Δ034.18 Το μετρό ως χώρος τέχνης | Προς μια νέα διαχείριση της μετακίνησης


Διπλωματική Εργασία: Το μετρό ως χώρος τέχνης | Προς μια νέα διαχείριση της μετακίνησης 
Φοιτήτρια: Βενετσανάκη Χαρά
Επιβλέποντες Καθηγητές: Ιφιγένεια Μάρη, Παναγιώτης Τουρνικιώτης, Μπούκη Μπαμπάλου
Αρχιτεκτονική Σχολή Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου | Ιούλιος 2018

Η εν λόγω έρευνα θέτει σαν βασικό της άξονα την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των ποιοτήτων της σύγχρονης μετακίνησης στα πλαίσια της μητροπολιτικής Αθήνας. Έχοντας σαν αφετηρία την δυναμική που φέρουν τα μέσα μαζικής μετακίνησης, σαν ένα δίκτυο σημείων αλληλοτομίας της καθημερινότητας των κατοίκων, αναγνωρίζεται η ιδιαίτερη φυσιογνωμία του μετρό έναντι των άλλων μέσων μεταφοράς, η οποία έγκειται στην πλήρη αποκοπή από τον αστικό χώρο κατά την διάρκεια της μετακίνησης. Αυτού του είδους η απομόνωση από την πληροφορία που φέρει η πόλη μοιάζει σαν μια ευκαιρία για νέες εγγραφές ερεθισμάτων στον μετακινούμενο παρατηρητή.


Το μετρό με την υπογειοποίηση του δημιουργεί ένα νέο πεδίο, ανάλογο αυτού που ο Foucault ονόμασε ετεροτοπία. Αυτό σημαίνει πως το δίκτυο παρόλη τη σαφή αναγωγή του στο πεδίο της πόλης βρίσκεται έξω από το σύστημα της, στο οποίο ωστόσο αναφέρεται και το αντανακλά. Καθημερινά 614.000 επιβάτες κατά μέσω όρο μετακινούνται μέσα από τα κανάλια του ετεροτοπικού αυτού δικτύου. Για όλους αυτούς τους χρήστες το μετρό αποτελεί ένα κανάλι της καθημερινότητας τους πάνω στο οποίο εγγράφουν τις ζωές τους. Ο Marc Auge γράφει πως το μετρό μοιάζει με τις γραμμές στην παλάμη του χεριού αφού σ αυτές μπορεί κανείς να διαβάσει την ζωή του.Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο οι χώροι του διαρθρώνονται ακολουθεί μια καθαρά λειτουργική διαδικασία οργάνωσης.

Η αναγνώριση ωστόσο της σημασία του μέσου και παράλληλα η ιδέα αξιοποίησης του μετρό εντάσσοντας την τέχνη μέσα στους σταθμούς υπήρξε ήδη από την πρώτη φάση κατασκευής στην περίπτωση Αθήνας. Οι πρώτοι σταθμοί φέρουν μια σαφή σύνδεση του χώρου με την ιστορία της πόλης, μια και η κατασκευή του αποτέλεσε την μεγαλύτερη αρχαιολογική ανασκαφή που έχει γίνει ποτέ στην Αθήνα. Έπειτα η ιδέα εξελίχθηκε με την ένταξης στους σταθμούς έργων σύγχρονων ελλήνων εικαστικών. Το επόμενο βήμα έγινε το 2016 με διοργάνωση του θεσμού “metrostages”, μέσα από την οποία καλλιτέχνες μπορούν να επικοινωνούν την δουλειά τους στους χώρους των σταθμών.

Ωστόσο οι ταχύτητες που αναπτύσσονται από τους χρήστες καθώς και η καθημερινή τριβή με τους χώρους, δεν αφήνουν τα περιθώρια συγχρωτισμού με τα εκθέματα, αντίθετα τα μετατρέπουν σε σημεία προσανατολισμού μέσα στην δαιδαλώδη ανάπτυξη των χώρων κίνησης. 

Κατά αυτόν τον τρόπο η υπόγεια μετακίνηση φτάνει να είναι μια μηχανική κίνηση, κενή ερεθισμάτων.Στόχος αυτής της διπλωματικής είναι να σπάσει τον φραγμό αυτό και να ανατρέψει την παγωμένη εικόνα των σταθμών θέτοντας σε μια νέα βάση στο σχεδιασμό τους, όπου χώρος, χρόνος, ταχύτητα και τέχνη είναι αλληλένδετα. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να προκύψει μια νέα ιδέα ένταξης ικανή να επιτύχει τον τελικό σκοπό της.

Σ’ αυτό το πλαίσιο μελετώνται οι δύο σταθμοί μετεπιβίβασης της γραμμής 4. Οι εν λόγω σταθμοί -Ευαγγελισμός και Ακαδημία- επανασχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε μέσα στο στενά λειτουργικό τους σύστημα να μπορέσουν να υπάρξουν σημεία, που ανατρέποντας την προφανή χρήση του χώρου, θα μπορέσουν να δημιουργήσουν κοιτίδες τέχνης. Η πρόθεση αυτή έχει σκοπό να δώσει στον χώρο έναν χαρακτήρα μεταβαλλόμενο και να εμπλέξει το συμβάν μέσα στις καθημερινές ροές. Γι’ αυτό τον σκοπό μελετώνται οι ταχύτητες του χρήστη στον κάθε σταθμό, οι οποίες διαμορφώνονται σημαντικά από τον σκοπό κίνησης και την χρονική στιγμή μέσα στην μέρα.


Εστιάζοντας γύρω από τους δύο σταθμούς γίνεται εμφανής η αντίθετη πυκνότητα διαφορετικών χρήσεων. Ο μεν σταθμός της Ακαδημίας περιβάλλεται από χρήσεις εμπορίου και υπηρεσιών ενώ ο σταθμός του Ευαγγελισμού από δύο περιοχές κατοικίας. Μέσα από αυτήν την παρατήρηση μπορέι να προβλεφθεί πιο εύστοχα η διάθεση του επιβάτη να σταθεί μπροστά στο ερέθισμα. Η συνθήκη αυτή φανερώνει την ανάγκη ένταξης της τέχνης με διαφορετικό τρόπο, βάσει των ρυθμών της πόλης και των ταχυτήτων που θα διαμορφώνει ο ίδιος ο χώρος του σταθμού.
Κατ’ αντιστοιχία λαμβάνονται υπόψιν οι διαφορετικές ανάγκες κάθε τέχνης τόσο σε σχέση με την διάρκεια όσο και με την ταχύτητα κίνησης του δέκτη. Με αυτό τον τρόπο ορίζεται ένας επιμερισμός των τεχνών μεταξύ δρώμενου και έκθεσης. Αυτή η βασική ομαδοποίηση έρχεται να ενταχθεί στο σύστημα του μετρό ακολουθώντας την ίδια την ιεραρχία του χώρου.

Σταθμός Ακαδημία
Στον υπάρχοντα σχεδιασμό, ο σταθμός Ακαδημία τοποθετείται στον πεζόδρομο μεταξύ του πνευματικού κέντρου Αθηνών και της Νομικής Σχολής. Η κατάβαση στο επίπεδο της αποβάθρας αλλά και η κίνηση προς τον υπάρχοντα σταθμό του Πανεπιστημίου οργανώνονται με μια βασική επιμήκη σήραγγα που διατρέχει υπόγεια τον χώρο μεταξύ των ιστορικών κτιρίων του Πανεπιστημιου και της Ακαδημίας. Από τον επιμήκη αυτό διάδρομο μέσω επικλινών σηράγγων οργανώνονται  οι κλίμακες που οδηγούν στο επίπεδο των αποβαθρών.

Η νέα πρόταση οργανώνεται γύρω από την ιδέα συσχετισμού του τυφλού κόμβου κινήσεων που υπάρχει στον σχεδιασμό, ώστε να δημιουργηθεί μια κεντρικότητα στον επιμήκη χώρο των αποβαθρών, ο οποίος αποτελεί την κατεξοχήν στάση συγκριτικά με τους υπόλοιπους χώρους του μετρό. Οι κλίμακες οργανώνονται σε δύο επίπεδα, δημιουργώντας ένα ενδιάμεσο χώρο, ορατό από τις αποβάθρες αλλά και το υπερκείμενο επίπεδο. Ο σχεδιασμός αυτός μέσω των αντίρροπα οργανωμένων κινήσεων, δημιουργεί στο κέντρο διασταύρωση βλεμμάτων που σε συνδυασμό με την χωροθέτηση των μεσοεπιπέδων συγκεντρώνει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για την δημιουργία ενός θεατρικού χώρου επάλληλου των αποβαθρών.



Ακόμη, η νέα πρόταση επανεξετάζει τον χώρο της μετεπιβίβασης. Ο συνδετικός διάδρομος διαπλατύνεται εντάσσοντας μια ακόμη ζώνη κίνησης που αποτελεί παράλληλα έναν χώρο ικανό να φιλοξενήσει περιοδικές εκθέσεις. Ο χώρος αυτός διαφοροποιείται από τον υπόλοιπο μέσα από μια σειρά υποστυλωμάτων που ορίζουν ένα τμήμα διπλού ύψους. Αυτού του είδους η διαφοροποίηση εξασφαλίζει άμεση πρόσβαση καθ’ όλη την διάρκεια κίνησης και παράλληλα να τραβάει το βλέμμα του μετεπιβιβαζόμενου χρήστη μέσα από το φυσικό φώς. Πάνω από τον διάδρομο σύνδεσης των δύο σταθμών οργανώνεται ένας αντίστοιχος χώρος που συμπληρώνει τον εκθεσιακό και αποτελεί συνέχεια του. Συνδυάζοντας τις εισόδους του μετρό, τα δύο τμήματα της έκθεσης που οργανώνονται σε διαφορετικά επίπεδα δημιουργούν μια κυκλική πορεία, τέτοια ώστε κάποιος να μπορεί να εισέλθει στο χώρο της έκθεση χωρίς  να περάσει στο ελεγχόμενο τμημα του σταθμου.

Σταθμός Ευαγγελισμός
Στην περίπτωση του Ευαγγελισμου, η νέα κατασκευή του μετρό σχεδιάζεται σε ιδιαίτερη εγγύτητα με την υπάρχουσα. Η είσοδος του νέου σταθμού χωροθετείται σε άμεση σύνδεση με την οδό Ριζάρη δημιουργώντας μια γρήγορη πρόσβαση και μια εξίσου εύκολη μετάβαση στον παλιό σταθμό.  Αντίθετα, η νέα πρόταση για το σταθμό του Ευαγγελισμού αντιμετωπίζει τους δύο σταθμούς σαν ένα ενιαίο σύστημα. Ταυτόχρονα επανεξετάζει το ζήτημα της πρόσβασης, μιας και υπάρχουσα πρόθεση αναιρεί την σχέση με το πάρκο. Η αξία αυτής της δυναμικής σχέσης έρχεται να ορίσει βασικές συνθετικές επιλογές της νέας πρότασης, που διαχειρίζεται αυτή την ιδέα για να συνδέσει ακόμη πιο έντονα το πάρκο με τη ζωή του σταθμου. Προτείνεται έτσι μια κοινή κεντρική είσοδος που θα συνδέει την καρδιά του πάρκου με τον κεντρικό χώρο.



Διαβάζοντας τις ταχύτητες που πρόκειται να αναπτυχθούν αναγνωρίζεται πως το σύστημα των σταθμών του Ευαγγελισμού θα αποκτήσει ήπιους ρυθμούς ροών, πράγμα που θεωρήθηκε ικανή συνθήκη για να δημιουργηθεί μέσα στο σταθμό ένας χώρος βιβλιοθήκης.

Η ένταξη μιας βιβλιοθήκης μέσα στον χώρο του μετρό μπορεί να επικοινωνήσει και να διαδώσει την ιδέα αξιοποίησης του χρόνου μετακίνησης μέσα από την ανάγνωση, ενώ παράλληλα θα την υποστηρίζει μέσα από την εύκολη πρόσβαση σε μια πληθώρα βιβλίων. Η ύπαρξη της βιβλιοθήκης στον συγκεκριμένο χώρο θεωρείται απαραίτητο να επικοινωνηθεί στους χρήστες του μέσου με όποιον τρόπο και ταχύτητα και αν κινείται κανείς. Γι’ αυτό το σκοπό η νέα χρήση χωροθετείται μετωπικά απέναντι στην φορά της κίνησής του κατά την είσοδο, κάθετα δηλαδή στη φορά του βλέμματος, ενώ βρίσκεται παράλληλα στην μετεπιβίβαση, έτσι ώστε να αποτελεί μια παράκαμψη. Με την ίδια λογική χωροθετείται παράλληλα και στις αποβάθρες δημιουργώντας εύκολη πρόσβαση κατά το χρόνο αναμονής και παράλληλα την κάνει ορατή από το συρμό επικοινωνώντας την ύπαρξή της ακόμη και σε όσους απλά διέρχονται. Η βιβλιοθήκη γίνεται ακόμη ορατή και από το επίπεδο της  πόλης, καθώς τμήμα αυτής βρίσκεται μετωπικά απέναντι στην ήπια κλίση που φέρει το πάρκο προς τον σταθμό.