Δ064.18 Προσεγγίζοντας τα πολιτιστικά όρια της Ευρώπης | Κέντρο πολιτισμού στην Παλαιόχωρα Χανίων

Διπλωματική εργασία: Προσεγγίζοντας τα πολιτιστικά όρια της Ευρώπης | Κέντρο πολιτισμού στην Παλαιόχωρα Χανίων
Φοιτητής: Λαμπριάδης Δημήτρης
Επιβλέπων Καθηγητής: Σπανομαρίδης Αθανάσιος
Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου Πατρών | Μάρτιος 2018

Η εργασία αναζητά την επαναπροσδιόριση της χαμένης μνήμης ενός τόπου και τα πολιτιστικά του χαρακτηριστικά, τα οποία μας έχουν δοθεί απλόχερα και μείς τα προσπερνάμε γενναιόδωρα, μέσα από την ανάδειξη ενός φαινομενικά ασήμαντου τοπίου με πλούσια ιστορία και αρχιτεκτονική σημασία. Η εργασία τοποθετείται στον παραθαλάσσιο οικισμό της Παλαιόχωρας Χανίων, στα νοτιοδυτικά παράλια του νομού, σε μικρή απόσταση από τον πρόγονό της την αρχαία πόλη της Καλαμύδης. Κτισμένος σε μία στενή λωρίδα γης, στο φυσικό άκρο της Ευρώπης, ο οικισμός αποτελεί έναν από τους πιο δημοφιλής προορισμούς της νήσου. Η χερσόνησος, πάνω στην οποία βρίσκεται τώρα ο οικισμός, μοιάζει να αναδύθηκε μέσα από την θάλασσα έπειτα από έναν σεισμό που ανύψωσε την δυτική Κρήτη, με αποτέλεσμα να έχει την ιδιαίτερη αυτή τοπογραφία η περιοχή.



Ο οικισμός περικλείεται από βορρά με βουνοκορφές σε υψόμετρο 300 μέτρων, από νότο με τον λόφο της Φορτέτζας και το ενετικό κάστρο σε υψόμετρο 20 μέτρων και από δύση και ανατολή με θάλασσα. Ο πυρήνας του οικισμού αναπτύχθηκε βόρεια του κάστρου και γύρω από τον ανατολικό λιμένα του. η σημερινή μορφή είναι αποτέλεσμα της βίαιης και απότομης έκρηξης της τουριστικής δραστηριότητας μιας και το επικρατέστερο παραγωγικό μοντέλο της Παλαιόχωρας είναι ο τουρισμός, ο οποίος άνθισε την δεκαετία 1965 με 1975 και διαρκεί μέχρι και σήμερα με αρκετά υψηλούς δείκτες. Η εξέλιξη του οικισμού είναι άμεσα συνδεδεμένη και με την εξέλιξη του ενετικού κάστρου που φέρει το όνομα Σέλινο. Η περιοχή του Σελίνου ήταν μια από τις τέσσερις καστελλανίες, στις οποίες διαιρέθηκε το διαμέρισμα των Χανίων, όταν μετά τα μέσα του 13ου αιώνα εδραιώθηκαν οι βενετοί στη Δυτική Κρήτη.
 
Το φρούριο ακολουθεί την παλαιότερη οχυρωματική αρχιτεκτονική με ορθογώνιους πύργους και ευθύγραμμα τείχη (cortine) με οδοντωτές πολεμίστρες. Η θέση του σε σχετικά επίπεδο χώρο επιβάλλει ένα σχήμα περίπου ορθογώνιο, όπως τα φρούρια της Ιεράπετρας, της Πεδιάδας, του Μεραμβέλου και του Φραγκοκάστελλου, με τη διαφορά ότι η βορειοδυτική πλευρά προεξέχει λόγω του απότομου εδάφους. Εσωτερικά των τειχών ήταν κτισμένα διώροφα κτήρια, που συνδέονταν με τον περίδρομο για την άμυνα και στον περίκλειστο χώρο ήταν ο ναός, το διοικητήριο, κατοικίες της Φρουράς, αποθήκες και υπόγειες δεξαμενές νερού. Έχει δύο προσβάσεις, η μία στα βόρεια του κάστρου, με μία σκάλα που έρχεται σε επαφή με το τείχος και η άλλη στα νότια με χωματόδρομο. Η ανασκαφική έρευνα επιβεβαίωσε σε μεγάλο βαθμό την ακρίβεια των σχεδίων ως προς τη μορφή του φρουρίου και τη θέση των κτισμάτων. Όπως είχαν αποτυπωθεί από περιηγητές που είχαν επισκεφτεί τον τόπο. Μερικές ανασκαφές έχουν πραγματοποιηθεί παλαιότερα οι οποίες έχουν φέρει στο φως το μεγαλύτερο μέρος του τείχους και των πύργων καθώς και ο αρχικά τοιχογραφημένος ναός,  που πατεί πάνω σε θολωτή δεξαμενή. Στο νότιο τμήμα του φρουρίου οι επεμβάσεις της τουρκοκρατίας, αρκετά πρόχειρες, καλύπτουν την αρχική κατασκευή. Εντός του κάστρου, βρίσκεται ο ραδιοφάρος της Παλαιόχωρας, ο οποίος είναι ανενεργός εδώ και χρόνια. Η υψομετρική διαφορά του κάστρου με τον οικισμό είναι 20 μέτρα στο ψηλότερό του σημείο με τις πλαγιές του να είναι απότομες και γκρεμώδεις.



Τα τείχη αν και συντηρημένα στο μεγαλύτερό τους μέρος δεν βρίσκονται σε καλή κατάσταση και είναι δύσκολα αναγνωρίσιμα. Το πρώτο κομμάτι αν μπορούμε να το οριοθετήσουμε κάπως έτσι βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση και υποδεικνύει την γεωμετρία του πύργου. Το δεύτερο κομμάτι είναι σε μια μέτρια κατάσταση, το οποίο όμως και πάλι μας βοηθάει ώστε να το αναγνωρίζουμε. Στο τρίτο κομμάτι αναγνωρίζουμε το ίχνος του τείχους που υπήρχε. Στο τέταρτο και τελευταίο κομμάτι μόνο ένα μερικό ίχνος και έγγραφες αναφορές, όπως και σχεδιαστικές αποτυπώσεις μας υποδεικνύουν την θέση των τειχών.


Σχεδόν σε επαφή με τον λόφο Φορτέτζα, βρίσκεται το κέντρο – μουσείο της Ακριτικής κληρονομιάς ή πιο γνωστό ως το μουσείο των Ακριτών της Ευρώπης. Αποτελεί το μοναδικό μουσείο παγκοσμίως το οποίο πραγματεύεται την ιστορία ανθρώπων που ζούσαν στα άκρα μιας αυτοκρατορίας. Ο ρόλος τους λίγο πολύ, μας είναι σε όλους γνωστός, πτυχές όμως της ζωής τους και της καθημερινότητας τους όχι και τόσο. Το μουσείο, πέραν της απλής προβολής της προσπαθεί να διδάξει και να αναδείξει κάτι ανώτερο από αυτό.

Την προκείμενη στιγμή ο αρχαιολογικός χώρος είναι παραμελημένος όχι μόνο από τους φορείς αλλά και από τους ίδιους τους κατοίκους του οικισμού. Η ιστορία του τόπου, η παράδοση και ο πολιτισμός, έννοιες οι οποίες συνδέονται άμεσα με το κάστρο και την ακριτική παράδοση του τόπου είναι έννοιες ξεχασμένες. Η προσοχή αποσπάται στρεφόμενη προς την φαινομενικά μοναδική κατεύθυνση της πλασαρισμένης εικόνας της θάλασσας του ήλιου και των διακοπών δίχως ενεργοποίηση συναισθημάτων, αναμνήσεων και βιωμάτων. Μέσω της παρέμβασης επιδιώκω να ανακαλέσω την μνήμη του τόπου στον οποίο βρίσκεται. Να τον μυήσω στην παράδοση του, τους μύθους και τις ιστορίες των Ακριτών. Η προτεινόμενη επέμβαση τοποθετείται εντός του κάστρου. Στόχος είναι η ανάδειξή του και η ενίσχυση του χαρακτήρα του, καθώς και η ανάδειξη της σχέσης που έχει το κάστρο ως όριο και άκρο του οικισμού, ως ο Ακρίτας δηλαδή της Παλαιόχωρας. Η σχεδιαστική μου πρόθεση είναι η συμπλήρωση των τειχών και η δημιουργία ενός νέου ορίου, το οποίο το επαναπροσδιορίζω με το παλιό, αλλά και με τον ίδιο τον οικισμό. Μιλώντας για εσωστρέφεια και τοπικότητα, στο κομμάτι που βρίσκεται πιο κοντά στο κάστρο και για εξωστρέφεια και υπερτοπικότητα στην απόληξή του. Συμπληρώνοντας επομένως τα τείχη του κάστρου και επαναπροσδιορίζοντας το όριο αυτού σε επιμέρους τμήματα, η πρόταση μου απαρτίζεται από τρεις ενότητες, το μουσείο του κάστρου, το οποίο έχει έναν πιο τοπικό χαρακτήρα, το μουσείο των Ακριτών της Ευρώπης, του οποίου ο χαρακτήρας είναι πιο διευρυμένος, είναι υπερτοπικός και εξωστρεφής και η σύνδεση αυτών με το παρατηρητήριο στην σημερινή θέση του ραδιοφάρου. Παράλληλα, σε συνέχεια του μουσείου των Ακριτών θα έρχεται και σε απόσταση από αυτό το ερευνητικό κέντρο, ως υποστηρικτικό του μουσείου.

Η κεντρική ιδέα του μουσείου του κάστρου ακολουθεί τα στάδια μιας αρχαιολογικής ανασκαφής και κυριότερα την συντήρηση των φερτών αντικειμένων που ανακαλύπτονται κατά την διαδικασία αυτή. Το κτίριο τοποθετείται εντός της χάραξης και σε μικρή απόσταση από αυτή ώστε ο χώρος που δημιουργείται να είναι η βασική κίνηση εντός του. η χάραξη αυτή μετουσιώνεται σε ένα σκληρό, αυστηρό στοιχείο που βρίσκεται σε κλίση ώστε να δημιουργεί την αίσθηση της εσωστρέφειας. Η πρώτη αίθουσα αναφέρεται στην αναγνώριση του μέρους στο σύνολό του, στην ιστορία του και στα μεγάλα στοιχεία που το απαρτίζουν μέσω αεροφωτογραφιών, επιγραφών και γραπτών ενδείξεων. Η δεύτερη και βαρύνουσας σημασίας αίθουσα είναι τα εργαστήρια των συντηρητών κινητών αντικειμένων. Εκεί η σημαντική αυτή διαδικασία μετατρέπεται σε διαδραστικό έκθεμα για τους επισκέπτες. Η τρίτη και τελευταία αίθουσα αφιερώνεται στην έκθεση αυτών των συντηρημένων ευρημάτων. Τα συγκεκριμένα κινητά – φερτά αντικείμενα είναι πολλά σε αριθμό και σε πολύ καλή κατάσταση.



Στην συνέχεια της βασικής χάραξης βρίσκεται το μουσείο των Ακριτών της Ευρώπης. Αποτελείται από μια αλληλουχία βιωματικών χώρων που έχουν ως σκοπό την εξιστόρηση των ακριτικών ιδεωδών, μέσω μιας προκαθορισμένης κίνησης με αλλαγές επιπέδων και μιας αρχιτεκτονικής που καθοδηγεί το φως, μέσω αντιθέσεων φωτός και σκιάς, βασισμένη στο ποίημα «ο θάνατος του Διγενή». Η πρώτη αίθουσα αποτελεί την προετοιμασία της μάχης του Διγενή με τον χάροντα. Μία ράμπα σε παραλαμβάνει από την είσοδο του μουσείου, αποκρύπτοντας την ορατότητα του χώρου. Ένας χώρος ήρεμος, ολόφωτος, όπου η μόνη οπτική φυγή βρίσκεται στον ουρανό, μια ενδοσκόπηση για τα πεπραγμένα και μία προετοιμασία για αυτά που ακολουθούν. Σε συνέχεια της κίνησης, η απότομη και βίαιη κάθοδος προς την άβυσσο. Ο ερχομός του χάροντα σηματοδοτείται από την έντονη και τυφλή κατάβαση προς τα κάτω. Στο τέλος της ο θάνατος. Ο Διγενής χάνει την μάχη. Στο χαμηλότερο επίπεδο, στην σπηλιά που σηματοδοτεί τον θάνατο. Στον όγκο που ετοιμάζεται να σε πλακώσει αφήνοντάς σου μόνο μια σχισμή φωτός μια σπιθαμή ελπίδας. Μπορεί ο διγενής να πέθανε αλλά η κληρονομιά του και η παράδοση η ίδια είναι αυτή που τον ξαναφέρνει στην ζωή, άυλος πλέον να ‘ρθεί να μας διδάξει ότι τα άκρα τα οποία προστατεύει δεν αποτελούν διαχωριστικές γραμμές, αλλά περάσματα πολιτισμών και παραδόσεων που μοιράζονται οι πληθυσμοί από τη μία και την άλλη μεριά.








Κατά την έξοδο ο επισκέπτης έχει την επιλογή της μετάβασης από το μουσείο στο ερευνητικό κέντρο μέσω μιας γέφυρας, στο οποίο μπορεί είτε να χρησιμοποιήσει το αναψυκτήριο, είτε να επισκεφτεί περιοδικές εκθέσεις, είτε να παρακολουθήσει διαλέξεις και συνέδρια στην αντίστοιχη αίθουσα αλλά και να έχει πρόσβαση στην βιβλιοθήκη. Ενώ εάν μεταφερθεί στο ισόγειό του μπορεί να επισκεφτεί μία αίθουσα διαλέξεων και έναν πολυχώρο, χώρους διάδρασης και ζύμωσης επισκεπτών κατοίκων και ερευνητών. Η βασική λειτουργία του δεύτερου κτιριακού όγκου είναι το ερευνητικό κέντρο. Χώρος εργαστηρίων, μικρή βιβλιοθήκη με πρόσβαση μόνο σε ερευνητές και χώρος εστίασης των ερευνητών, βρίσκονται στο ισόγειό του. Ενώ στον όροφο βρίσκονται οι ξενώνες των ερευνητών. Ο συγκεκριμένος κτιριακός όγκος έχει δύο ξεχωριστά κτιριακά προγράμματα. Αν και δημόσια και τα δύο δεν έχουν προσβασιμότητα μεταξύ τους. Η μοναδική τους σχέση είναι οπτική στο αίθριο του κτιρίου.


Εξερχόμενος από το κτίριο και αφού προσπεράσει την συστοιχία των δέντρων, ο επισκέπτης συναντά τον υποβαθμισμένο κήπο. Βασίζεται σε τρία βασικά στοιχεία του ελαιώνα, το χώμα, το νερό και την σκιά. Τρία στοιχεία που βρίσκονται κατά κόρον στον ελλαδικό χώρο αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος της Μεσογείου. Τοποθετείται ως υπενθύμιση ότι αυτό το κέντρο πολιτισμού αν και τοποθετημένο στην Παλαιόχωρα αναφέρεται σε ένα ευρύτερο και ανοιχτό κομμάτι κόσμου. Το παρατηρητήριο αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μέσω της οπτικής συσχέτισης του παλιού με το νέο. Της συνολικής αντίληψης του ορίου και της οπτικής φυγής στον ορίζοντα των ορίων της Ευρώπης.







Ουσιαστικά με αρχή την έννοια του ορίου προσπάθησα να εντοπίσω λοιπές του προβολές (πέραν εκείνης του τείχους του κάστρου) στο τεχνητό και φυσικό τοπίο της Παλαιόχωρας. Αυτό σε ένα πρώτο επίπεδο. Ταυτόχρονα έλαβα υπόψη τις ιστορικές αναγνώσεις του ορίου στο χθες και την αναπροσαρμογή τους στο σημερινό κοινωνικό πολιτισμικό γίγνεσθαι. Το βασικό μου ερώτημα ήταν πως αυτό μπορεί να γίνει εμπειρία και χώρος. Επομένως όλες οι χωρικές ποιότητες στην αρχιτεκτονική μου σύνθεση είναι, βασίζονται, συμπληρώνουν ή αναπροσαρμόζουν την έννοια του ορίου. Είτε αυτό είναι κάθετο στοιχείο από σκυρόδεμα εντός του οικοπέδου, είτε η γραμμή του ορίζοντα.