Δ019.19 Αθέατο Μουσείο, εκφάνσεις μιας πολυχρονικής διαδρομής στο υπέδαφος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθήνας

Διπλωματική εργασία: Αθέατο Μουσείο, εκφάνσεις μιας πολυχρονικής διαδρομής στο υπέδαφος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθήνας
Φοιτήτριες:  Κατερίνα Γκόλια, Αρετή Ζιώγα
Επιβλέποντας Καθ.:  Ζήσης Κοτιώνης
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Παρουσιάστηκε στις 24.09.2019




Ευχαριστούμε θερμά τον Κώστα Πασχαλίδη, Ιστορικό και Αρχαιολόγο, Επιμελητή Αρχαιοτήτων στην Προϊστορική Συλλογή του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, χωρίς εκείνον δεν θα είχε πραγματοποιηθεί η παρούσα εργασία. 

Η έρευνά μας διαπραγματεύεται αρχικά την έννοια του μουσείου, της μνήμης και της αρχαιολογίας.

Η έννοια του μουσείου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της μνήμης. Το μουσείο όχι μόνο συντηρεί μνήμες αλλά είναι και σε θέση να τις επαναπροσδιορίσει. Η ιδιότητα της μνήμης είναι η διατήρηση του παρελθόντος στο εκάστοτε παρόν.

Η συλλογική μνήμη είναι επομένως εντοπισμένη στο χώρο όπου μία κοινωνία αναπτύσσεται. Αποκρυσταλλώνεται, έτσι μία ιδιότυπη σχέση ανάμεσα στο χώρο και στη μνήμη.

Η πόλη της Αθήνας παρουσιάζει έντονο ιστορικό ενδιαφέρον, καθώς εντός του εδάφους της, συνυπάρχουν ίχνη προηγούμενων κατοικήσεων και σύγχρονων ενορμήσεων.

Βασικό εργαλείο της επιστήμης αυτής αποτελεί η ανασκαφή μέσω της οποίας ταυτοποιείται, ανασυστήνεται και αναβιώνεται αυτό που κάποτε ήταν χωνευμένο στο έδαφος.

Η αρχαιολογία αναπτύχθηκε σαν ένας από τους πολλούς παράπλευρους πολιτισμικούς θεσμούς και λειτούργησε σε στενό συσχετισμό με τον θεσμό του μουσείου. H αμοιβαία συσχετιζόμενες πρακτικές αυτές λειτούργησαν έτσι ώστε να κάνουν έναν τομέα αντικειμένων, που ονομαζόταν το παρελθόν, συνοπτικά ορατό, έτσι ώστε να μπορεί να επενεργήσει μέσα και πάνω στο παρόν, (ενώ την ίδια στιγμή έμενε σε απόσταση από αυτό.) Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι και τα δύο μετακινούνται, δημιουργώντας σημεία τριβής, όπου συστήνονται πεδία διαλόγου, συνέχειας, και ασυνέχειας. Τα σημεία αυτά αποκτούν χωρική υπόσταση εντός του θεσμού του μουσείου.




Ως κατεξοχήν δημόσιος χώρος, το μουσείο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης και συνέχεια της.

Ως σημείο επέμβασης επιλέγουμε το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας για πολλούς λόγους. Το γεγονός ότι το κτίριο του μουσείου εντοπίζεται σε μία απ’ τις πιο αμφιλεγόμενες περιοχές της Αθήνας, αυτή των εξαρχείων, η οποία ουκ ολίγες φορές έχει απασχολήσει τα εθνικά και διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης που συχνά έχουν την τάση να μεγαλοποιούν τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στην περιοχή με αποτέλεσμα να καλλιεργούν και να ενισχύουν ένα αίσθημα φόβου και αμφισβήτησης. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η κοντινότερη στάση του μετρό και του ηλεκτρικού, απέχει κάτι λιγότερο από ένα χιλιόμετρο απόσταση από το μουσείο, καθιστά δύσκολη την πρόσβαση σε αυτό. Η υπολειτουργία του ιδρύματος τα τελευταία χρόνια λόγο έλλειψης πόρων που αντικατοπτρίζεται σε έλλειψη προσωπικού και συνεπώς σε αναστολή της λειτουργίας βασικών εκθεσιακών συλλογών, εγείρει προβληματισμούς, ειδικά σε σύγκριση με το νέο μουσείο της Ακρόπολης το οποίο υπερτερεί σε προσβασιμότητα και υποδομές. Τέλος επιτακτική είναι η ανάγκη του κτιρίου για επέκταση με επιπλέον αποθηκευτικούς και εκθεσιακούς χώρους, καθώς τα εκθέματα ασφυκτιούν. Τα παραπάνω αποτελούν βασικά ερεθίσματα για την έρευνα μας.  Το σημείο αποτελεί δημόσιο χώρο καθώς και μια πολύ σημαντική ζώνη πρασίνου για την ευρύτερη περιοχή, αλλά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια στασιμότητα που ταυτόχρονα έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της επισκεψιμότητάς του, παρά το γεγονός ότι στεγάζει το μεγαλύτερο σε αριθμό πλήθος εκθεμάτων, καλύπτοντας χρονικό διάστημα από τις αρχές της προϊστορίας, έως την ύστερη αρχαιότητα. 








Στην προσπάθεια διεύρυνσης  και ενίσχυσης του δημόσιου χαρακτήρα του μουσείου,  προχωρούμε σε μια σειρά επεμβάσεων, που αφορούν τόσο το ήδη υπάρχον κτίριο του μου- σείου όσο και τον αύλιο χώρο που βρίσκεται μπροστά. Η κύρια σχεδιαστική αρχή εμπνέεται  από τη επιστήμης της αρχαιολογίας, με οδηγό το βασικό εργαλείο της πρακτικής της, δηλαδή  την ανασκαφή. Δημιουργούμε, συνεπώς, κατακόρυφες διερευνητικές τομές στην έκταση της αυλής,  μιμούμενοι εκείνες των αρχαιολόγων, οι οποίες καταλήγουν να λαμβάνουν τρισδιάστατη χωρική υπόσταση, προσπαθώντας να εξερευνήσουμε τις ποιότητες του νέου αυτού υπόγειου χώρου,  στοχεύοντας στην δημιουργία μιας δυναμικής σχέσης του με τον επισκέπτη. Προκύπτει έτσι, μια αυθαίρετη διαδοχή των υπόγειων αυτών χώρων, με μορφή  αλυσίδας,  η οποία έρχεται να αγκιστρωθεί εκατέρωθεν των υπόγειων πλευρικών πτερύγων του μουσείου, δημιουργώντας μια κυκλική διαδρομή  μεταξύ της νέας παρέμβασης και των ήδη υπαρχόντων υπογείων του κτιρίου.

 Η γεωμετρία και η αρχιτεκτονική σύνθεση των χώρων προσφέρει πολλαπλές ποιότητες οι οποίες μπορούν να υποδεχτούν πλήθος εκθεσιακών πρακτικών. Όπως για παράδειγμα οι εσοχές που δημιουργούν μικρότερες εκθεσιακές μονάδες και μπορούν να φιλοξενήσουν βίντεο προβολές, οι φάλτσες επιφάνειες των τοίχων και οι μεγάλοι ανοιχτοί χώροι μπορούν να υποδεχθούν πάσης φύσεως αρχαιολογικά ευρήματα. Παράλληλα με τους εκθεσιακούς χώρους, προβλέπεται είσοδος στο νέο μουσείο από την αυλή, στο επίπεδο του δρόμου (Πατησίων), η οποία αποτελείται από μεγάλου μήκους σκαλοπάτια, τα οποία υπό περιπτώσεις μπορούν να λειτουργήσουν και ως αμφιθέατρο διαλέξεων και προβολών, αφού είναι στεγασμένα. Στο τέλος της διαδρομής παρέχεται αναψυκτήριο-καφέ και πωλητήριο.

Ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνεί η υπόγεια προέκταση επιτυγχάνεται μέσα από ένα σύστημα ραμπών, οι οποίες καταλήγουν να γαντζώνονται στις πλευρικές υπόγειες πτέρυγες. Λόγω της κλίσης που παρουσιάζει η αυλή, η αλληλουχία των χώρων, παρουσιάζει υψομετρικές διαφορές τόσο στην ένωση του ενός με τον άλλον όσο και στην σύνδεση αυτών με το πάτωμα των υπόγειων αποθηκών. Συνεπώς, το σύστημα των ραμπών γεφυρώνει τις υψομετρικές αυτές αποκλίσεις και καθιστά την διαδρομή ενιαία. Κρίνεται επίσης απαραίτητη η τοποθέτηση ενός νέου κλιμακοστασίου στο μέσο της διαδρομής με στόχο τη σύνδεση του υπόγειου χώρου με τον κύριο εκθεσιακό στο ισόγειο.






Όσον αφορά τη διαμόρφωση του εξωτερικού αύλιου χώρου, η βασική ιδέα είναι η διεύρυνση του δημόσιου χαρακτήρα του. Αυτό επιτυγχάνεται με τη διατήρηση και ενίσχυση της φύτευσης, καθώς και την επιπλέον προσθήκη πορώδους υλικού (χώμα), καθιστώντας το σημείο αναπνοής ενάντια στον πυκνό αστικό ιστό της ευρύτερης περιοχής. Ακολουθείται μια τακτική ελεύθερου σχεδιασμού, με την παροχή καθισμάτων (στα στηθαία των αιθρίων) και σημείων σκίασης. Σημαντική είναι η ύπαρξη του υγρού στοιχείου, εφόσον πέρα από αισθητικούς σκοπούς, αποτελεί και σημείο δροσισμού για τον επισκέπτη, ιδιαίτερα κατά τους θερμούς μήνες. Επιπλέον, τοποθετείται μια ζώνη κίνησης από σκληρό υλικό, εξασφαλίζοντας την πρόσβαση τόσο από το κεντρικό μέτωπο του δρόμου στην Πατησίων, όσο και από τις δύο πλευρικές οδούς (Τοσίτσα, Β. Ηρακλείου), διασφαλίζοντας έτσι την σύνδεση του σημείου με την πόλη.

Μια ακόμη ποιότητα της νέας πλατείας, είναι η διαρκής επικοινωνία του υπόγειου τμήματος με του υπέργειου, μέσω τον προαναφερθέντων αίθριων αλλά και των θολωτών στεγών που καλύπτουν τους χώρους σύνδεσης των νέων εκθεσιακών χώρων με τα υπόγεια του μουσείου και του καφέ.

Σε ένα συνεχές παιχνίδι του φωτός, μεταξύ φυσικού και τεχνητού, ο επισκέπτης βιώνει μια ατμοσφαιρική περιπλάνηση. Το φως παίζει καθοριστικό ρόλο στην απόδοση της ατμόσφαιρας, καθώς επικρατεί μια διαρκής εναλλαγή καταστάσεων απουσίας, περιορισμού και πλήρης ύπαρξης του σε όλη την έκταση της υπόγειας διαδρομής. Στα υπόγεια του μουσείου, τοποθετούνται σειρές πρισματικών επιφανειών στο ύψος των ανοιγμάτων, προσφέροντας μια συνθήκη φωτοσκιάσεων στο μήκος της διαδρομής.





Ολοκληρώνουμε την σχεδιαστική μας πρακτική με την έκθεση «Αθέατο μουσείο», δημιουργώντας ένα νέο δυναμικό μουσειακό βίωμα.Συλλέγοντας και αποκαλύπτοντας θραύσματα προερχόμενα από το απόθεμα των αποθηκών καθώς και εκθέματα της μόνιμης συλλογής του μουσείου, προκαλούμε τον επισκέπτη, να αντιληφθεί την πληροφορία που του αποκρύπτεται, υπό την μορφή ψηφιακής πλέον γλώσσας, δηλαδή της οπτικής πληροφορίας. Λαμβάνοντας υπόψη τον μηχανισμό καταγραφής των εκθεμάτων δημιουργούμε ένα νέο ζωντανό, δυναμικό αρχείο το οποίο εξελίσσεται παράλληλα με τον χρόνο και έρχεται να εμπλουτίσει το υπάρχον. Συλλέγουμε τις διαφορετικές χρονικές και ιστορικές στιγμές 9 ευρημάτων μέχρι και σήμερα αποδεικνύοντας την συνεχώς εξελισσόμενη αφήγηση της ύπαρξής τους. 

Τέλος, εφόσον ο επισκέπτης έχει λάβει την απαραίτητη γνώση της αρχαιολογικής πρακτικής και της αρχειακής καταγραφής, ολοκληρώνει τη μουσειακή εμπειρία αντιλαμβανόμενος την πολυχρονικότητα της ύλης που εντοπίζεται σε κάθε θραύσμα μέσω της προτεινόμενης έκθεσης, η οποία φέρνει στο φως τις πτυχές της ζωής των ευρημάτων.






Το πρότζεκτ θα το βρείτε πιο αναλυτικά εδώ.