Δ047.20 | Η σύγχρονη φυλακή ως ένα ‘’μη ολοκληρωτικό ίδρυμα’’

 
Διπλωματική εργασία: Η σύγχρονη φυλακή ως ένα "μη ολοκληρωτικό ίδρυμα"
Φοιτητής: Μιχάλης Σιούτης 
Επιβλέπων: Ηλίας Κωνσταντόπουλος 
Ίδρυμα: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πατρών, 2020
 


 

Η παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει την έννοια και τον χώρο της σύγχρονης φυλακής, με κυρίαρχο σχεδιαστικό άξονα, το θεωρητικό έργο του Erving Goffman και της ανάλυσής του περί των ‘’ολοκληρωτικών ιδρυμάτων’’. Η πρόταση μπορεί να αναλυθεί σε δύο επιμέρους σχεδιαστικούς άξονες και τοποθετείται στο κέντρο της πόλης των Αθηνών. Ο πρώτος αφορά την φυλακή αυτή καθαυτή, η οποία πλέον αποδομείται σε τέσσερα επιμέρους κέντρα-τμήματα, το κέντρο εργασίας, το κέντρο αναμόρφωσης, το κέντρο διαμονής και το ολοκληρωτικό κέντρο αντίστοιχα· και ο δεύτερος σχεδιαστικός άξονας, που αφορά μιας μικρής κλίμακας αστική παρέμβαση περιμετρικά της φυλακής, η οποία εισάγει μια νέα τυπολογία της πολυκατοικίας και επιδιώκει να ανανεώσει το ανθρωπογενές και κοινωνικό περιβάλλον της περιοχής. 
 

 


 
Αφετηρία για την εργασία αυτή αποτέλεσε η κατανόηση και επαναξιολόγηση του ρόλου της φυλακής, υπό το πρίσμα της Επανορθωτικής Δικαιοσύνης [‘’Restorative Justice’’]. Συγκεκριμένα, αναγνωρίσθηκε μια μετατόπιση στον σκοπό της ύπαρξής της, ως ενός τόπου τιμωρίας και αναμόρφωσης του ατόμου/θύτη/έγκλειστου, σε έναν τόπο αποκατάστασης και συμφιλίωσης όλων των ατόμων που επηρεάζονται άμεσα και έμμεσα από το έγκλημα -από τα θύματα, τις οικογένειες τους μέχρι και ευρύτερα μέλη της κοινότητας- για την συλλογική αναγνώριση και αντιμετώπιση των συνεπειών του εγκλήματος και την προετοιμασία τους για μια αρμονική συνύπαρξη πίσω στην κοινωνία. Έτσι, η φυλακή τοποθετείται σε ένα οικόπεδο 40.000 τ.μ. μπροστά από το σιδηροδρομικό σταθμό Αθηνών, ως απόρροια της καλής συνδεσιμότητας και προσβασιμότητας που προσφέρει με την πόλη και την ευρύτερη περιοχή της Αττικής, την απουσία φαινομένων σύγχρονης πολεμικής αστικότητας -στην οποία και έχει επέλθει η Αθήνα τα τελευταία χρόνια- αλλά και την γενικότερη τάση υποβάθμισης στην περιοχή, τόσο στο δομημένο όσο και στο ανθρωπογενές της περιβάλλον.
 


 
Η πρόταση παρουσιάζει μια νέα εκδοχή της σύγχρονης φυλακής, ως ενός μη ολοκληρωτικού ιδρύματος- ή πιο συγκεκριμένα- ως ενός όχι-και-τόσο-ολοκληρωτικού ιδρύματος [‘’not-so-total institution’’], δανειζόμενοι επακριβώς τον ορισμό του Farrington, στα πλαίσια της κριτικής του επί του έργου του Goffman. Η δομή για το νέο αυτό μη ολοκληρωτικό ίδρυμα, απορρέει μέσα από την ίδια την ανάλυση του Goffman, ο οποίος χαρακτηριστικά αναφέρει ότι ‘’ο μέσος άνθρωπος σήμερα, τείνει να εργάζεται, να παίζει και να κοιμάται σε διαφορετικά μέρη, με διαφορετικούς ανθρώπους, ενώ το κύριο χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών ιδρυμάτων, αφορά την πλήρη κατάργηση των ορίων αυτών που διαχωρίζουν τις σφαίρες της καθημερινής ζωής’’. Έτσι, η πρότασή απορρίπτει την ολότητα στον χρόνο και τον χώρο της φυλακής, αποδομώντας την στις τρεις χρονικές σφαίρες που διέπουν την σύγχρονη κοινωνική και οικονομική ζωή -την εργασία, την αναψυχή και την ανάπαυση αντίστοιχα- αλλά και σε μια τέταρτη, αυτή του ολοκληρωτικού χρόνου, η οποία και αποτυπώνει τα σημεία τομής μεταξύ αυτών των σφαιρών της καθημερινότητας. 
 

 


 
I. Κέντρο Εργασίας [Labor Center]
 
Το κέντρο εργασίας αφορά την δημιουργία ενός νέου δημόσιου χώρου για την πόλη, ή πιο συγκεκριμένα, ενός υπερυψωμένου δημόσιου εδάφους, το οποίο μετατρέπεται κατά την διάρκεια της ημέρας σε μια δημόσια αγορά· στην οποία και εισέρχονται οι έγκλειστοι και αλληλεπιδρούν με την πόλη στα πλαίσια της εργασίας τους. Οι όψεις του δίνουν την εντύπωση ότι είναι αρκετά ανάλαφρο και ανοιχτό. Η καθαρότητα και λεπτότητα των αμέτρητων υποστυλωμάτων, σε συνδυασμό με το μεγάλο ύψος και την μορφή του στεγάστρου του, προσπαθούν να αποδώσουν μια αίσθηση μνημειακότητας στο χώρο, προσκαλώντας το δημόσιο βίο μέσα σε αυτό. Παράλληλα, τα περιμετρικά σκαλοπάτια προσκαλούν τον επισκέπτη της πόλης να τα διαβεί, θολώνοντας τα όρια μεταξύ του μέσα και του έξω, ενώ ο τρόπος με τον οποίον αυτά συγχέονται με τα αμέτρητα υποστυλώματα, προκαλεί μια χειρονομία διαφάνειας και ανοιχτότητας του χώρου. Ακόμη, μια σειρά από κατακόρυφες πλατφόρμες κίνησης, σχεδόν σαν ένα τρίτο δωμάτιο στο χώρο, μετακινούν τους έγκλειστους μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων και επηρεάζουν την συνέχεια αυτού του δημόσιου εδάφους κατά την διάρκεια της μέρας.
 

 

 


 

ΙΙ. Κέντρο Αναμόρφωσης [Recreation Center]
 
Το κέντρο αναμόρφωσης, απορρέει μέσα από την ίδια την ασάφεια αυτής της σφαίρας της καθημερινότητας, ως προς το τι πραγματικά πρέπει να διαδραματίζεται σε αυτή, οδηγώντας σχεδόν επιβεβλημένα, στην έννοια της συμπαγίας. Μια συμπαγία διαφορετικών εκδοχών, μορφών και στιλ της πόλης, συνεπτυγμένες κάτω από την ίδια ενιαία μορφή, αντίστοιχων της πολυπλοκότητας του προγράμματος που εισάγουν. Παράλληλα, μια δεύτερη όψη έρχεται και αγκαλιάζει το κτίριο περιμετρικά και αναδεικνύει συγκεκριμένες οπτικές από αυτήν την συμπαγία των όψεων, πίσω προς την πόλη. Το κτίριο αναπτύσσεται σε 8 διαφορετικά επίπεδα, με κάθε επίπεδο ξεχωριστά να παρέχει πρόσβαση σε ένα συγκεκριμένο τύπο προγράμματος· ενώ η διάταξή τους ανά επίπεδο, ακολουθεί μια γραμμική οργάνωση στο χρόνο, βάσει της θεωρίας των αναγκών του Maslow. Στην βάση αυτής τοποθετείται το κέντρο υγείας(1) και κατά σειρά ακολουθούν το εστιατόριο(2), οι χώροι ψυχολογικής υποστήριξης(3), το αθλητικό κέντρο(4), το πνευματικό κέντρο(5), το κέντρο συμφιλίωσης(6), το κέντρο εκπαίδευσης(7) και τέλος το κέντρο επανορθωτικής δικαιοσύνης(8). Ακόμη, η χωρική έκφραση αυτής της εξέλιξής στον χρόνο, αποτυπώνεται μέσα από την διαβάθμιση της ανοιχτότητας και κλειστότητας των χώρων, την διαβάθμιση μεταξύ του φωτός και σκιάς, και τέλος την (ψευδ)αίσθηση της χωρικής μεγέθυνσης και σμίκρυνσης από τα κατώτερα προς τα υψηλότερα επίπεδα. 
 

 


 

III. Κέντρο Διαμονής [Sleep Center]
 
Το κέντρο διαμονής φιλοξενεί τα κελιά ατομικής και συλλογικής κατοίκησης των εγκλείστων. Μπροστά από το κτίριο τοποθετείται μια πλατφόρμα νερού, η οποία έρχεται και διαχωρίζει το κτίριο από την πόλη γύρω του και το μετατρέπει σε ένα αντικείμενο προς παρατήρηση. Εξωτερικά, το κτίριο ντύνεται με μια διάφανη και γυάλινη όψη, αποκαλύπτοντας όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό του, ενώ μια δεύτερη όψη μέσα του, μεταβάλει τα επίπεδα διαφάνειας του, ερχόμενο πάντα σε σύγκρουση ή μη, με την πλήρη διαφάνεια της γυάλινης όψης του. Παράλληλα, τα κατακόρυφα πτερύγια ξεπροβάλλουν επιδεικτικά από την γυάλινη όψη, ορίζοντας τις κατακόρυφες κινήσεις στο κτίριο και υποδεικνύοντας την δυνατότητα επέκτασης του και σε αυτόν τον άξονα. Έτσι, το κτίριο μπορεί να επεκταθεί και καθ’ ύψος, δίνοντας την λύση του σε ένα χρόνιο ζήτημα για την αρχιτεκτονική των φυλακών, αυτό του υπερπληθυσμού. Παράλληλα, η δυνατότητα της οριζόντιας και κατακόρυφης μεταβλητότητας στον χρόνο και τον χώρο, μετατρέπει το κτίριο σε ένα εργαλείο πολιτικής και κοινωνικής διαπραγμάτευσης, εγείροντας κάθε φορά τον προβληματισμό της κοινωνίας σχετικά με τους λόγους της εκάστοτε μεταβολής του, τόσο στο ύψος όσο και στη διαφάνεια των όψεων του.  
 

 

 


 
IV. Ολοκληρωτικό Κέντρο [Total Center]
 
Το ολοκληρωτικό κέντρο μιμείται τους δρόμους μεταξύ των κτιρίων και οργανώνεται σε τέσσερα διαφορετικά επίπεδα, τις γραμμές, τα σημεία, τις επιφάνειες και τα υπόγεια δίκτυα αντίστοιχα. Προγραμματικά επιφορτίζεται με τις λειτουργίες ελέγχου και εξουσίας της φυλακής, προτείνοντας έτσι μια σειρά από υπόγειες προσβάσεις και συνδέσεις που δίνουν συνοχή στα επιμέρους κέντρα της φυλακής και επιτρέπουν την εφαρμογή ολοκληρωτικού ελέγχου από μέρους  του προσωπικού. Παράλληλα, η ανάπτυξη των διαφόρων επιπέδων έχει ως απώτερο σκοπό την αποτύπωση και ανάδειξη της έννοιας του χρόνου ως της μέγιστης τιμωρίας, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από το παράθυρο του κελιού του εγκλείστου. Έτσι, μια σειρά από σημεία οργανώνονται σε ένα νοητό τετραγωνικό κάναβο και υιοθετούνται σαν σταθερά και μη μεταβλητά σημεία στο χώρο, τα οποία άλλοτε χάνονται και άλλοτε εμφανίζονται μέσα στο μεταβλητό φυσικό τοπίο. Οι επιφάνειες αντίστοιχα ορίζονται από τις διαφορετικές φυτεύσεις και τον τρόπο ωρίμανσης τους μέσα στον χρόνο και σε συνδυασμό με τα σημεία, προσπαθούν να αποτυπώσουν και να αποδώσουν το πέρασμα του χρόνου, όπως μέσα από την εποχικότητα ή την μεταβλητότητα στο ύψος και το χρώμα τους.  
 


 
V. ‘’Τείχος’’ Πολυκατοικιών [Wall Housing]
 
Το ‘’τείχος’’ των πολυκατοικιών προσπαθεί να ανανεώσει το κοινωνικό, εθνοτικό και οικονομικό προφίλ των ανθρώπων που διαβιούν περιμετρικά της φυλακής, επιτυγχάνοντας έτσι μια μεγαλύτερη κοινωνική πρόσμιξη και ενισχύοντας τον δημόσιο χαρακτήρα της φυλακής και της ευρύτερης περιοχής. Έχοντας σαν πρότυπο αναφοράς την πολυκατοικία της αντιπαροχής που κυριαρχεί στην περιοχή και αποποιούμενοι τις συνθήκες που αναπαράγει μέσα από τον κάθετο κοινωνικό διαχωρισμό, η νέα πολυκατοικία προτείνει την αντιστροφή των συνθηκών αυτών, δηλαδή μια κλιμάκωση του μεγέθους των διαμερισμάτων από κάτω προς τα πάνω, και παράλληλα μια κλιμάκωση της εσωστρέφειάς τους προς την ίδια κατεύθυνση. Το κτίριο, μέσω της δομής του, προτείνει μια νέα τυπολογία όπου ο ακάλυπτος χώρος του κτιρίου ενοποιείται με το κλιμακοστάσιο και προβάλλει στο δρόμο ως χώρος εισόδου· αναδεικνύοντας έτσι τον μεταβατικό του χαρακτήρα, από το απόλυτα δημόσιο στο απόλυτα ιδιωτικό. Παράλληλα, μια σειρά από ακανόνιστα πλατώματα στα κλιμακοστάσια προσδίδουν σε αυτή την κατακόρυφη κίνηση μια δυναμική στάσης και επαφής μεταξύ των διαφορετικών κατοίκων του.