τμήμα του κενού. Σε αυτούς τους χώρους διαμορφώνονται εκθεσιακές ζώνες, επιτρέποντας τη φιλοξενία τόσο μόνιμων όσο και περιοδικών εκθέσεων.




Η πρόσβαση στον δεύτερο όροφο γίνεται με τους ίδιους τρόπους. Σε αντίθεση με τον πρώτο, αυτός ο όροφος καλύπτει όλο τον εσωτερικό χώρο, δημιουργώντας μια ενιαία εμπειρία για τον επισκέπτη. Εδώ φιλοξενούνται pop-up restaurants, τα οποία προσφέρουν έναν δυναμικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο χώρο γαστρονομικής εξερεύνησης. Οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να δοκιμάσουν νέες γεύσεις και να παρακολουθήσουν νεαρούς σεφ να αναδεικνύουν τη δουλειά τους. Αυτά τα pop-up εστιατόρια λειτουργούν όχι μόνο ως γαστρονομικές εμπειρίες, αλλά και ως πλατφόρμες δημιουργικής έκφρασης και ανάδειξης νέων ταλέντων στη μαγειρική. Παράλληλα, ενισχύουν την κοινωνική αλληλεπίδραση, καθώς οι επισκέπτες συγκεντρώνονται σε κοινά τραπέζια ή πάγκους, ενθαρρύνοντας την επικοινωνία και την ανταλλαγή εμπειριών. Επίσης, η προσωρινότητα αυτών των χώρων επιτρέπει συνεχή ανανέωση και ευελιξία, καθιστώντας τους ελκυστικούς για επαναλαμβανόμενες επισκέψεις.

Ένα στοιχείο που αξίζει να τονιστεί είναι ότι τα πατώματα του πρώτου και του δεύτερου ορόφου αποκολλώνται από την μπροστινή όψη, αναδεικνύοντάς την ως το μοναδικό διατηρητέο στοιχείο του κτιρίου. Με αυτόν τον τρόπο, ενισχύεται η ιστορική και αρχιτεκτονική της αξία, διατηρώντας την οπτική της καθαρότητα.




Όσον αφορά τις αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν, πέρα από τα ανοίγματα στην πίσω πλευρά του Μεγάρου, τα παράθυρα στις πλευρές του κτιρίου έχουν διατηρηθεί στην αρχική τους μορφή. Αυτό σημαίνει ότι, σε ορισμένα σημεία, μπορεί κανείς να παρατηρήσει δύο ορόφους μέσα από τα υπάρχοντα ανοίγματα, δημιουργώντας έτσι μια ενδιαφέρουσα αλληλεπίδραση ανάμεσα στο νέο και το παλιό.

Η συνολική διαμόρφωση του πρώτου και του δεύτερου ορόφου διατηρεί τη βασική φιλοσοφία του σχεδιασμού: σεβασμός στην ιστορική αξία του κτιρίου, εναρμόνιση με το αστικό περιβάλλον και ενίσχυση της κοινωνικής και πολιτιστικής δραστηριότητας μέσα από




Η πρόταση αποκατάστασης και επανάχρησης του Μεγάρου Αθηνογένους επιχειρεί να αποδώσει νέα ζωή στο ιστορικό κτίριο, διατηρώντας την αρχιτεκτονική και πολιτιστική του αξία, ενώ παράλληλα το εντάσσει δυναμικά στον αστικό ιστό της Αθήνας. Με βασική στρατηγική τη δημιουργία ενός πολιτιστικού κέντρου και τη διαμόρφωση ενός δημόσιου χώρου ανοιχτού σε όλους, το Μέγαρο μετατρέπεται από έναν στατικό, απομονωμένο όγκο σε έναν ζωντανό πόλο έλξης. Η νέα αρχιτεκτονική σύνθεση επιτυγχάνει έναν διάλογο ανάμεσα στο παλιό και το νέο, με σεβασμό στην υπάρχουσα δομή αλλά και με σύγχρονες προσθήκες που ενισχύουν τη λειτουργικότητα και την προσβασιμότητα του κτιρίου.