Δ039.21 | Neoruralisme: υπερ-προαστιακή κατοίκηση

 
Διπλωματική: Neoruralisme: υπερ-προαστιακή κατοίκηση / Neoruralisme; Exurban living
Φοιτήτριες: Μούτσελου Κωνσταντίνα, Παππά Ειρήνη
Επιβλέπων: Καλφόπουλος Απόστολος
Σχολή: ΑΠΘ, 2021




Ο τίτλος της εργασίας είναι neoruralisme: υπερ-προαστιακή κατοίκηση. Αναφέρεται στο φαινόμενο της αποαστικοποίησης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια. Μας ενδιαφέρει η κίνηση των ανθρώπων προς και από την πόλη, ιδιαίτερα η απομάκρυνσή τους από αυτή. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα στα αστικά κέντρα της Αμερικής παρατηρείται μια τάση απόδρασης των κατοίκων στις περι-αστικές περιοχές αναζητώντας μια επανασύνδεση με την φύση. Σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των μεταφορικών μέσων δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για τον σχηματισμό της Αμερικάνικης suburbia. Μέσα από έρευνα συναντήσαμε τον όρο neoruralisme ή neo-ruralite που εκφράζει ένα φαινόμενο αρκετά διαδεδομένο στη Γαλλία και με τον οποίο επιλέξαμε να ασχοληθούμε. Ο ορισμός αυτός σηματοδοτεί την τάση εγκατάστασης ατόμων στην επαρχία, για ένα νέο ξεκίνημα ακολουθώντας σε περιπτώσεις έναν πιο οικολογικό τρόπο ζωής. Ταυτόχρονα τα άτομα διατηρούν την εργασία τους στην πόλη. Παρατηρώντας τη νέα τάση αποαστικοποίησης που επικρατεί στην Γαλλία, δημιουργούμε το project μας, ως πιθανή μελλοντική πρόταση εφαρμοσμένη στον ελλαδικό χώρο.




Προσπάθεια μας αποτελεί ο συνδυασμός στοιχείων, που θεωρούμε ότι αντικατοπτρίζουν τις τάσεις και τα ερεθίσματα του ανθρώπου της πόλης με τα παλαιικά χαρακτηριστικά της υπαίθρου. Ο χαρακτήρας της εν λόγω εργασίας χρησιμοποιεί απλά ως αφετηρία ένα φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών, οραματιζόμενος την εγκατάστασης μιας νέας συνθήκης στην ύπαιθρο τόσο μορφολογικά όσο και εννοιολογικά. Στόχος είναι να επιλέξουμε ένα χωριό και να δημιουργήσουμε συνθήκες ευνοϊκές για εκείνους που επιθυμούν την αλλαγή αυτή. Με βάση όλες τις προϋποθέσεις που τέθηκαν στην αρχή, το χωριό που επιλέχθηκε για την διεκπεραίωση της εργασίας είναι η Ακράτα του νομού Αχαΐας.




Το θέμα μας πραγματεύεται το σενάριο όπου κάτοικοι της Αθήνας αποφασίζουν να φύγουν από την πόλη και να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ακράτα, έχοντας σαν δυνατότητα τη συχνή  μετακίνηση προς την Αθήνα με την αξιοποίηση του προαστιακού σιδηροδρόμου, είτε για εργασία είτε για ικανοποίηση άλλων αναγκών.  Στόχος μας είναι ο σχεδιασμός κατοικιών για αυτούς τους ανθρώπους. Παρολ’ αυτά, τίθενται ερωτήματα όπως το γιατί κάποιος να επιλέξει να εγκατασταθεί σε ένα χωριό; Πώς με την μετεγκατάσταση αυτών των ανθρώπων στο νέο μέρος δεν θα  χρειαστεί να απαρνηθούν όλες τις ανέσεις και συνήθειες της αστικής ζωής.  Πρώτο στάδιο της εργασίας αποτέλεσε η ανάλυση του ιδιαίτερου χαρακτήρα του χωριού που επιλέχθηκε, εστιάζοντας στην τυπική κατοικία, στην μορφολογία της και στα τυπικά χαρακτηριστικά της. Ταυτόχρονα, μελετήθηκε η σχέση του μέρους με τις γειτνιάζουσες σε εκείνο πόλεις, με ιδιαίτερη προσοχή στο μεγάλο αστικό κέντρο της Αθήνας.  Έτσι, αρχικά, με βάση τα συμπεράσματα της ανάλυσης, προτείνουμε κάποιες παρεμβάσεις  με τις οποίες ο νέος τόπος,  θα καθίσταται πιο ελκυστική επιλογή για περισσότερους ανθρώπους, οι οποίες θα βελτιώσουν ταυτόχρονα τις συνθήκες ζωής των ντόπιων. Στη συνέχεια, έχοντας επιλέξει τις περιοχές στις οποίες θα εγκαθίστανται οι νέοι κάτοικοι της περιοχής, επιλέγουμε τέσσερα οικόπεδα στα οποία σχεδιάζουμε τέσσερις κατοικίες, κάθε μία από τις οποίες θα απαντάει σε συγκεκριμένο σενάριο τεσσάρων διαφορετικών τύπων ανθρώπων.




Η πρώτη κατοικία προορίζεται για έναν άνθρωπο που μένει μόνος του. Πρόκειται για ένα άτομο που ακολουθεί έναν πιο sustainable τρόπο ζωής σε ένα απλό σπίτι, στο οποίο μπορεί να δουλεύει μέσω τηλεργασίας αλλά και να φιλοξενεί κόσμο. Σημαντικό είναι να υπάρχει μεγάλος χώρος για καλλιέργεια δικών του προϊόντων. Η κατοικία αποτελείται από δύο μικρότερους όγκους με δίρριχτες στέγες και έναν μεγάλο με στέγη μορφής Γ. Οργανώνονται γύρω από μία αυλή καλυμμένη με χαλίκι και η διάταξη αυτή εκδηλώνει μια τάση εσωστρέφεια.




Η δεύτερη κατοικία προορίζεται για ζευγάρι όπου εργάζεται στην Αθήνα. Δεν έχουν ενδιαφέρον για καλλιέργεια κήπου, αλλά ακολουθούν τις σύγχρονες τάσεις. Το κτίριο τοποθετείται υπό γωνία στο οικόπεδο για μέγιστη αξιοποίηση του προσανατολισμού και της θέας. Το έδαφος του οικοπέδου, λόγω της μεγάλης κλίσης οργανώνεται σε επίπεδα με τη χρήση τοιχίων και στην βορειοανατολική πλευρά του κτιρίου και οι προσβάσεις ολοκληρώνονται με σύστημα σκαλιών και έναν διάδρομο στο κατώτερο επίπεδο του οικοπέδου.




Η τρίτη κατοικία αφορά μια οικογένεια με δύο παιδιά και εργαζόμενους γονείς. Χρειάζονται λοιπόν περισσότερο χώρο καθώς και επιθυμούν χώρο για κήπο ίσως περιορισμένου μεγέθους. Απαρτίζεται λοιπόν, από δύο όγκους με δίρριχτες στέγες και έναν στη μέση που αποτελείται από ένα τμήμα με κεκλιμένη στέγη και δώμα. Το σύνολο ολοκληρώνεται με την προσθήκη του θερμοκηπίου στον πίσω όγκο ακολουθώντας την κλίση της στέγης.




Η τέταρτη και τελευταία κατοικία προορίζεται για ένα ζευγάρι συνταξιούχων που επιθυμούν έπειτα από χρόνια έναν ήσυχο τρόπο ζωής, μέσα στη φύση. Επιθυμούν την αυτονομία, καλλιεργώντας τον δικό τους κήπο και διαθέτουν πιο παραδοσιακό γούστο. Σημαντική είναι η ύπαρξη ξενώνα για συχνές επισκέψεις φίλων και συγγενών, καθώς και μικρού χώρου workshop για απομόνωση και ενασχόληση με χόμπι. Η κατοικία αποτελείται από έναν μεγάλο όγκο με δίρριχτη στέγη τοποθετημένο υπό γωνία σε σχέση με άλλους δύο ορθογωνίους με μονόριχτη στέγη. Στοχεύοντας στην ευκολότερη και οικονομικότερη κατασκευή, και οι τέσσερις κατοικίες αποτελούνται από μεταλλικό στατικό φορέα.




Όσον αφορά τα υλικά, και στους τέσσερις τύπους κατοικιών, γίνεται χρήση ξύλινων δαπέδων, μωσαϊκού ή πατητής τσιμεντοκονίας στα δάπεδα, επιχρίσματα τσιμέντου ή εμφανής οπτοπλινθοδομή με επίχρισμα ασβέστη στους τοίχους, καθώς και τιτανιούχου ψευδάργυρου (zinc), κυματοειδούς γαλβανιζέ λαμαρίνας (corrugated galvanized iron) ή ρωμαϊκού τύπου κεραμιδιών στη στέγη.