Διπλωματική εργασία: Μετέωρα:
Ικριωματικά καταφύγια
Φοιτητές: Κολοκύθα Ήρα Ερασμία, Μελέγκου Νικολέτα, Σουλεμέτση
Ευαγγελία
Επιβλέποντες Καθηγητές: Ξάνθη Θεώνη, Κόκκορης Παναγιώτης, Δενδρινός
Σταύρος
Σχολή: Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης | Τμήμα
Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ξάνθης
Αντικείμενο
έρευνας της παρούσας διπλωματικής εργασίας, αποτέλεσε η σχέση του ανθρώπου με
την φύση και εν συνέχεια της αρχιτεκτονικής με αυτήν. Άραγε είναι εφικτό η
αρχιτεκτονική να συνυπάρξει με την φύση, συμπληρώνοντας το τοπίο; Ή η
αρχιτεκτονική αποτελεί απλά το μέσο παρατήρησης προς την φύση;
Σκοπός ήταν
να εστιάσουμε σε ένα τοπίο και να καταφέρουμε να ενισχύσουμε την σχέση της
αρχιτεκτονικής με την φύση. Η περιοχή που επιλέχθηκε είναι τα Μετέωρα, το
γνωστό πέτρινο δάσος της Θεσσαλίας, στο νομό Τρικάλων, ανάμεσα από την
Καλαμπάκα και τον παραδοσιακό οικισμό του Καστρακίου.
Το άγριο και απροσπέλαστο τοπίο, οι θεόρατοι σκοτεινόχρωμοι βράχοι σε αντίθεση με το έντονο πράσινο των δασικών εκτάσεων, συνθέτουν ένα τοπίο «ουτοπικό», καλώντας τον επισκέπτη να σκεφτεί, να αναρωτηθεί, να παραξενευτεί, να νιώσει δέος, εκμηδενίζοντας την ανθρώπινη κλίμακα σε μια στιγμή, μέσω των έντονων αντιθέσεων της σχέσης ύψους και βάθους. Βαίνοντας στο «άβατο», είναι πλέον έτοιμος να έρθει σε επαφή με την φύση, να ανακαλύψει ο ίδιος το ανεξήγητο φυσικό φαινόμενο αυτών των Μετεώρων και να απαντήσει σε ερωτήματα.
Τα Μετέωρα,
είναι ευρέως διαδεδομένα και αποτελούν τον δεύτερο τουριστικό προορισμό της
Ελλάδας, μετά την Ακρόπολη. Έκτος του εκπληκτικού φυσικού ανάγλυφου τους, την
έντονη βιοποικιλότητα, αλλά και τον συνδυασμό των διαφορετικών υφών που
παρουσιάζει η περιοχή λόγω των ποικίλων πετρωμάτων και της έντονης βλάστησης (σκληρό
– μαλακό), έντονη είναι και η παρουσία των μοναστικών κοινοτήτων σε διάφορες
κορυφές από τους βράχους.
Ακόμη τα αμέτρητα δασικά μονοπάτια που περιτριγυρίζουν τους γιγαντιαίους βράχους, καθώς και οι κατακόρυφες διαδρομές σε αυτούς, σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω, καθιστούν τα Μετέωρα πόλο έλξης για πολλούς ορειβάτες, πεζοπόρους, αναρριχητές, ποδηλάτες και γενικότερα φυσιολάτρες, οι οποίοι επιθυμούν να ανακαλύψουν τον τόπο ακόμη περισσότερο, αφού έτσι έρχονται σε επαφή με την φύση και ανακαλύπτουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία για αυτήν, βιώνοντας την. Ωστόσο, εκτός από το μυστήριο της φύσης, η ιερότητα των μοναστηριών και το δέος που προκαλεί ο τόπος, προσελκύουν και αρκετούς θρήσκους.
Αυτά τα δύο
στοιχεία, δηλαδή, η φύση που από μόνη της θεωρείται ιερή, αλλά και το κομμάτι
της θρησκείας, έρχονται σε έντονη αντιπαράθεση, καθώς είναι αδύνατο να
συνυπάρξουν. Έτσι, εστιάζουμε στην ενίσχυση της επαφής των ανθρώπων με την
φύση, απευθυνόμενοι σε συγκεκριμένες ομάδες, που παρατηρούμε ότι επιλέγουν την
περιοχή αυτήν. Πιο συγκεκριμένα, σε αναρριχητές, ορειβάτες, πεζοπόρους,
ποδηλάτες, γεωλόγους, καλλιτέχνες, διανοούμενους και γενικότερα φυσιολάτρες,
ενισχύοντας και προβάλλοντας τις τοπικές υπαίθριες δραστηριότητες. Με βάση τις
ανάγκες των παραπάνω χρηστών, προτείνουμε την χρησιμότητα ενός καταφυγίου στην
καρδιά των Μετεώρων, αποφεύγοντας επιπλέον την υπερσυγκέντρωση των γύρω
οικισμών από τα πολυάριθμα ξενοδοχεία αλλά και τους ξενώνες για την κάλυψη των
τουριστικών αναγκών που με τα χρόνια ολοένα και αυξάνονται.
Η έννοια
«μετέωρος», δηλαδή η αιώρηση αλλά και η ταυτόχρονη στατικότητα, ήταν από μόνη της βασικός παράγοντας για τον
τρόπο που θα προσεγγίζαμε την λύση μας. Ήρθαμε, λοιπόν αντιμέτωπες με ένα
«οικόπεδο καθ’ ύψος», εξαιτίας της έντονης σχέσης του ύψους και του βάθους. Η
επιλογή των συγκεκριμένων βράχων που τοποθετείται η κατασκευή, πραγματοποιήθηκε
με βάση το δασικό μονοπάτι της περιοχής που επιλέξαμε, το οποίο συνδέει τους
δύο οικισμούς, ενώ προσφέρει ποικιλίες σε επίπεδα δυσκολίας των πεζοπορικών και
αναρριχητικών διαδρομών, δημιουργώντας έναν λοφίσκο, με το ανώτερο επίπεδο, στο
σημείο ενδιαφέροντος.
Το καταφύγιο,
οργανώνεται ουσιαστικά σε τρεις διαφορετικές κατασκευές. Την γέφυρα, τον πύργο
και τα ικριώματα.
Βασικό
στοιχείο οργάνωσης, αποτελεί ο πύργος, ο οποίος είναι μόνιμη κατασκευή και ενώ
στην ουσία αποτελεί τον πυρήνα κατακόρυφης κυκλοφορίας, επιπλέον συμβάλλει στην
εξυπηρέτηση μέσω των κατακόρυφων σωληνώσεων στην ενεργειακή αυτονομία του
καταφυγίου, αφού στην απόληξη του βρίσκονται όλες οι ηλεκτρομηχανολογικές
εγκαταστάσεις. Επομένως περιμετρικά αυτού τοποθετούνται όλοι οι υγροί χώροι του
καταφυγίου για την καλύτερη λειτουργικότητα του, όπως φαίνεται και στις
κατόψεις της γέφυρας.
Η «γέφυρα»
αποτελεί επίσης μόνιμη κατασκευή και είναι μεταλλική διώροφη με σκελετό το
δικτύωμα τύπου Warren,
με παραλλαγή την τοποθέτηση των κάθετων υποστυλωμάτων για την ενίσχυση της. Συνολικά,
μπορεί να φιλοξενήσει έως και 80 άτομα. Εκεί, συναντάμε χώρους κοινόχρηστους
μιας και έχουμε ως βασική αρχή σχεδιασμού το κοινόβιο του καταφυγίου. Στο ισόγειο
βρίσκεται ένα μεγάλο ευρύχωρο δωμάτιο, κοινόχρηστα σαλόνια, κουζίνα καθώς και
χώρος υποδοχής και βοηθητικοί χώροι. Ο επάνω όροφος, έχει περισσότερα «ανοιχτά»
δωμάτια, με διάτρητα διαχωριστικά για την καλύτερη επικοινωνία αλλά και την
μερική ιδιωτικοποίηση των φιλοξενουμένων. Τέλος, στην ανατολική πλευρά της
γέφυρας, βρίσκεται μια αίθουσα για συναντήσεις, συνεδριάσεις διαφόρων αθλητικών
συλλόγων και όχι μόνο, μέσα στην οποία μπορούν να συζητήσουν, να μάθουν, να
ενημερωθούν, παρευρισκόμενοι στην περιοχή του ενδιαφέροντος.
Για την
ανέγερση και συντήρηση των παραπάνω κατασκευών, θεωρήσαμε αναγκαία την ύπαρξη
των ικριωμάτων, τα οποία στην συνέχεια θα αποτελούν μέρος της συνολικής
κατασκευής, τονίζοντας με τον δικό τους τρόπο την αίσθηση του μετεώρου.
Αποτελούν, ημιμόνιμες ημιυπαίθριες κατασκευές, με προοπτικές προσθήκης και
αφαίρεσης, ανάλογα με τις ανάγκες που απαιτούνται. Είναι επιπλέον μια
«ελεύθερη» κατασκευή, που η οργάνωση της αφήνεται να αποδοθεί από τον χρήστη
της, με επιτόπια διαμόρφωση. Προτείνουμε στα ανώτερα επίπεδα, διαδρομές στάσεις
και παρατήρησης, ακόμη και την δυνατότητα καταρρίχησης στα κοντινά βράχια, ενώ
ακόμη τοποθετούμε ενδεικτικά τυπικά δωμάτια φιλοξενίας, και χώρους ελεύθερους
και αυτοοργανωμένους για διάφορα workshops των χρηστών. Τέλος, τα ικριώματα από
την υποστηρικτική τους αρχική τους χρήση καταλήγουν σε μια ελεύθερη διαμονή
κατοίκησης με δυνατότητα camping
στα διάφορα επίπεδα, δίνοντας στον ίδιο τον χρήστη την δυνατότητα επιλογής για
το που και πως θα φιλοξενηθεί στον χώρο.
Η συγκεκριμένη
διπλωματική, επιχειρεί να θέσει ερωτήματα και προβληματισμούς, για το αν τελικά
η αρχιτεκτονική μπορεί να συνυπάρξει με την φύση και την «ιερή» ταυτότητα του
τόπου. Θέτοντας το εξής ερώτημα: υπάρχουν τελικά «ιερά μέρη» που απαιτούν
εξωτερικό παρατηρητή και μόνο και όχι χρήστη; Τόποι που οφείλουν να παραμείνουν
απροσπέλαστοι και να θαυμάζονται ως ιερές οντότητες χωρίς να επιδέχονται καμία
αρχιτεκτονική πρόταση, ακόμα και αν αυτή μπορεί να συνυπάρξει με τον τόπο και
την πολιτιστική του προέκταση, το τοπίο;