Δ066.21 | Ένα κέντρο τεχνών στον Πόρο Κεφαλονιάς

 
Διπλωματική: Ένα κέντρο τεχνών στον Πόρο Κεφαλονιάς
Φοιτήτρια: Γκούμα Φωτεινή
Επιβλέπων: Τσακαλάκης Δημήτρης
Σχολή: Πολυτεχνείο Κρήτης | 2021


Η εργασία αφορά ένα κέντρο Τεχνών στα Ιόνια νησιά και πιο συγκεκριμένα στον Πόρο Κεφαλονιάς καθώς και τον επανασχεδιασμό της κεντρικής πλατείας τους χωριού.




Ο Πόρος είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό στο νοτιοανατολικό τμήμα της Κεφαλονιάς. Πρόκειται για ένα νέο οικισμό που δημιουργήθηκε μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953, με απόφαση του κράτους και με τη βοήθεια του ελληνικού και του αμερικάνικου στρατού.  Η οικοδόμησή του βασίστηκε σε ένα πλήρες ρυμοτομικό σχέδιο. Αναπτύσσεται κατά μήκος της ακτογραμμής, στις παρυφές των βουνών Παχνί και Άτρος (894 m υψόμετρο), συνδυάζοντας ορεινό και παραθαλάσσιο τοπίο. Με μόνιμο πληθυσμό 1176  κατοίκους (απογραφή 2011), είναι το σημαντικότερο λιμάνι του νησιού που το συνδέει με την υπόλοιπη Ελλάδα και διαθέτει μεγάλο εμπορικό κέντρο που εξυπηρετεί τα γύρω χωριά. Κύρια ασχολία των κατοίκων είναι ο τουρισμός, οι αγροτικές καλλιέργειες, η κτηνοτροφία και η αλιεία.




Ο Πόρος υπήρξε από τα πρώτα μέρη του νησιού που αναπτύχθηκαν τουριστικά τη δεκαετία του 1970, με κορύφωση την δεκαετία του 1980. Οι ανάγκες φιλοξενίας των τουριστών καλύφθηκαν με λιγοστά ξενοδοχειακά κτήρια και με ενοικιαζόμενα δωμάτια που χτίστηκαν κυρίως με ιδιωτικές πρωτοβουλίες χωρίς θεσμοθετημένες προδιαγραφές. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε η σταδιακή πτώση του τουρισμού και στις αρχές του 2000 η εικόνα του χωριού άρχισε να αλλάζει με την παρουσία πολλών κλειστών μαγαζιών και εγκαταλελειμμένων κτηρίων. Κύριες αιτίες ήταν η ραγδαία τουριστική ανάπτυξη του γειτονικού οικισμού της Σκάλας (μεγάλες σύγχρονες ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις), η χαμηλή ποιότητα παροχής τουριστικών υπηρεσιών στον Πόρο και η ανάπτυξη του λιμανιού που έδωσε στον Πόρο το μονοδιάστατο χαρακτήρα της “πύλης εισόδου-εξόδου” του νησιού.



Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία σταδιακή και σταθερή τουριστική ανάκαμψη. Οικοδομήθηκαν νέες κατασκευές σύγχρονης αισθητικής και ανακαινίστηκαν πολλές παραθεριστικές κατοικίες, οι οποίες αξιοποιηθήκαν ως τουριστικά καταλύματα μέσα από τις νέες πλατφόρμες βραχυπρόθεσμης μίσθωσης. 




Ο Πόρος απλώνεται σε μία μεγάλη έκταση κατά μήκος ενός κόλπου αλλά οι εμπορικές χρήσεις και μέρος της εστίασης συγκεντρώνεται στο κέντρο του χωριού. Σε αυτό το κομμάτι βρίσκονται κάποια κτίρια με πολιτιστική χρήση και τοπόσημα όπως ο χαρακτηριστικός «βράχος» του Πόρου, η πλατεία του χωριού και η γέφυρα που περνάει πάνω από το ρέμα. Στο νότιο τμήμα βρίσκεται το Λιμάνι , βόρεια εκτείνεται η παραλία Ράγια, δυτικά το φαράγγι του Πόρου από όπου περνάει το ρέμα και στο κέντρο η περιοχή μελέτης με την κεντρική πλατεία.




Εστιάζοντας στην περιοχή επέμβασης βρισκόμαστε στο κέντρο του χωριού στην πλατεία η οποία χωρίζεται σε δύο τμήματα. Το αριστερό τμήμα διαθέτει ένα κτιριακό μέτωπο στο οποίο συγκεντρώνονται κυρίως εστιατόρια και εμπορικά καταστήματα, και αποτελεί το κομμάτι στο οποίο πραγματοποιήθηκε η τελευταία ανάπλαση του 2009. Αντιθέτως το δεξί τμήμα είναι παραμελημένο με το διασπώμενο κτιριακό μέτωπο του να περιλαμβάνει ένα εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο, μία παραθεριστική κατοικία και μία ατελής οικοδομή.




Πιο συγκεκριμένα στο οικοδομικό τετράγωνο της πρότασης βρίσκονται 1) ένα διώροφο ξενοδοχείο 56 κλινών που χτίστηκε το 1982, το οποίο από το 2010 και έπειτα παραμένει εγκαταλελειμμένο και εκτός λειτουργίας (αποτελεί μέρος του νέου σχεδιασμού),  2) μία συντηρημένη ξύλινη κατοικία αρωγής, φινλανδικής προέλευσης του 1958 (κατεδαφίζεται), 3) μία εγκαταλελειμμένη οικοδομή που κατασκευάστηκε προ 20ετίας με σκοπό να γίνει τουριστικό κατάλυμα, αλλά λειτούργησε μόνο το ισόγειο με χρήσεις εστίασης και εμπορίου (κατεδαφίζεται), 4) μία διώροφη μόνιμη κατοικία, σε καλή κατάσταση, περίοδος κατασκευής δεκαετία του 1980, 5) μία ακατοίκητη πλινθόκτιστη κατοικία αρωγής του 1957(κατεδαφίζεται), 6) μία εγκαταλελειμμένη ξύλινη κατοικία αρωγής, φινλανδικής προέλευσης του 1958 (κατεδαφίζεται), 7) μία νέα κατασκευή εμπορικής χρήσης, 8) ένα κτίριο τουριστικής και εμπορικής χρήσης του 1980 που παραμένει εκτός λειτουργίας τα τελευταία 15 χρόνια.




Μέσα από την ανάλυση προκύπτουν οι εξής προβληματισμοί: Η παραμέληση και ερήμωση μέρους του κεντρικότερου σημείου του χωριού, η ασυνέχεια του μετώπου της κεντρικής πλατείας και η διάσπαση της σε δύο μέρη (αξιοποιημένο τμήμα- τμήμα χωρίς σχεδιασμό), η ανεπάρκεια σημείων στάσης - σκίασης στην πλατεία και η απουσία σημείων αναφοράς σε αυτήν, η ασυνέχεια της περιπατητικής διαδρομής του πεζού που διακόπτεται στο βόρειο άκρο της πλατείας και δεν συνδέεται με τον υπόλοιπο πεζόδρομο, η απότομη μετάβαση από την πλατεία στην παραλία και τέλος η έλλειψη χαρακτηριστικής ταυτότητας του χωριού, πέραν του μονομερούς χαρακτηρισμού του ως “Λιμάνι”.




Οι βασικές προθέσεις της πρότασης είναι η δημιουργία ενός πολιτιστικού - εκπαιδευτικού χώρου που θα λειτουργεί ως ελκυστής και προορισμός εναλλακτικού τουρισμού προσδίδοντας ένα νέο χαρακτήρα και ταυτότητα στο χωρίο, η ενεργοποίηση του ανενεργού τμήματος του κέντρου με την τοποθέτησή του στο συγκεκριμένο σημείο και η ενοποίηση των δύο μετώπων της πλατείας με την ογκοπλασία και το δημόσιο χαρακτήρα του προτεινόμενου χώρου, η ενίσχυση της κίνησης του πεζού με τον ενιαίο επανασχεδιασμό της πλατείας καθώς και με πεζοδρομήσεις και δρόμους ήπιας κυκλοφορίας, δημιουργώντας ένα πολιτιστικό δικτύου με βαρυκεντρικό σημείο την πλατεία, η ενίσχυση σημείων στάσης - σκίασης με τη χρήση οργανωμένης φύτευσης, η ομαλή σύνδεση πλατείας – παραλίας, η ενοποίηση των δύο μερών της παραλίας μέσω της διεύρυνσης του στενού βορεινού τμήματος της και τέλος η “τόνωση” του κεντρικού εμπορικού άξονα.




Κεντρική ιδέα είναι η δημιουργία ενός πυρήνα, ο όποιος συνδέεται με τα σημεία ενδιαφέροντος (πλατεία και κεντρικός άξονας) καθώς και η δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου, το οποίο όμως δεν θα λειτουργεί σαν όριο μεταξύ του κέντρο και της πλατείας. Βασικό άξονα του σχεδιασμού αποτέλεσε η επιθυμία για αλληλεπίδραση και επικοινωνία του προτεινόμενου κέντρου με το υπόλοιπο χωριό, για αυτό έννοιες όπως η ροή και η συνέχεια χαρακτήρισαν τη σχεδιαστική προσέγγιση. Βασικό στοιχείο της ογκοπλασίας αποτελεί η γεφύρωση δύο κύριων όγκων της σύνθεσης. Η έννοια της γεφύρωσης δεν εντοπίζεται μόνο στο σχεδιασμό αλλά έχει και νοηματική σημασία, καθώς υποδηλώνει την γεφύρωση του πολιτισμού με τον τουρισμό, τη γεφύρωση διαφορετικών πολιτισμών μέσω της τέχνης και την ένωση της τοπικής κοινότητας με την τέχνη. Οι παραπάνω λόγοι αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για να δοθεί σ το κέντρο το όνομα Yefira.




Βασικά μορφολογικά στοιχεία της σύνθεσης των κατόψεων αποτελούν ο κύκλος και το ορθογώνιο. Διασπώντας τα σε μέρη και συνδυάζοντας τα μεταξύ τους προκύπτουν τρεις μορφολογίες: 1) όπου το ημικύκλιο περιέχεται μέσα στο ορθογώνιο, 2) όπου ένα μέρος του κύκλου αντικαθιστά μία γωνία του ορθογώνιου και 3) το ορθογώνιο με τις στρογγυλοποιημένες γωνίες.




Στο σχέδιο γενικής διάταξης παρουσιάζονται το προτεινόμενο κτιριακό συγκρότημα και ο επανασχεδιασμός της πλατείας, η οποία περιλαμβάνει την ενίσχυση της οργανωμένης φύτευσης για επαρκή σκίαση, νέους χώρους στάσης και την τοποθέτηση μιας σύνθεσης με πίδακες νερού οι οποίοι λειτουργούν ως τοπόσημα και παράλληλα αφήνουν ελεύθερο χώρο για τις υπαίθριες Πολιτιστικές εκδηλώσεις του χωριού. Η ομαλή σύνδεση της πλατείας με την παραλία επιτυγχάνεται με σκαλοπάτια, ράμπες και κερκίδες οι οποίες λειτουργούν και ως χώροι στάσης. Στην προέκταση του κεντρικού άξονα τοποθετείται ένα "μπαλκόνι" στάσης και θέασης, καθώς και ο νέος μόλος. Στη βόρεια απόληξη της πλατείας τοποθετείται μία πεζογέφυρα που περνάει πάνω από το ρέμα και την ενώνει με το παραλιακό πεζόδρομο που ακολουθεί. Τέλος, τοποθετείται μία κατασκευή με ανισοϋψείς κυβικούς όγκους που λειτουργεί ως τοπόσημο και παράλληλα προστατεύει την παραλία από τις εκροές του ρέματος και τους βορεινούς  ανέμους.




Το προτεινόμενο κέντρο αποτελείται από χώρους διδασκαλίας και χώρους διαμονής. Οι διδασκόμενης τέχνες είναι η ζωγραφική, η γλυπτική, η κεραμική και η χαρακτική, δίνοντας έμφαση στην υλικότητα. Ως προς τους χώρους διαμονής υπάρχουν οι ομαδικοί και οι ατομική χώροι. Οι επιλογές διαμονής και συμμετοχής στα εικαστικά παιδιά δημιουργούν τρεις τύπους επισκέπτη: τον πρώτο με την ατομική διαμονή και το προσωπικό χώρο εργαστηρίου, τον δεύτερο με την ατομική διαμονή και τη συμμετοχή σε ομαδικά εργαστήρια και τον τρίτο με την ομαδική διαμονή και την συμμετοχή σε ομαδικά εργαστήρια.




Στο κέντρο της σύνθεσης τοποθετείται η «εσωτερική αυλή» ως πυρήνας, με τους γύρω χώρους, τόσο στο ισόγειο όσο και στον όροφο, να προσανατολίζουν τη θέα τους προς αυτήν. Ο σχεδιασμός επιδιώκει να μπλέξει τον εσωτερικό με τον εξωτερικό χώρο, καλώντας τους χρήστες να αξιοποιήσουν το κλίμα του τόπου και να βιώσουν το έξω όσο και το μέσα, διαθέτοντας την αυλή ως χώρο εκτόνωσης, εργαστήριου, εκδηλώσεων και εκθέσεων.




Η τοποθέτηση μιας γυάλινης συνεχόμενης επιφάνειας στο ισόγειο  επιτρέπει την οπτική επαφή των εργαστηρίων ανά μεταξύ τους αλλά και την γενικότερη αλληλεπίδραση των χώρων με την άυλη. Κατά το σχεδιασμό δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στη διατήρηση της υπάρχουσας φύτευσης καθώς προστέθηκε και νέα.




Στο δεξί κτίριο τοποθετούνται κυρίως χρήσεις που αφορούν τη σχολή, ενώ αριστερά οι χώροι διαμονής και εστίασης.  Ξεκινώντας από την κεντρική είσοδο στο ισόγειο του δεξιού κτιρίου βρίσκονται ο χώρος υποδοχής, ο χώρος έκθεσης,  γραφειακοί χώροι, χώροι wc και  το εργαστήριο κεραμικής, που χωρίζεται σε τρία υπο-μέρη: το χώρο με τους τροχούς, τους φούρνους και τους πάγκους εργασίας. Ακολουθεί μία «τρύπα» που εξυπηρετεί στη σύνδεση του ισογείου με το υπόγειο και τον επαρκή φωτισμό του υπογείου, καθώς και η δευτερεύουσα είσοδος που συνδέει το συγκρότημα με τον εμπορικό άξονα.   Συνεχίζοντας κυκλικά,  στο αριστερό κτίριο,  συναντάμε ένα εργαστήριο ελεύθερης χρήσης και το εργαστήριο χαρακτικής, την κεντρική είσοδο του αριστερού κτιρίου, γραφειακούς χώρους, χώρους wc καθώς και το εστιατόριο με το χώρο προετοιμασίας φαγητού.  Στο υπόγειο του δεξιού κτιρίου υπάρχουν αίθουσες εκδηλώσεων και διαλέξεων, συμπληρωματικοί, βοηθητικοί, αποθηκευτικοί χώροι, χώροι wc, αίθουσα πολυμέσων και χώροι διδασκαλίας. Στον πρώτο όροφο του ίδιου κτιρίου τοποθετούνται τα εργαστήρια ζωγραφικής και γλυπτικής που προσανατολίζουν τη θέα τους στη θάλασσα, αποθηκευτικός χώρος , χώροι wc και ένας υπαίθριος  χώρος εκτόνωσης που μπορεί να φιλοξενήσει και τα υπαίθρια εργαστήρια ή άλλες εκδηλώσει και εκθέσεις , με ένα τμήμα του να λειτουργεί ως μεταβλητός ημιυπαίθριος χώρος. Η γέφυρα πέραν του να ενώνει τα δύο κτίρια λειτουργεί σαν ένας ενδιάμεσος, μεταβατικός χώρος από τα εργαστήρια στους χώρους διαμονής, ως χώρος στάσης και διαλείμματος,  χαλάρωσης και θέασης προς τη θάλασσα, καθώς και αναστοχασμού και ανταλλαγής ιδεών μεταξύ των καλλιτεχνών. Στον πρώτο όροφο του αριστερού κτιρίου ξεκινώντας από την μπροστινή πτέρυγα βρίσκονται οι χώροι ομαδικής διαμονής (που αποτελούνται από τους χώρους ύπνου, χώρους υγιεινής, κουζίνα και καθιστικό) και τα δίκλινα δωμάτια, ενώ στην πίσω πτέρυγα τα δωμάτια που συνδυάζουν το ατομικό εργαστήριο (πρώτο επίπεδο) και  το χώρο ύπνου (δεύτερο επίπεδο). Με αντίστοιχο τρόπο διαμορφώνεται και ο δεύτερος όροφος με τους υπόλοιπους χώρους διαμονής.  Στους ορόφους της  ανατολικής όψης τοποθετήθηκαν ξύλινες μετακινούμενες περσίδες που εξυπηρετούν στον επαρκή σκιασμό των δωματίων. Καθοριστικό ρόλο στον τελικό σχεδιασμό έπαιξε ο υπάρχον σκελετός του ξενοδοχείου, που επηρέασε τις επεμβάσεις τόσο στο εξωτερικό όσο στο εσωτερικό χώρο του κτιρίου.