Δ031.17 Επαναπροσδιορισμός της αστικότητας στη περιοχή του Παγκρατίου

Τίτλος: Επαναπροσδιορισμός της αστικότητας στη περιοχή του Παγκρατίου
Φοιτήτριες: Ανδρεάδου Αθηνά, Παπασταματίου Ελένη, Χαντέ Ιουλία
Επιβλέποντες Καθηγητές: Ξάνθη Θεώνη, Κόκκορης Πάνος, Κεβεντζίδης Κωστής
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Ιούνιος 2017

Στα μεγάλα  και πυκνοδομημένα αστικά κέντρα, συχνά εντοπίζονται μέσω της περιπλάνησης και παρατήρησης αδόμητοι χώροι - κενά, ικανά να διαδραματίσουν κομβικό ρόλο στην ανάδειξη της αστικής ταυτότητας ενός τόπου.
Η συγκεκριμένη διπλωματική εργασία διερευνά τις δυνατότητες επαναπροσδιορισμού  της αστικής εμπειρίας του πολιτισμικού κέντρου της Αθήνας, επιχειρώντας την προέκταση  της  προϋπάρχουσας πολιτισμικής ζώνης με σκοπό την ενοποίηση και τη συνεργασία επιμέρους αστικών  ταυτοτήτων που υφίστανται στην περιοχή, μέσω της συμπλήρωσης  ενός αστικού κενού.

Η περιοχή
Η περιοχή μελέτης τοποθετείται στην Αθήνα, στην περιοχή του Παγκρατίου, σε μικρή απόσταση από το ιστορικό κέντρο της πόλης. Η  συνοικία αυτή  συνορεύει με το πολιτιστικό κέντρο των Αθηνών, σημαντικά κτήρια και τοπόσημα, όπως το Πολεμικό και το Βυζαντινό μουσείο, την Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, το Ωδείο Αθηνών ενώ παράλληλα διασχίζεται από τον οδικό άξονα  της  Λεωφόρου Βασιλέως Κωνσταντίνου. Στην περιοχή αυτή εντοπίζονται δύο ετερογενείς αστικές ταυτότητες. Αυτή του μητροπολιτικού κέντρου, όπου χαρακτηρίζεται κυρίως από πολιτιστικά κέντρα και προνομιακές αμιγείς κατοικίες και αυτή της μεσοαστικής συνοικίας  που χαρακτηρίζεται από υψηλή  και πυκνή δόμηση, και διαθέτει κυρίως  χρήσεις  κατοικίας και μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Κύριες αρτηρίες σύνδεσης του  μητροπολιτικού κέντρου με την περιοχή, αποτελούν οι οδοί Ριζάρη και η Σπύρου Μερκούρη. Η  οδός Ριζάρη, αποτελεί τον  κύριο άξονα όπου αναπτύσσονται οι ζώνες πολιτισμού και εισχωρεί σε ένα βαθμό στην περιοχή μελέτης  καταλήγοντας στην  Σπύρου Μερκούρη , η οποία αποτελεί τον βασικό άξονα κινήσεων και εκτείνεται ως το κέντρο του Παγκρατίου. Η οδός Βασιλέως Γεωργίου που τέμνει αυτές τις δύο αρτηρίες λειτουργεί ως όριο μεταβολής του χαρακτήρα της συνοικίας. Στη συμβολή αυτών των οδών σχηματίζεται το οικόπεδο παρέμβασης.

Οικόπεδο παρέμβασης
Έναυσμα για την επιλογή του συγκεκριμένου οικοπέδου αποτέλεσε τοποθεσία του αλλά και η μορφολογία του , καθώς  αποτελεί μια αστική αιχμή εκατέρωθεν της οποίας μεταβάλλεται ο χαρακτήρας του αστικού τοπίου.
Το οικόπεδο γειτνιάζει με τον ιστορικό κινηματογράφο  Petit Palais, το Άλσος Παγκρατίου, την πλατεία προσκόπων και περιβάλλεται  κυρίως από πολυόροφα κτίρια συμπεριλαμβανομένου και του φημισμένου κτίσματος του αρχιτέκτονα Πάνου Δραγώνα.
Πρόκειται για ένα οικόπεδο συνολικού εμβαδού 1674 τετραγωνικών μέτρων, εκ των οποίων μόνο τα 838 τετραγωνικά μέτρα θεωρούνται οικοδομήσιμα. Βάσει   πολεοδομικής διάταξης είναι χαρακτηρισμένο ως χώρος πρασίνου, όμως στην υφιστάμενη κατάσταση  του είναι χωρισμένο σε τρείς επιμέρους ιδιοκτησίες, μιας εκ των οποίων αποτελεί δομημένο χώρο, ενώ τα αλλά δύο τμήματα είναι αδόμητοι χώροι, και διαθέτουν χρήσεις στάθμευσης οχημάτων και αυθόρμητη βλάστηση. 
Ο χώρος αυτός αποτελεί ένα από τα ποικίλα μικρά και μη λειτουργικά αστικά κενά που υπάρχουν στη γειτονιά του Παγκρατίου. Παρόλο που  δίνει την αίσθηση του κενού και αποτελεί μια ανάσα μέσα στο ασφυκτικό αστικό τοπίο,   αποτελεί έναν απρόσιτο χώρο καθώς δεν διασχίζεται και δεν  διαθέτει χρήση ωφέλιμη προς τον κάτοικο. Ακόμη η μορφολογία του σε συνδυασμό  με την στενή πεζοδρόμηση που το περιστοιχίζει καθώς  και το δίκτυο των οδών που το περιβάλλουν δεν το καθιστούν εύκολα προσβάσιμο. Ουσιαστικά αποτελεί μια νησίδα στο κέντρο δύο ισχυρών οδικών αξόνων  που με την υφιστάμενη διαμόρφωση της επιδεινώνει παρά διευκολύνει την κίνηση των περιπατητών.

Πρόταση
Βάσει ανάλυσης της περιοχής κρίναμε απαραίτητη την αστική συμπλήρωση του κενού αυτού, επιδιώκοντας τη δημιουργία ενός δημόσιου κτιρίου με πολιτιστικό χαρακτήρα, ο οποίος θα αποτελεί ωφέλιμο και αξιοποιήσιμο χώρο τόσο για τους χρήστες όσο και για τους κατοίκους της περιοχής. 
Στην προσπάθεια επίλυσης των ζητημάτων προσβασιμότητας  των πεζών τόσο στην περιοχή όσο και στο κτίριο, επιτακτική ανάγκη αποτέλεσε η δημιουργία δημόσιων χώρων και διαδρομών, που θα μπορούσαν να ''αποσυμφορήσουν '' την περιοχή και να μετατρέψουν τη νησίδα αυτή  σε ένα χώρο συνάντησης , προσπελάσεων και δραστηριοτήτων αλλά  και σε έναν κόμβο ενοποίησης και συνδιαλλαγής των ετερογενών στοιχείων του Παγκρατίου.
Για τον λόγο αυτό μελετήθηκε η συγκοινωνιολογία  της περιοχής και επιλέχθηκε η κατά το ήμισυ πεζοδρόμηση του τμήματος της οδού Ριζάρη που συνορεύει με το οικόπεδο, με διατήρηση της υπόλοιπης οδού ως δρόμο μονής κυκλοφορίας  και μετατροπή τμήματος της Βασιλέως Γεωργίου σε οδό διπλής κυκλοφορίας, παραλαμβάνοντας τον κυκλοφοριακό φόρτο της Ριζάρη, διευκολύνοντας τους  χρήστες οχημάτων της περιοχής.



Η κεντρική ιδέα της κτιριακής σύνθεσης ήταν η δημιουργία  ενός πολυχώρου συλλογικής εργασίας,  ικανού  να φιλοξενήσει παράλληλα πολιτιστικά και εκπαιδευτικά δρώμενα. Το κτιριολογικό πρόγραμμα απευθύνεται κυρίως σε  καλλιτέχνες και τεχνίτες, που χρειάζονται το  χώρο και τον κατάλληλο εξοπλισμό για να υλοποιήσουν τις ιδέες τους . Μέσω αυτής  της δημιουργικής κοινότητας δίνεται η ευκαιρία σε κατοίκους και χρήστες της περιοχής να αναπτύξουν τις ικανότητές τους μέσω της συνεργασίας και της ανταλλαγής  ιδεών.
Το κτίριο αποτελείται από πέντε ορόφους , ισόγειο και υπόγειο.  Στον ισόγειο και υπόγειο χώρο οργανώνονται οι χώροι των χειρωνακτικών εργαστηρίων ( ξυλείας, μετάλλου) ,η καφετέρια, το γραφείο πληροφοριών καθώς και το δημόσιο ημιυπαίθριο αμφιθέατρο. Στον πρώτο όροφο βρίσκεται ο πολιτιστικός μεγαχώρος ενώ από τον δεύτερο μέχρι και τον τέταρτο όροφο περιλαμβάνονται οι χώροι εργασίας και η λέσχη νέων , ενώ ο πέμπτος όροφος λειτουργεί ως καφέ- καθιστικό. 
Η οξεία γωνία που σχηματίζεται στην  συμβολή των  οδών  Ριζάρη και Σπύρου Μερκούρη αποτέλεσε ένα σημείο προβληματισμού στην οργάνωση των χώρων. Για τον λόγο αυτόν στον πρώτο όροφο εντάσσεται το κλειστό αμφιθέατρο το οποίο ακολουθεί την γεωμετρία του οικοπέδου. Ο χώρος αυτός αποτελεί στέγαση για τον ημιυπαίθριο αμφιθέατρο του υπογείου και μία πύλη εισόδου που συγκεντρώνει τις ροές κινήσεων σε έναν χώρο στάσης και υποδοχής.  Η πρόσβαση στο κτίριο επιτυγχάνεται μέσω του πεζοδρόμου στην οδό  Ριζάρη τόσο στο ισόγειο όσο και στους υπόλοιπους ορόφους μέσω μιας ράμπας που  παραλαμβάνει τις κινήσεις από το κέντρο του Παγκρατίου , και επιτρέπει  την ανάπτυξη μιας αλληλουχίας διαδρομών ανάβασης στα υψηλότερα στρώματα του κτιρίου. Δημιουργείται έτσι ένας δημόσιος περίπατος με επαναλαμβανόμενους χώρους στάσης,  θέασης και κίνησης σε κάθε επίπεδο, προσφέροντας περισσότερα τετραγωνικά δημόσιου χώρου από το συνολικό εμβαδό του οικοπέδου άλλα και μία νέα βιωματική εμπειρία της πόλης στον χρήστη. 
Η κατασκευή είναι σύμμικτη και αποτελείται από μπετόν και μέταλλο. Ο όγκος από μπετόν αναπτύσσεται σε όλους τους ορόφους ως ένα αμετάβλητο τμήμα που φέρει τους πυρήνες κατακόρυφης επικοινωνίας καθώς και τους βοηθητικούς χώρους, ενώ πάνω του ''αναρριχείται''  η μεταλλική κατασκευή, δημιουργώντας  άλλοτε κλειστούς χώρους ελεύθερης διάταξης και άλλοτε δημόσιες πλατείες.
Στη σύνθεση εντάσσεται και ένα επιπλέον κτίσμα, στο απέναντι μέτωπο της οδού Μερκούρη που φέρει συμπληρωματικές χρήσεις, και συνδέεται με τον κύριο κτιριακό όγκο μέσω μιας υπέργειας  δημόσιας διαδρομής. Το δευτερεύον  κτίριο λειτουργεί ως βιβλιοθήκη , αρχείο και γραφείο σύνταξης  ενώ φέρει και χρήσεις καφέ-χώρου εργασίας, και εκθέσεων.