Κ004.19 Οι γυμνές «καρυάτιδες» του Ελληνικού




Η Αθήνα, αν και από τις μεγαλύτερες σε πληθυσμό μητροπόλεις της Μεσογείου, εισέρχεται με χρονική καθυστέρηση 10-20 χρόνων στην ομάδα εκείνη των πόλεων όπου η σύγχρονη ανάπτυξή τους μεταφράζεται σε κτιριακές μονάδες με εικονική διάσταση. Η Βαρκελώνη απέκτησε τον Πύργο Agbar, το Μιλάνο μεταξύ άλλων τους Allianz Tower και Generali Tower, η Μασσαλία τον Πύργο La Marseillaise, το Μονακό τον Πύργο Odeon,  και μπορούμε να συνεχίσουμε αναφέροντας τη Βηρυτό, το Τελ Αβίβ και τη Λεμεσό.

 Η κρίση της δεκαετίας του 2010 πάγωσε για την Ελλάδα επενδύσεις και φιλοδοξίες. Διαφαίνεται όμως ότι η Αθήνα εισέρχεται πλέον σε μία περίοδο όπου η έξοδος από την κρίση θα αποτυπωθεί και σε κτιριακά συγκροτήματα μεγάλης αστικής εμβέλειας. Σε ότι αφορά τα ψηλά κτήρια, η αξιοποίηση του Πύργου Πειραιά και οι προτεινόμενοι ουρανοξύστες στο Ελληνικό θα αποτελέσουν τα επόμενα έργα με υψηλή συμβολική διάσταση.

Για την επιτυχή έκβαση παρόμοιων σημαντικών έργων απαιτείται από τον κάθε εμπλεκόμενο φορέα (ιδιωτικό και δημόσιο) να παίξει τον ενδεδειγμένο ρόλο του με συνέπεια. Σε ότι αφορά τους δημόσιους φορείς, η διαχείριση τέτοιας έκτασης παρεμβάσεων απαιτεί στρατηγική και έλεγχο οι οποίοι οδηγούν στο τελευταίο στάδιο σε ένα διεθνώς καθιερωμένο πλαίσιο μελέτης και εν συνεχεία κατασκευής. Από τη στιγμή που η εικονική διάσταση των ψηλών κτηρίων αφορούν σε ολόκληρη την πόλη και τους κατοίκους της, χρειάζεται να «διασφαλιστεί» η αρχιτεκτονική ποιότητα αυτών των παρεμβάσεων. Δεν είναι στο ρόλο του επενδυτή να εγγυηθεί αυτήν την διάσταση του έργου, ο δημόσιος όμως φορέας οφείλει να προσπαθήσει να την εξασφαλίσει με διεθνή διαγωνισμό και διεθνή κριτική επιτροπή.

Σε ότι αφορά τον Πύργο Πειραιά, ο διεθνής διαγωνισμός του2010  έδωσε εξαιρετικά αποτελέσματα και ευελπιστούμε ότι ο Δήμος Πειραιά θα συνεχίσει σε αυτήν την κατεύθυνση ώστε η πρόσβαση στην πρωτεύουσα από θαλάσσης να σηματοδοτηθεί με νόημα και ποιότητα. (βλέπε εδώ)

Στη περιοχή του Ελληνικού έχουμε ήδη εικόνες από τις αρχιτεκτονικές προθέσεις των υποψήφιων επενδυτών. Απουσιάζουν όμως παντελώς από αυτές τις εικόνες οι προθέσεις του δημόσιου φορέα ο οποίος διαχειρίζεται το τεράστιο αυτό έργο. Το δημόσιο απουσιάζει εμφατικά από την κοινωνική και αστική διάσταση των προτεινόμενων κατασκευών. Η σύνταξη και μόνο της προκήρυξης ενός διεθνούς διαγωνισμού θα έθετε το ευρύτερο πλαίσιο προθέσεων από την πλευρά του δημοσίου. Θα έθετε μεταξύ άλλων ζητήματα όπως την ανάδειξη μίας ισχυρής και δυναμικής ταυτότητας χωρίς όμως αυτή να ενδίδει σε γραφικού τύπου ιστορικές αναφορές, την ανταπόκριση των κτιρίων στις σύγχρονες απαιτήσεις προσβασιμότητας, τις δυνατότητες πρόσβασης στο ευρύτερο κοινό, καθώς και το ζήτημα της ενεργειακής απόδοσης.

Αυτό το τελευταίο θέμα, γνωστότερο ευρύτερα ως πράσινη ή βιοκλιματική αρχιτεκτονική, άπτεται άμεσα των όψεων και της γενικής εικόνας μίας κατασκευής. Αφορά εν πολλοίς στην «ένδυσή» της και στο πώς αυτή ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις εξοικονόμησης ενέργειας. Οι πύργοι «καρυάτιδες», αλλά και ο Πύργος της Hard Rock International,  εμφανίζονται «γυμνοί» ως προς την βιοκλιματική παράμετρο. Μία αρχιτεκτονική με εμβάθυνση τόσο σε τοπικές αναφορές όσο και σε προβληματισμό για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων θα έδινε περισσότερο έμφαση στην κατασκευαστική και αισθητική απόδοση του «χιτώνα» και του «πέπλου» των Καρυάτιδων παρά σε μία απλοϊκή στιλιστική μεταφορά της εξωτερικής μορφής. Οι δίπλες στο «ρούχο» των καρυάτιδων-κιόνων μπορούν να δώσουν πολλές αφορμές για χειρισμό των όψεων στη βάση ενός βιοκλιματικού σχεδιασμού. Επιπλέον, στην συγκεκριμένη αρχιτεκτονική πρόταση η αναφορά στις «Καρυάτιδες» στέκει μετέωρη. Είναι μία πρόταση στην οποία οι δύο ανισοϋψείς κτιριακοί όγκοι δεν μπορεί να είναι και οι δύο «Καρυάτιδες» (οι Καρυάτιδες στην αρχαιότητα είναι ισοϋψείς γλυπτικοί κίονες). Επιπλέον, οι δύο αυτοί πύργοι εμβολίζονται βίαια από μία οριζόντια επιφάνεια η οποία συνθετικά ακυρώνει κάθε πρόθεση για αναφορά στις αρχαίες γλυπτικές μορφές.




Είναι φυσικό κάθε μεγάλο έργο να προκαλεί συζητήσεις, και ως νέο είναι αναμενόμενο να προκαλεί και αντιδράσεις. Τα έργα κρίνονται τελικά στη μακρά διάρκεια και όχι στη σύγχρονη και εν θερμώ αποτίμησή τους. Ο πύργος του Άιφελ δέχθηκε από του σύγχρονούς του εντονότατη κριτική, το ίδιο το κέντρο Πομπιντού και η πυραμίδα του Λούβρου. Στα καθ’ ημάς να αναφέρουμε μόνον το Χίλτον, το Νέο Μουσείο Ακρόπολης και το ΚΠΙΣΝ. Υπάρχουν όμως και τα αντι-παραδείγματα τα οποία συνεχίζουν να προβληματίζουν: η ανάπλαση της περιοχής “Les Halles” του Παρισιού, ο πύργος Zizkov στην Πράγα, το Ryugyong Hotel στη Β. Κορέα, το Stora Enso Building στη Φιλανδία και πολλά άλλα.

Οι μέχρι σήμερα προτάσεις για ουρανοξύστες στο Ελληνικό δεν πείθουν (κυρίως οι πύργοι «καρυάτιδες»). Οι «καρυάτιδες» είναι απογυμνωμένες από την αστική και κοινωνική τους διάσταση και εμφανίζονται γυμνές από βιοκλιματική ενδυμασία. Αυτή είναι η προσωπική μου άποψη (που ίσως να είναι και η επικρατέστερη στον αρχιτεκτονικό κόσμο). Η ευθύνη όμως του ελληνικού δημοσίου είναι να δώσει στους αρχιτέκτονες και στους πολίτες, μέσα από διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, την εγγύηση της ποιότητας. Οι όποιες τότε κριτικές δεν θα μπορούν να είναι ούτε ρηχές ούτε ιδεοληπτικές. Θα στέκονται πλέον επάνω σε ένα έδαφος αξιοκρατίας και θα εμπλουτίζουν με ουσιαστικό τρόπο το δημόσιο διάλογο για την πόλη.


Μανώλης Αναστασάκης
Αρχιτέκτων