Διπλωματική Εργασία: Materia Prima, Υλοζωικές Χωροχρονικότητες
Φοιτητές: Βασιλική Θηβαίου, Μελπομένη Κοντακιώτη, Νικόλαος Μασλαρινός
Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Μαρία Βογιατζάκη
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης | Ιούνιος 2018
Η παρούσα διπλωματική εργασία αφορά μια ολιστική προσέγγιση
σχεδιασμού, η οποία διέπεται από τις
έντονες σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στο τρίπτυχο του χώρου, της
ύλης και του ανθρώπου. Κύριες
κατευθύνσεις αποτέλεσαν η διαχείριση της περίσσειας της ύλης στο αστικό τοπίο,
η έκφραση των διαφορετικών υλικοτήτων σε ένα κτίριο που θα προβάλλει τη
λειτουργία του στην πόλη, λειτουργώντας το ίδιο ως έκθεμα των διεργασιών του,
κι αυτά παράλληλα με τον προβληματισμό της θέσης του ίδιου του ατόμου, ως μέλος
μιας ευρύτερης κοινωνίας, στην αναδυόμενη ανάγκη για συμμετοχική διαδικασία στη διαχείριση της
ύλης.
O κόσμος δομείται από την Πρώτη Ύλη, η οποία χαρακτηρίζεται από μία
έμφυτη δυνητικότητα, μορφοποιείται, μετασχηματίζεται και αναδημιουργείται.
Είναι ένα συνεχές πέρασμα από την εν δυνάμει στην εν ενεργεία κατάσταση. Η αντίληψη αυτή, συνδέεται με τη δημιουργία ή
τη σύνθεση. Σε αντίθεση λοιπόν με τις μετέπειτα αντιλήψεις της ως οτιδήποτε έχει μάζα και καταλαμβάνει
χώρο, για τον Αριστοτέλη η ύλη είναι συνυφασμένη με τη διεργασία ή την αλλαγή:
ύλη είναι ό,τι εμπεριέχει αλλαγή ουσίας.
Σήμερα, βρισκόμαστε σε μία
κατάσταση, όπου η ζωτικότητα της ύλης αγνοείται, καθώς η ανόργανη ύλη γίνεται
αντιληπτή ως στατική και αναλώσιμη και προορίζεται για την ικανοποίηση των ολοένα
και αυξανόμενων αναγκών του ανθρώπου.
Η παραγωγή προϊόντων και η κατανάλωσή τους έχει αυξηθεί σε τέτοιο
βαθμό, που πλέον η απόκτηση καινούριων προϊόντων έχει συνδεθεί με την ευημερία
μίας κοινωνίας. Επομένως, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, στον οποίο η
υπερπαραγωγή προϊόντων οδηγεί στην υπερκατανάλωση, στη συνέχεια στην απόρριψή
τους και στην εκ νέου παραγωγή, άρα και στην αυξημένη ζήτηση για πρώτες
ύλες. Αυτή η εικόνα της νεκρής ύλης
τροφοδοτεί την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος είναι κύριος της φύσης και μπορεί να
την εκμεταλλεύεται απεριόριστα.
Σε αυτή την πραγματικότητα, σκοπός μας είναι να αντιτάξουμε ένα
παράδειγμα στο οποίο η ύλη επανακτά τη χαμένη της δυνητικότητα, αποκτώντας εν
δυνάμει ζωή. Η έμφυτη δυναμικής της να μετασχηματίζεται μπορεί να αξιοποιηθεί
από την ανθρώπινη δημιουργικότητα και να οδηγήσει σε απροσδόκητα αποτελέσματα.
Οι πόλεις μας χαρακτηρίζονται από μια υπερπροσφορά περίσσειας ύλης, είτε αυτή
πρόκειται για τα προϊόντα της καθημερινής της λειτουργίας, είτε για αντικείμενα
τα οποία κρίνονται ‘άχρηστα’ και απορριπτέα. Αυτά εμπεριέχουν δυνατότητες,
χωρίς να έχουν κλείσει τον κύκλο της ζωής τους, παρ’ όλα αυτά καταλήγουν να
είναι ανεπιθύμητα.
Θα μπορούσε, όμως, αυτή η λογική να ενταχθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο
αλλαγής της νοοτροπίας της κοινωνίας ως προς τη χρήση της ύλης. Έτσι
προτείνουμε ένα κτίριο στο οποίο θα οδηγείται η περίσσεια ύλης της πόλης με
στόχο να διερευνηθεί από τους ίδιους τους κατοίκους η δυνητικότητά της. Ένα
κτίριο, λοιπόν, το οποίο διαθέτει εκπαιδευτικό και πρακτικό ρόλο, μέσω της
διαδραστικής ενημέρωσης, της έρευνας των υλικών και της εφαρμογής της, τόσο στο
ίδιο κτίριο, όσο και σε μία μικρής κλίμακας παραγωγή. Με τη χρήση τόσο
συμβατικών μεθόδων επεξεργασίας υλικών, όσο και νέων τεχνολογιών προσθετικής
και αφαιρετικής κατεργασίας, το κοινό έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει σε έναν
ενεργό κύκλο ζωής της ύλης με δημιουργικό τρόπο. Η διαδικασία της ανακύκλωσης
επαναφέρει την ύλη σε μια πρότερη κατάσταση επιτρέποντας την εκ νέου
μορφοποίησή της και την αξιοποίηση της έμφυτης δυνητικότητάς της. Πιο
συγκεκριμένα, στο κτίριο επεξεργάζονται το ξύλο, το γυαλί, το μέταλλο, το χαρτί
και παράλληλα ερευνώνται η σύνθεση και οι δυνατότητες του βιο-πλαστικού και του
bio-receptive σκυροδέματος.
Το αστικό τοπίο αποτελεί το πιο πρόσφορο έδαφος για να συμβεί μια
τέτοιου είδους συμμετοχική διαδικασία, όπως αυτή που αναφέρθηκε, καθώς η ροή
ανθρώπων και ιδεών βρίσκει τη μέγιστη έκφρασή της. Έτσι, δημιουργείται μια
συμβιωτική σχέση, όπου γίνεται κυκλική διαχείριση των πηγών, ανακύκλωση των αγαθών
και της ενέργειας στο ίδιο το περιβάλλον της πόλης. Στη λογική αυτή της επαναδιαπραγμάτευσης και
της επανάχρησης του αστικού χώρου, εντάσσεται η οικολογική προσέγγιση της
διαχείρισης της ύλης. Το ίδιο το κτίριο εκφράζει τη χρήση του μέσω της
παρουσίας του, εντάσσοντας τα «προϊόντα» του άμεσα στο συγκείμενο της πόλης. Με
την επιλογή της χωροθέτησης του κτιρίου στον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης και τη συνδιάλεξή του
με τις γειτνιάζουσες χρήσεις ενισχύεται η ετερογένεια της πόλης,
χρησιμοποιώντας ως εργαλείο τη συμμετοχή των πολιτών στη ζωή του κτιρίου.
Σε μια γενικότερη προσέγγιση το κτίριο θελήσαμε να λειτουργεί ως ένα
ολοκληρωμένο σύστημα επεξεργασίας των υλικών, σωλήνες που διατρέχουν την
κατασκευή διοχετεύουν τα μηχανήματα με υλικό, ρομποτικοί βραχίονες κινούνται
πάνω στα δοκάρια και στα υποστυλώματα ενώ δυνητικά θα μπορούσε να γίνει και η
χρήση drones στη διαδικασία παραγωγής.
Ως σχόλιο στη δομή του αστικού ιστού, με τους ορθογωνικούς
επαναλαμβανόμενους όγκους των πολυκατοικιών, αντιπαραβάλλουμε ένα γυάλινο όγκο
που ακολουθεί το περίγραμμα του οικοπέδου. Εντός αυτού, δημιουργείται ένας
τρισδιάστατος κάναβος εν είδει σκαλωσιάς, στον οποίο σταδιακά αναπτύσσονται οι πυρήνες
επεξεργασίας των υλικών, καθένας από τους οποίους αφιερώνεται σε μία
συγκεκριμένη εργασία, ενώ οι ίδιοι αποτελούν ένα συνεχή καμβά, επάνω στον οποίο
προβάλλεται η έρευνα που γίνεται στα υλικά, δίνοντας ζωή στο κτίριο αλλά και
στα ίδια. Το κτίριο, βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία ανάπτυξης που σχετίζεται άμεσα με το διαθέσιμο υλικό
απόθεμα της πόλης. Η χωρική διάσταση του κτιρίου αποτυπώνεται σε χρονικά
στιγμιότυπα. Στη χρονικότητα που παρουσιάζουμε το κτίριο αποτελείται από 8
αυτόνομους χώρους, στους οποίους εντοπίζονται οι εξής λειτουργίες: επεξεργασία
γυαλιού, χαρτιού, μετάλλου, ξύλου, χώροι
έρευνας κι ανάπτυξης βιοπλαστικού και bio-receptive σκυροδέματος,
χώρος συναρμολόγησης και επανάχρησης, ένα αμφιθέατρο και χώροι γραφείων.
Η διαδικασία επεξεργασίας των υλικών γίνεται κυκλικά ξεκινώντας από
κάτω προς τα πάνω. Στο υπόγειο υπάρχουν οι υποδομές για την πρώτη επεξεργασία
των υλικών που αφορά κυρίως τις διαδικασίες ανακύκλωσης. Στη συνέχεια τα υλικά
διαμοιράζονται στους πυρήνες όπου γίνεται μια επεξεργασία δεύτερου βαθμού. Το
ισόγειο του κτιρίου αποτελεί ένα δημόσιο πέρασμα στο οποίο βρίσκονται οι χώροι
πώλησης προϊόντων και έκθεσης της δραστηριότητας του κτηρίου. Κύρια θέση
καταλαμβάνει ένα μεγάλο αίθριο το οποίο προσφέρει μια συνολική εμπειρία της
ζωής του κτηρίου. Οι χώροι επεξεργασίας υλικών διατάσσονται γύρω από αυτό, ενώ
άνθρωποι, πρώτες ύλες και αντικείμενα, δηλαδή έμβια και άβια ύλη, κινούνται σε αυτό και αποτελούν κομμάτι της
ζωτικότητάς του. Γέφυρες διασχίζουν το αίθριο συνδέοντας τους χώρους μεταξύ
τους ενώ η κατακόρυφη κίνηση τόσο των ανθρώπων όσο και των υλικών εξυπηρετείται
από ανελκυστήρες.
Οι χώροι επεξεργασίας των υλικών εμφανίζουν μια σχετική αυτονομία, οι
διεργασίες που γίνονται εκτυλίσσονται κι εδώ κυκλικά, από κάτω προς τα πάνω στο
εσωτερικό των πυρήνων, γίνεται είσοδος των πρώτων υλών και έξοδος του προϊόντος
της επεξεργασίας. Το προϊόν μεταφέρεται,
εφόσον χρειάζεται περαιτέρω επεξεργασία σε άλλο πυρήνα, μέσω συνδέσεων με γέφυρες
και με τα επίπεδα που λειτουργούν συμπληρωματικά τριγύρω από τους πυρήνες.
Στους πυρήνες της παραγωγής ενσωματώνεται όλη η διαδικασία
επεξεργασίας των υλικών. Στους χώρους, οι οποίοι περιβάλλουν και ενώνουν τους
πυρήνες υπάρχει ελευθερία κινήσεων και οργάνωση ανοιχτού τύπου, έτσι ώστε να
δίνεται η δυνατότητα για την επέκταση των χρήσεων που ξεκινούν από αυτούς. Ακόμα ακολουθώντας μια παρόμοια συλλογιστική
της ετερογένειας των χρήσεων , όπως αναφέρθηκε στο επίπεδο της κλίμακας του
αστικού ιστού, εντάσσουμε τις λειτουργίες της εκπαίδευσης και των γραφείων
έρευνας κι ανάπτυξης σε εγγύτητα με τις χρήσεις της παραγωγής. Πιο
συγκεκριμένα, γίνεται βιωματική εκπαίδευση ενώ ακόμα εξυπηρετούνται κι οι
γραφειακές ανάγκες από τους ενδιάμεσους χώρους που δημιουργούνται στα επίπεδα
σύνδεσης. Εκπαίδευση κι έρευνα, αποτελούν νοητά αλλά και απτά το συνδετικό ιστό
του κτιρίου, που ενισχύει την ανάπτυξη της συμμετοχικής διαδικασίας στην
επεξεργασία των υλικών.
Ο κάθε χώρος κατασκευάζεται από οριζόντιους και κάθετους δακτυλίους,
επάνω στους οποίους εδράζεται ένα πλέγμα που αποτελεί τη βάση όπου προσθετικά
σχηματίζεται η εξωτερική τους επιφάνεια. Τα υλικά δυνητικά θα μπορούσαν να
διοχετεύονται από ένα σύστημα σωλήνων
στους ρομποτικούς βραχίονες. Το κτίριο αποτελεί και το ίδιο μια μηχανή
παραγωγής, όπου όλα τα ‘εξαρτήματά του’ συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία.
Η επιφάνεια που σχηματίζεται προσθετικά μπορεί να συνθεθεί με διάφορες
μεθόδους, όπως η συγκόλληση ετερόκλητων
τμημάτων του εκάστοτε υλικού, ο ψεκασμός με λεπτή σκόνη, που προήλθε από το
θρυμματισμό τους, με προσμίξεις, είτε με πολτοποίηση και εναπόθεση.
Σύμφωνα με τα λόγια του Paul
Kugler, έχουν συγκρίνει την πρώτη ύλη
(materia prima) με τα πάντα, με τον ουρανό και τη γη, με το σώμα και το πνεύμα,
το χάος, τον μικρόκοσμο και τη μπερδεμένη μάζα. Η πρώτη ύλη περιέχει από μόνη
της όλα τα χρώματα και ενδεχομένως όλα τα μέταλλα, δεν υπάρχει τίποτα πιο
θαυμάσιο στον κόσμο, γιατί αυτή έχει τη δυνατότητα να γίνεται ο εαυτός της , να
επαναπροσδιορίζει τον εαυτό της, να γεννά
τον εαυτό της.
Για μια τέτοια αρχιτεκτονική έγινε λόγος σήμερα, μια
αρχιτεκτονική που γεννάται εκ των έσω, συνεχώς μεταβαλλόμενη, που
επαναπροσδιορίζει τον εαυτό της ανάλογα με τις ανάγκες που προκύπτουν. Γεννά
τον εαυτό της. Είναι η ύλη, είναι ο χώρος, είναι ο άνθρωπος.