Δ056.20 | Τοπία Υδαρότητας: Εδαφικές ενεργοποιήσεις του Ρέματος Πικροδάφνης Αττικής


Διπλωματική εργασία: Τοπία Υδαρότητας: Εδαφικές ενεργοποιήσεις του Ρέματος Πικροδάφνης Αττικής
Φοιτήτριες: Αντζουλάτου Χριστίνα, Κοσμίδη Μαρία
Επιβλέποντες: Τζομπανάκης Αλέξιος, Καραμανέα Παναγιώτα
Σχολή: Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολυτεχνείο Κρήτης, 2020




Κατά τον 20ο αιώνα, στα πλαίσια μιας ευρύτερης λογικής της αστικής επέκτασης, τα περισσότερα ποτάμια και ρέματα της Αττικής καταπατούνται με αποτέλεσμα την εξάπλωση του ανθρωπογενούς αποτυπώματος στο έδαφος. Κινήσεις τέτοιες θέτουν αυστηρά όρια στους φυσικούς σχηματισμούς, οι οποίοι εκφράζοντας την ακανόνιστή τους συμπεριφορά, εκτονώνονται στα τεχνητά εδάφη. Οι συμπαγείς οριοθετήσεις όντας μη ανθεκτικές στις μεταβολές που τους ασκούνται από τις φυσικές συμπεριφορές, προκαλούν από τη μια φαινόμενα πλημμύρας, κι από την άλλη υποβάθμισης των οικοσυστημάτων.

Η παρούσα διπλωματική εργασία μελετά ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα ρέματα της Αττικής, το ρέμα της Πικροδάφνης, μια μεγάλης κλίμακας φυσική ασυνέχεια εντός του αστικού ιστού που λειτουργεί ως ενδιαίτημα για ένα μεγάλο αριθμό ειδών χλωρίδας και πανίδας. Στόχος είναι η ενεργοποίηση και αλληλεπίδραση τεχνητών και φυσικών διεργασιών με σκοπό την διείσδυση των φυσικών μηχανισμών εντός της πόλης, με εργαλείο διαφορετικές εκφράσεις υδαρότητας. Οπότε, πεδίο μελέτης αποτελεί, η ρύθμιση διαφορετικών συμπλέξεων του τεχνητού και του φυσικού μέσα από υδαρή εδάφη. Προσεγγίζεται το ρέμα ως μια πανταχού παρούσα υγρασία η οποία πλάθει το έδαφος, ως ένα ενδιάμεσο τοπίο μεταξύ βουνού και θάλασσας που εκφράζει συνεχώς διαφορετικές εντάσεις του υγρού στοιχείου μέσα στο αστικό τοπίο.




Η λογική της οριοθέτησης της κατοίκησης του ανθρώπου στο έδαφος μπορεί να φανεί και από τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος τοποθετεί τη στεριά και τη θάλασσα σε χάρτες, οπότε κι έπειτα στο χώρο, απεικονίζοντάς τα εντελώς διαχωρισμένα. Ο αυστηρός διαχωρισμός μέσα από μια και μόνο γραμμή, αδυνατεί να συμπεριλάβει τους παράγοντες που υπακούν σε μηχανισμούς όπως τον υδρολογικό κύκλο και τη δυναμικότητά του. Η συγκεκριμένη λογική στερέωσης του ανθρώπου στο έδαφος, οδηγεί στην ύπαρξη της αυστηρής γραμμής και στη συνέχεια, στην καταπάτησή της, και άρα στην πλημμύρα. Δε μπορούμε να μιλάμε για τοποθέτηση μιας και μόνο γραμμής ανάμεσα στο υδαρές και στο στεγνό. Μιλώντας για το ρέμα μιλάμε για μια δυναμική συνέχεια υδαρότητας.

Ο αυστηρά οριοθετημένος Κηφισσός, το μεγαλύτερο ποτάμι της Aττικής, με το οποίο η πικροδάφνη γειτνιάζει, έχει πολύ πιο διευρυμένη ζώνη επικινδυνότητας, ενώ η πικροδάφνη, διατηρώντας τα φυσικά της χαρακτηριστικά, μηχανισμούς και γραφή, είναι ικανότερη να ανταπεξέλθει σε ακραία φαινόμενα πλημμύρας.




Διαβάζοντας το έδαφος της λεκάνης του ρέματος παρατηρούμε πως η υδαρότητα εκφράζεται σε διαφορετικές κλίμακες πανταχού παρούσα υγρασία αστικά κενά φανερούς και κρυφούς φυσικούς σχηματισμούς και έχει ως αποκορύφωμα το ρέμα που ενώνει το βουνό με τη θάλασσα.




Μελετώντας τους φυσικούς μηχανισμούς του ρέματος παρατηρούμε πως συμβάλουν διάφορα υδατορέματα που διακλαδίζονται και διασχίζουν υπόγεια μεγάλο μέρος της λεκάνης απορροής. Το φυσικό τμήμα του ρέματος και τα υπογειοποιημένα τμήματά του, ονομάζονται κλάδοι. Παρατηρούμε επίσης,  πως αυτό αποτελεί μια δύναμη που ασκείται στο έδαφος, ένα δίκτυο συνεχειών με κόμβους ασυνέχειας ή πλημμυρικά πεδία, τα οποία όταν ενεργοποιούνται επηρεάζουν τη συμπεριφορά των υπόλοιπων κλάδων. Πρόκειται για δίκτυα μη ιεραρχικά όπου η συμφόρηση ενός κόμβου επηρεάζει τη συμπεριφορά όλου του κατάντη τμήματός του. Επίσης, παρατηρώντας τη δύναμη που ασκεί η ροή του στο έδαφος, βλέπουμε πως αυτή μεταβάλει τα όρια του εδάφους του, φέρνοντάς το σε διάβρωση. Αυτό του το τμήμα παρουσιάζει έντονους μαιανδρισμούς.

Το οικοσύστημα του ρέματος είναι πολύ σημαντικό για την Αττική καθώς αποτελεί βιότοπο, ένα δυναμικό σύστημα που εδραιώνεται κυρίως στο έδαφος της εκβολής και του φυσικού κλάδου. Παρατηρώντας μερικά χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος του ρέματος της Πικροδάφνης ξεχωρίζουμε τον αξιοσημείωτο αριθμό ορχεοειδών στην περιοχή του Υμηττού, αλλά και την έντονη εμφάνιση άλγων στη θαλάσσια περιοχή του Σαρωνικού, ως δείγμα μολυσμένων υδάτων.




Επιλέγουμε τέσσερα σημεία επεμβάσεων που συνδυάζουν την αλληλεπίδραση χαρακτηριστικών διεργασιών της φυσικής και τεχνητής επεξεργασίας του εδάφους, με σκοπό τη δημιουργία ενδιάμεσων πεδίων υδαρότητας.

Το πρώτο σημείο επέμβασης αποτελεί ένα λατομείο εντός της φυσικής ενότητας του Υμηττού, με κλάδους έντονης δυναμικής και εφήμερης συγκράτησής τους στο έδαφος, όπου επιχειρείται ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης του ρέματος με το έδαφος του λατομείου. Πιο συγκεκριμένα, επιχειρείται η προστασία της βλάστησης του Υμηττού, ο διαχωρισμός του ασταθούς εδάφους των περιοχών λατόμευσης και των κλάδων του ρέματος.

Το δεύτερο σημείο, βρίσκεται στον Δήμο του Βύρωνα, παρουσιάζει έντονη ανθρωπογενή αλλοίωση του εδάφους, είναι εντός της αστικής περιοχής, διαπερνάται από έναν υπόγειο κλάδο και βρίσκεται στο επίπεδο τμήμα της λεκάνης που επιβαρύνει τα κατάντη. Εκεί επιχειρείται η έκφραση της υδαρότητας εντός ενός αστικού κενού, η σύνδεσή του με αστικές συνέχειες, καθώς και η σύνδεση του κλάδου του ρέματος με τοπιακές συνέχειες.

Το τρίτο σημείο βρίσκεται στη περιοχή του Αγίου Δημητρίου και διαπερνάται από τον φυσικό, αλλά και άλλους κρυφούς κλάδους του ρέματος, βρίσκεται εντός του αστικού ιστού και παρουσιάζει διαβαθμίσεις ιχνών υδαρότητας. Στο τρίτο σημείο επιχειρείται η ισχυρότερη σύμπλεξη των φυσικών και αστικών συστημάτων, μέσω της εδαφικής εμφάνισης των κλάδων και των ενώσεών τους, η εμφάνιση εδαφικών διαβαθμίσεων υδαρότητας , καθώς και η σύνδεσή της με τοπιακές και αστικές συνέχειες.

Το τέταρτο σημείο αποτελεί η εκβολή του ρέματος στη θάλασσα, ανάμεσα από το Παλαιό Φάληρο και τον Άλιμο, όπου παρουσιάζεται μια πολύ έντονη εδαφική έκφραση της υδαρότητας. Εκεί επιχειρείται να σχεδιαστεί η έκφραση αυτής της έντασης της υδαρότητας ανάμεσα από τα συστήματα της μαλακής και της σκληρής ακτογραμμής. Ακόμη, επιχειρείται η διεύρυνση των ορίων της κοίτης του ρέματος και η σύνδεση της νέα κοίτης με αστικές και τοπιακές συνέχειες.




Εργαλεία μας αποτελούν οι αποστάσεις των σχέσεων μεταξύ του μαλακού και του σκληρού εδάφους, που πραγματοποιούνται μέσα από το σκάψιμο και την οριοθέτηση του εδάφους, μέσα από φυσικά η τεχνητά αναχώματα. Έπειτα, εργαλείο στερέωσης του εδάφους αποτελεί η διάταξη και η κλίμακα της προτεινόμενης βλάστησης, ενώ εργαλείο για τη μεταφορά της υγρασίας αποτελεί η χαμηλή βλάστηση που δημιουργεί συνέχειες του εδάφους προς τα πεδία  υδαρότητας που ορίζουμε. Οι επεμβάσεις μας επιχειρούν να διατηρήσουν μια απόσταση σε σχέση με το οικοσύστημα, ώστε αυτό να συνεχίζει να αναπτύσσεται με τους δικούς του μηχανισμούς. Οπότε, επιχειρούμε να δημιουργήσουμε νέες ενδιάμεσες κοίτες του ρέματος.




Η περιοχή του ανενεργού λατομείου Πολύδωρα βρίσκεται εντός της περιοχής Natura του Υμηττού, ανάμεσα σε μια δασική και μια καμένη έκταση. Το λατομείο αποτελείται από δυο ενότητες, που διασχίζονται από κλάδους του ρέματος. Μια  η οποία έχει υποστεί τοπιακή αποκατάσταση και μια στην οποία βρίσκονται οι υποστηρικτικές δομές της λατόμευσης. Το φυσικοποιημένο τμήμα αποκαταστάθηκε με διαμόρφωση από πεζούλες το 2004, ενώ το παρατημένο τμήμα του λατομείου που έχει ακόμη υποστηρικτικές δομές και αδρανή υλικά είναι σε κατάσταση κατάληψης από τη φύση.




Επιχειρείται η φυσικοποίηση του λατομείου, ενισχύοντας μια πιο οριοθετημένη επαφή του με τους κλάδους του ρέματος, ώστε να μην αλλοιώνει τις διαδρομές τους, επίσης η επέμβαση παίρνει χρήση για να συνδεθεί με την πόλη και την ευρύτερη δασική έκταση του Υμηττού.

Οι εγκαταστάσεις αλλάζουν χρήση με σκοπό τη προστασία της βλάστησης του Υμηττού, αλλά και τη δημιουργία ενός πάρκου. Τα σιλό του τσιμεντάδικου μετατρέπονται σε δεξαμενές νερού για τις ανάγκες πυρόσβεσης του Υμηττού. Παράλληλα, δημιουργείται ένας άξονας ενεργοποίησης των βιομηχανικών καταλοίπων ο οποίος συνοδεύεται από κήπους και σιλό αποθήκευσης νερού για τους κήπους του πάρκου. Οι κοιλότητες διαχωρίζονται με το ρέμα μέσω τεχνητού αναχώματος καθώς  επαναφέρονται τα γεωγραφικά ίχνη της διαδρομής του νερού, χωρίς αυτή η κίνηση να κρύψει το λατομημένο έδαφος. Τέλος, η πορεία του πάρκου ακολουθεί την κοιλότητα και περνάει από τα χαμηλότερα επίπεδα που διαμορφώνονται ως υγρότοποι.

Οι επεμβάσεις στα δύο λατομεία ακολουθούν την ίδια λογική. Δημιουργούνται τεχνητά αναχώματα που διαχωρίζουν τον οδικό άξονα από τις κοιλότητες των λατομείων. Προτείνεται γραμμική φύτευση σε ένα υποβαθμισμένο επίπεδο σε σχέση με τα αναχώματα, ενώ ακόμη χαμηλότερα η πορεία συναντά τον υγρότοπο και ξανανεβαίνει για να βρει τις γραμμικές φυτεύσεις και τις δομές. Η πορεία αυτή αρθρώνεται στα μονοπάτια των λατομείων. Τα σιρματοκιβώτια που ορίζουν τις κοιλότητες αποτελούνται από χώμα και αδρανή υλικά των λατομείων. Η προτεινόμενη βλάστηση συντάσσεται στους άξονες εισόδου όπου βρίσκονται οι κήποι ορχιδέας. Συστάδες δέντρων ενισχύουν το όριο του τεχνητού αναχώματος.




Το αστικό κενό στο οποίο επιλέγεται να εκφραστεί η υδαρότητα του ρέματος, βρίσκεται στην περιοχή του Βύρωνα σε ένα σημείο όπου το αστικό έχει αλλοιώσει το έδαφος ενός πρόποδα του Υμηττού για λατόμευση, κι έπειτα το δομημένο έχει περικλείσει και επικαλύψει το αποτύπωμα του φαγώματος του βράχου χρησιμοποιώντας το για άθληση και ψυχαγωγία.  Επιλέγουμε να εμφανίσουμε τον υπόγειο κλάδο του ρέματος που έχει εγγύτητα με το κενό αυτό, καθώς ο κλάδος του, συμφορίζει τα κατάντη κομμάτια του ρέματος. Το κενό αυτό έχει στην κάτω κοιλότητα του βράχου, τέσσερις δομές σχολείων, ενώ στην πάνω γήπεδα και στάδια, το θέατρο βράχων το θέατρο Μελίνα Μερκούρη. Λόγω των κλειστών δομών των σχολείων από τη μια, και της έντονης υψομετρικής διαφοράς της πόλης από την άλλη, εμφανίζει αδύναμες συνδέσεις με την πόλη. Επίσης, ο πρόποδας έρχεται σε εγγύτητα και με τον κύριο κλάδο του ρέματος, στο τμήμα που ξεκινάει να βρίσκεται υπογειοποιημένος. Εξετάζοντας το τοπίο της πάνω κοιλότητας του βράχου, βρίσκουμε πως η εξέλιξη της λατόμευσης του βράχου του, συνέπεσε με την ανακάλυψη ενός σπηλαίου, μια υδαρή κοιλότητα της γης, με σπάνιο σταλακτιτικό διάκοσμο της οποίας η είσοδος βρίσκεται ψηλά στο πρανές του βράχου.




Η τοπιακή πορεία έχει ως αφετηρία ένα δημόσιο χώρο που συνδέεται με μια σημαντική τοπική αρτηρία, διασχίζει σε ένα υψηλότερο επίπεδο τη λίμνη, συνεχίζει περνώντας μέσα από την μάζα δέντρων που διαχωρίζει τις δυο κοιλότητες και βρίσκει τον κήπο που αρθρώνει τα στάδια. Τα όρια των σταδίων επαναδιαμορφώνονται. Η πορεία έπειτα προσεγγίζει το πρανές του βράχου, σε σχέση με το οποίο τοποθετείται μια δομή κήπου. Έτσι, γίνεται η σύνδεση με το τμήμα της πορείας που αγκιστρώνεται στον βράχο. Η πορεία συναντά τη σπηλιά και καταλήγει στο μπάζωμα-αστικό μπαλκόνι. Από εκεί, αρθρώνεται μια αστική συνέχεια με το ρέμα Αμαλίας.

Οι δυο κινήσεις πλαισιώνονται από διαφορετικές πυκνώσεις φυσικών συνεχειών που διαμορφώνονται ανάλογα με τις συναντήσεις που πραγματοποιούν, ενώ οι κήποι συνδέονται με τους αστικούς άξονες και ταυτόχρονα δημιουργούν μικροκλίμα σε σχέση με τα φυσικά στοιχεία στα οποία στρέφονται- το νερό του ρέματος, και το πρανές του βράχου. Οι τρεις κήποι που συναντά η πορεία, αποτελούν κήπους ορχιδέας, ως τοπιακή σύνδεση με τον Υμηττό. Η φύτευση που προτείνεται βασίζεται στα φυσικά στοιχεία που σχετίζεται ο κάθε κήπος.




Ο κήπος-λίμνη διαμορφώνεται σε πολλαπλά επίπεδα για να συνδεθεί με το δημόσιο σκληρό χώρο, με την τοπιακή πορεία, και ταυτόχρονα για να δημιουργεί μια κλειστότητα οικοσυστήματος. Οπότε, αποτελείται από τέσσερις διαφορετικές στάθμες, οι οποίες ανάλογα με την εισροή του νερού από το ρέμα, θα υποβαθμίζονται και θα μετατρέπουν τη σχέση της λίμνης με το αστικό πλάτωμα και την πορεία.




Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου που διαπερνάται από τέσσερις κλάδους του ρέματος, ανάμεσα από τη λεωφόρο Βουλιαγμένης και την λεωφόρο Αγίου Δημητρίου. Η περιοχή παρουσιάζει έντονο περιαστικό χαρακτήρα, γεγονός που σχετίζεται με την εγγύτητά της  με το φυσικό κομμάτι του ρέματος. Οι κινήσεις σε σχέση με το ρέμα είναι κάθετες και καταλήγουν στους ιδιωτικούς κήπους.

Η περιοχή του Αγίου Δημητρίου αποτελούσε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 70’ αδόμητες εκτάσεις καλλιεργειών και βαλτότοπων. Στη συνέχεια, εγκαταστάθηκαν ήπιας όχλησης δομές βιομηχανιών που χρησιμοποιούσαν το ρέμα για να εναποθέτουν τα λήμματά τους.




Επιχειρείται η φυσικοποίηση των ενώσεων των κλάδων του ρέματος και η φανέρωσή τους στους αστικούς άξονες, ώστε να επεκταθεί το φυσικό σύστημα μέσα στο αστικό πεδίο. Δημιουργείται μια τοπιακή πορεία η οποία περνά από τις φανερώσεις των ενώσεων του ρέματος και εισχωρεί στο φυσικό κομμάτι του, πραγματοποιώντας μια παράλληλη κίνηση με αυτό και αλλάζοντας τη μοναδική συνθήκη της κάθετης σύνδεσης.

Όσον αφορά τη γεφύρωση, επιχειρείται να πραγματοποιηθεί μέσα από τρεις ζώνες. Πρώτα, ενός σκαψίματος του εδάφους που θα επιτρέψει την αναγέννησή του, και θα δημιουργήσει μια απόσταση από το οικοσύστημα  που θα βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο. Έπειτα, τοποθετείται ένα χαλαρό αστικό όριο στους υγρότοπους, που θα θέτει μια νέα αστική “κοίτη”, εκτεθειμένη στην ανύψωση της στάθμης του ρέματος. Και τέλος,  η οριοθέτηση αστικών, είτε μαλακών, είτε σκληρών επιφανειών σε ένα ψηλότερο επίπεδο, ως μια νέα προστατευμένη όχθη από τη δυναμική που θέτει το ρέμα σκάβοντας το έδαφος.

Οι φυτεύσεις που προτείνονται αποτελούν κυρίως ψηλή βλάστηση στο πάνω επίπεδο της πόλης, προκειμένου να υπάρχει μια απόσταση στον υγρότοπο. Οπότε, οι φυτεύσεις είτε πλαισιώνουν την παράλληλη στο ρέμα τοπιακή πορεία δημιουργώντας κόμβους στη συνάντησή της με την εγκάρσια κίνηση, είτε αφήνουν ένα ίχνος στους οδικούς άξονες, είτε διαμορφώνουν χώρους σκιάς στη νέα κοίτη. Η γεφύρωση τοποθετείται πάνω στα αναχώματα, ώστε να αποκτά μια προστατευμένη θέση σε σχέση με το ρέμα. Το σκάψιμο της κοίτης διαμορφώνεται με χαμηλή βλάστηση και διαμόρφωση του εδάφους, ώστε να δημιουργηθεί μικροκλίμα που θα αναγεννήσει την κοίτη. Ανάμεσα από το επίπεδο της πόλης και τη ζώνη της φυσικής κοίτης, βρίσκεται ο υποβαθμισμένος αστικός υγρότοπος.




Παρατηρώντας την ακτογραμμή από τη μαρίνα του Φλοίσβου μέχρι τη μαρίνα του Αλίμου, στην οποία εκβάλει το ρέμα της Πικροδάφνης, εντοπίζουμε αρχικά τους κυρίως σκληρούς τόπους συνάντησης του Κηφισού και της πόλης με τη θάλασσα, κι έπειτα μια φυσική ενότητα αμμουδιάς που φτάνει μέχρι την μαρίνα του Αλίμου. Η ενότητα αυτής της ακτογραμμής δίνει ένα φυσικό σκαλοπάτι συνάντησης της πόλης με τη θάλασσα. Στη συνέχεια, η ακτογραμμή μετατρέπεται ξανά σε αυστηρή γραμμή, οριοθετώντας έτσι τη μαρίνα του Αλίμου.

Όσον αφορά την παρόχθια δόμηση και κίνηση έρχεται σε μεγάλη εγγύτητα με το ρέμα, ορίζοντας μια αυστηρή γραμμή που το θέτει σε ένα κλειστό σύστημα χωρίς να του επιτρέπει να αναπτύξει αρκετά το οικοσύστημά του. Έτσι, η γραμμή της πλημμύρας και οι εξάρσεις του ρέματος επικαλύπτουν το δομημένο που βρίσκεται στα τελευταία τμήματα πριν την γέφυρα της Ποσειδώνος.

Η εξάπλωση του αστικού πάνω στην κοίτη του ρέματος επικάλυψε την νότια όχθη του μετατρέποντας τη φυσική του ροή και δίνοντας ελάχιστο χώρο στη μεταβλητότητα της ακτογραμμής, στην οποία συναντιούνται τόσο οι ροές του νερού του ρέματος όσο οι ροές της θάλασσας.




Επιχειρείται να μετατραπεί η αυστηρή οριοθέτηση του ρέματος, και αντ’ αυτού να οριοθετηθεί ένα πεδίο ενδιάμεσων συναντήσεων του ρέματος και της θάλασσας. Δηλαδή, να δημιουργηθεί μια πιο ανοιχτή ακτογραμμή απέναντι στην έννοια της πλημμύρας. Η επέμβαση αποσκοπεί στη φυσικοποίηση του ρέματος, τόσο πριν τη συμβολή του με τη λεωφόρο Ποσειδώνος, προκειμένου να μετατραπεί η σχέση των εξάρσεών του ρέματος με τον αστικό χώρο, όσο και για να επαναδιαπραγματευθεί τη σχέση του ρέματος με τη σκληρή όχθη της μαρίνας.

Επιχειρείται η σύνδεση της βόρειας όχθης με την φυσική ενότητα της αμμουδιάς, όπου το αστικό έδαφος θα αγκιστρώνεται σε μια προστατευμένη σχέση παρατήρησης. Από την άλλη όχθη, επιχειρείται η φυσικοποίηση της μαρίνας ώστε το ρέμα να ακολουθήσει ξανά την φυσική του κατεύθυνση.

Η φυσικοποίηση σε σχέση με την γραμμή πλημμύρας και το πεδίο της εκβολής, πραγματοποιείται μέσω εκσκαφών του εδάφους που δημιουργούν νέες διαδρομές του νερού . Σε μεγάλη κλίμακα, πραγματοποιείται μια διάνοιξη του δέλτα. Από τη μεριά της μαρίνας, η επέμβαση δημιουργεί μια κίνηση του νερού που σκάβει την κάτω όχθη, την οποία ακολουθεί η τοπιακή πορεία του ρέματος. Το μέτωπο της μαρίνας θα έρχεται σε εγγύτητα με τη τοπιακή παρόχθια πορεία η οποία μέσα από τις φυσικές εισχωρήσεις σε αυτό, θα συνδέεται με τη μαρίνα. Οπότε, η επέμβαση επιχειρεί να φυσικοποιηθούν οι παρόχθιοι οδικοί άξονες, κι έτσι οι κινήσεις τους αλλάζουν συνδέσεις. Οι νέες στάσεις του τραμ συνδέουν τη μια παραρεμάτια κίνηση με την αμμουδιά, ενώ από την άλλη όχθη με την μαρίνα και το δημόσιο κτήριο.

Η προτεινόμενη βλάστηση θέτει είτε μεγάλα όρια στη λεωφόρο Ποσειδώνος, είτε σε σχέση με το οικοσύστημα και την πόλη. Το έδαφος μεταξύ της όχθης και του ρέματος σκάβεται για να δημιουργήσει σχέσεις σκληρών και μαλακών επιφανειών σε ψηλότερο επίπεδο. Οι νησίδες του υγρότοπου φυτεύονται με χαμηλή βλάστηση στα όριά τους με το αστικό, ώστε να ορίσουν μια κλειστότητα του οικοσυστήματος και να στερεώσουν το έδαφός τους.




Η διαδρομή του νερού εισχωρεί βαθμιαία στο μέτωπο του κτηρίου. Στο επίπεδο του ρέματος, το κτήριο πραγματοποιεί εξάρσεις μαλακού και σκληρού δημόσιου χώρου ο οποίος συνοδεύεται από τους άξονες φυτεύσεων και τα χαμηλά σκάμματα σκληρού. Το κτήριο στηρίζεται σε κατακόρυφους πυρήνες που αναλαμβάνουν την κατακόρυφη σύνδεση, ενώ ο δημόσιος χώρος χωρίζεται σε δύο ενότητες: μια που κατεβαίνει από επίπεδο της πόλης και προσεγγίζει την υποβαθμισμένη ανοιχτή πλατεία, και μια που λειτουργεί σα μια ενιαία επιφάνεια που φέρνει την υδαρότητα στις μαρίνες.

Στο επίπεδο της πόλης, το κέλυφος ορίζει αυστηρά τη λεωφόρο Ποσειδώνος και συνδέεται με τη στάση του τραμ που τοποθετούμε για να παραλάβει την κίνηση.




https://www.behance.net/gallery/110476599/_?