Δ030.22 | ΠΡΩΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ | ο άλλος κήπος, μια άλλη αφήγηση

Τίτλος: ΠΡΩΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ | ο άλλος κήπος, μια άλλη αφήγηση
Φοιτητές: Μάρκος Βλάχος, Τάσος Μαράντος, Αθηνά Τσάμη
Επιβλέπουσα Καθηγήτρια:  Βοζάνη Αριάδνη
Σύμβουλος Καθηγητής: Ζαχαριάδης Γιάννης
Σχολή: Ε.Μ.Π.
Επαναξιοδοτούμε την ζωή μέσω της έννοιας του θανάτου. Στην σύγχρονη διαχειριστική κοινωνία, πουόλα μετριούνται σε αριθμούς και κυριαρχεί ο ρασιοναλισμός του φόβου, επιλέγουμενα εμπιστευτούμε τις αξίες, προσεγγίζοντάς τες μέσω μιας ακραίας μορφής τους. Την μυστηριακή έννοια του θανάτου.


Επιλέγουμε το Α’ Νεκροταφείο, ως το κατεξοχήν νεκροταφείο της πόλης, όπου πέρα από την ταφή των νεκρών, αποτελεί ένα υπαίθριο μουσείο ταφικής τέχνης συμπεριλαμβάνοντας σημαντικά κομμάτια της ιστορίας της Ελλάδας.

Από την αρχαιότητα τα νεκροταφεία τοποθετούνταν έξω από τα τείχη, στις πύλες των πόλεων για να προστατεύουν τους ζωντανούς. Στην σύγχρονη Αθήνα, το Α’ νεκροταφείο τοποθετήθηκε αρχικά εκτός της πόλης, όμως η εξάπλωση του αστικού ιστού άρχισε να ασκεί πιέσεις στα όρια του νεκροταφείου και να προκαλεί μια ασάφεια στον ρόλο του εντός της πόλης.


Τα όρια του Νεκροταφείου διαφέρουν. Δύο μεγάλοι λεωφόροι και ένα σαφές όριο ψηλού τοίχου, σε αντιδιαστολή με την ασυνέχεια στην οδού Μουσούρου και την υψομετρική υπεροχή της πόλης που αποστρέφεται το μέσα. Μια πλατεία υπαίθριο πάρκινγκ στην είσοδο του Νεκροταφείου.



Πρώτες προσεγγίσεις.

Σημειακά ακολουθούμε την γεωμετρία του πεδίου μελέτης, προσπαθώντας να ισορροπήσουμε τις ανάγκες της πόλης ε το πνεύμα του νεκροταφείο. Αρχίζει να φανερώνεται η ανάγκη σύνδεσης των επιμέρους παρεμβάσεων και της ενιαίας διαχείρισης.
Η δυσκολία να προσδιορίσουμε τον χαρακτήρα του ορίου και να αναζητήσουμε ένα τρόπο όρασης, ώστε να αναγνωρίσουμε το Νεκροταφείο. Το τετράγωνο και η αρχετυπική, ιδεατή καταγωγή του, μας επιτρέπει να δούμε την ευρύτερη ολότητα του νεκροταφείου.



Η πρότασή μας επιχειρεί να απαντήσει σε δύο επίπεδα. Εννοιολογικά και λειτουργικά - αριθμητικά ζητούμενα του Νεκροταφείου. Παραδείγματος χάρη την ανάγκη διαμόρφωσης της πλατείας, τον κορεσμό του οστεοφυλακίου και την διαχείριση του χώρου και του χρόνου του θρήνου. Παράλληλα χρησιμοποιούμε στοιχεία όπως ο βράχος, το νερό, το λιβάδι, ως συνθετικά εργαλεία. Εστιάζουμε και σχεδιάζουμε την κύρια όψη – το Προσωπείο του Νεκροταφείου και την πλατεία ως πλατύσκαλο για την είσοδο σε αυτό. Έπειτα την όψη του από την πλευρά της πόλης με το οστεοφυλάκιο. Ένα κήπο λουλουδιών, μνεία του εποχικού χρόνου της μέριμνας του μνήματος .


Στο πιο ασαφές όριο τοποθετείται η πιο ακλόνητη συνθετική κίνηση. Το οστεοφυλάκιο, που λειτουργεί σε δυο κόσμους. Εννοιολογικά οι νεκροί φυλάσσουν την είσοδο από την πόλη. Λειτουργικά ρυθμίζει την ανισοσταθμία των επιπέδων σαν ισχυρός αναλυμματικός τοίχος. Εξελίσσεται μια διαδρομή καθαρής γεωμετρίας, εναλλαγής φωτός και σκιάς. Με αφετηρία το λιβάδι και τον ήχο των κροτάλων, οδηγεί στο νερό, τον αντικατοπτρισμό του ουρανού στην γη.




Η αποκάλυψη του βράχου, επαναφέρει το φυσικό τοπίο ως όριο μεταξύ της πόλη και του νεκροταφείου. Στο άλλοτε άλσος, ο τοίχος γίνεται και αυτός μνημείο μιας και επιτρέπει την ταυτόχρονη θέαση των δύο πόλεων. Παράλληλα, το deck λειτουργεί ως πλατύσκαλο και επιτρέπει μια δευτερεύουσα είσοδο, ως η κερκόπορτα του νεκροταφείου. Η πλατεία, διαμορφώνεται ως η συνέχεια του βράχου, ως μια αποκρυσταλλωμένη έκφρασή του, και λειτουργεί επίσης ως μεταβατικός χώρος μεταξύ των δύο κόσμων.



Έξω από τον χώρο του θρήνου για τον νεκρό και πίσω από την εκκλησία όπου τελούνται οι κηδείες, μια υπερυψωμένη αυλή σε άμεση σχέση με τα κατακόρυφα βράχια του λόφου, λειτουργεί ανακουφιστικά και δίνει χρόνο ώστε να λάβουν χώρα, τα διαδικαστικά κομμάτια της ταφής.


Παρόλη την ανησυχία μας και την προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε το θέμα και να το αποδώσουμε σχεδιαστικά είναι αδύνατο με τα σχεδιαστικά εργαλεία να φέρουμε στο φως την έννοια του θανάτου.