Δ048.21 | SAΛTΕUM, ένα υπόσκαφο μουσείο για το αλάτι και τις αλυκές


Διπλωματική εργασία: SAΛTΕUM, ένα υπόσκαφο μουσείο για το αλάτι και τις αλυκές Φοιτήτρια: Μητσοστέργιου Ελευθερία
Σχολή: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, 2021




Στα παράλια των ακτών της Μάλτας και του γειτονικού νησιού της, Γκόζο, βρίσκονται λαξευμένες στα βράχια αμέτρητες αλυκές. Ξεχωρίζουν για το ιδιόμορφο, σκαλιστό, αλάτινο τοπίο που διαμορφώνουν οι χαράξεις τους στα πετρώματα δίπλα στην θάλασσα, ενώ χαρακτηριστική είναι η λειτουργία τους με χειροποίητο και παραδοσιακό τρόπο σε αντίθεση με τις μεγάλες αλυκές βιομηχανικού τύπου. Εντοπίστηκαν κατά την διάρκεια της αναζήτησης αλυκών μη τυπικής παραγωγής για το ερευνητικό μου θέμα με τίτλο «Αλάτινα τοπία», το οποίο αφορούσε το αλάτι και επικεντρώνονταν στην μελέτη των αλυκών, όχι μόνο ως χώρους παραγωγής, αλλά και ως μοναδικά τοπία, με ποιοτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Αρκετές από αυτές τις αλυκές αποτυπώθηκαν, ώστε να αντληθούν συμπεράσματα για τα ιδιαίτερα αυτά τοπία χειροποίητης παραγωγής αλατιού.




Η παρούσα διπλωματική εργασία αποτελεί συνέχεια του ερευνητικού, καθώς επιλέχθηκε ένα από αυτά τα αλάτινα τοπία ως περιοχή μελέτης για την υποδομή. Σε μια τοποθεσία όπου κυριαρχεί η παραγωγή αλατιού, ακριβώς πάνω από τις τελευταίες εν λειτουργία λαξευτές αλυκές, στον κόλπο Xwejni στο Γκόζο, προτείνεται η κατασκευή ενός υπόσκαφου μουσείου για το αλάτι και τις αλυκές. Η επιλογή του σημείου παρέμβασης συνδυάζει το παρελθόν και το παρόν, ενώ η τοποθεσία διατηρεί ήρεμο χαρακτήρα χωρίς να υπάρχει έντονη ανοικοδόμηση. Σε αντίθεση με την έντονη πυκνότητα στην Μάλτα και την συνεχή ανάπτυξη, ο κόλπος Xwejni έχει παραμείνει σχεδόν αναλλοίωτος από τις σύγχρονες αλλαγές. Επίσης, περιβάλλεται από ένα πλούσιο γεωμορφολογικό τοπίο για αυτό και κρίνεται αναγκαία η προσεκτική μεταχείριση της κατασκευής.




Σε ένα «οικογενειακό» κλίμα επιλέχθηκε να μελετηθεί η υποδομή της εργασίας. Σε μια τοποθεσία ιδιαίτερης φυσικής ομορφιάς με παραδοσιακά χαρακτηριστικά και ανθρώπους που έχουν τον ίδιο στόχο με την παρούσα διπλωματική. Προσπαθούν, δηλαδή, να διατηρήσουν ζωντανές τις αλυκές, να διαιωνίσουν την ιστορία τους και να αναδείξουν την αξία τους. Η οικογένεια Cini συνεχίζει χειρωνακτικά την δημιουργία άλατος σε έναν σύγχρονο, γρήγορο και μηχανικό κόσμο. Με σεβασμό προς την λογική αυτή, η υποδομή καλείται να διευκολύνει την εργασία τους από την στιγμή που το αλάτι φτάνει στο στάδιο απομάκρυνσής του από τις αλυκές.



Η απουσία ενός χώρου που να συγκεντρώνει τις ανάγκες των ανθρώπων του τόπου, είναι αισθητή. Η κατάσταση με τις παρούσες συνθήκες δυσκολεύει όσους εργάζονται και αποθαρρύνει τον κόσμο για επίσκεψη υποβαθμίζοντας, έτσι, την σημασία του. Σε έναν τόπο που χαρακτηρίζεται για την χειροποίητη παράδοση στην παραγωγή αλατιού δεν του αρμόζει να μείνει αναξιοποίητος. Χρειάζεται να γίνει γνωστό πως αυτή η παράδοση γενεών διατηρείται ακόμη χάρη σε μερικές οικογένειες. Μια από αυτές επιθυμεί να μοιραστεί τις εμπειρίες της σε όσους ενδιαφέρονται να γνωρίσουν περισσότερα για τον κόσμο του αλατιού και των αλυκών.




Συνοπτικά, το πρόγραμμα και ο χαρακτήρας της υποδομής ορίστηκε μετά από μελέτη της τοποθεσίας παρέμβασης και των αναγκών των ανθρώπων της περιοχής. Το SAΛΤΕUM αποτελεί, κυρίως, ένα υπόσκαφο μουσείο για το αλάτι και τις αλυκές, αλλά διαθέτει, επίσης, βοηθητικούς χώρους για την παραγωγή του άλατος, όπως και χώρο εστίασης. Το κτίριο, η μορφή του, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και η κατασκευή του, συνολικής έκτασης 2.310 τ.μ., αντανακλούν στοιχεία του πολιτισμού και της ιστορίας της χώρας, αλλά και της περιοχής όπου βρίσκεται. Στο τεύχος υπάρχουν συνεχώς αναφορές, πληροφορίες, διαγράμματα και χάρτες από στοιχεία που ενέπνευσαν την δημιουργία του.




Για την επιλογή της τοποθεσίας βασική προϋπόθεση ήταν να βρίσκεται κοντά στις αλυκές και να υπάρχει πρόσβαση απευθείας σε αυτές, ώστε να υποστηρίζει τις αναγκαίες λειτουργίες της παραγωγής. Ταυτόχρονα να μην βρίσκεται στον χώρο παραγωγής και να μην εμποδίζει τους ωφέλιμους βορινούς ανέμους. Σημαντικό είναι, επιπλέον, να μην καταστρέφει το φυσικό περιβάλλον και να εγκατασταθεί σε αυτό με φιλικό τρόπο, καθώς και να προσφέρει και θέαση των αλυκών από ψηλά και δυνατότητα παρατήρησής τους. Τα στοιχεία αυτά ήταν ζητούμενα για να γίνει η τελική επιλογή, η οποία βρέθηκε στην φυσική εσοχή των πετρωμάτων του βουνού, που έχει ρόλο χώρου στάθμευσης οχημάτων, μέχρι στιγμής. Επίσης, για την εξυπηρέτηση του κόσμου που θα επιθυμεί να επισκεφθεί το μουσείο, υπάρχει αστική συγκοινωνία από την πρωτεύουσα του Γκόζο, αφού πρώτα χρησιμοποιήσει την ακτοπλοϊκή γραμμή που το συνδέει με τη Μάλτα.




Τα τρία χαρακτηριστικά πάνω στα οποία βασίστηκε ο σχεδιασμός είναι οι υπόσκαφες κατασκευές, κατ’ επέκταση η σύνδεση με το τοπίο και τέλος η κλίμακα. Η ιδέα (concept) ξεκινά από την λάξευση, την αφαίρεση υλικού για την δημιουργία για κάτι καινούργιο. Για τον καλύτερο χειρισμό της τελικής σχεδιαστικής επέμβασης παρατηρήθηκαν οι κατόψεις από τα λαξευμένα υπόσκαφα των νησιών. Τελικώς επιλέγεται εν μέρει υπόσκαφη κατασκευή του κτιριακού όγκου και ένα μέτωπο, έναν τοίχο, που οριοθετεί το «εκτός» από το «εντός».




Ανάμεσα στις λείες πλαγιές του ορεινού όγκου βρίσκεται η πελώρια πρόσοψη του SAΛTEUM. Μια μονολιθική, συμπαγής και στιβαρή κατασκευή που συγκροτεί την βασική και μοναδική όψη του. Πρόκειται έναν τοίχο από τοπικό ασβεστόλιθο, ελάχιστης διάστασης 50 εκατοστών, ο οποίος ανά διαστήματα έχει προεξοχές, σπασίματα και συμπαγή κομμάτια πάχους άνω του ενός μέτρου. Είναι εμπνευσμένος από το άγονο φυσικό τοπίο της περιοχής, ενώ οι κάθετες πτυχώσεις και κάποιες κεκλιμένες πλευρές των εξογκώσεων σχεδιασμένες με υπερβολή και ένταση, παραπέμπουν στα ασβεστολιθικά βράχια των ακτών των νησιών.




Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίθεση από τις συνήθεις κατασκευές σε σχέση με την κλίμακα μεταξύ των μικρών χώρων και των υποστυλωμάτων τους. Εκτός των μεγάλων, κεντρικών αιθουσών, τα υπόλοιπα δωμάτια, συνήθως, είναι λιγοστών τετραγωνικών και οι διάδρομοι που τα συνδέουν στενοί. Βέβαια, στην περίπτωση της υπόσκαφης κατασκευής, λόγω της αφαίρεσης υλικού, αλλά και του υπερκείμενου βάρους, η ανάγκη για υποστυλώματα και τοιχία μεγάλων διαστάσεων είναι απαραίτητη. Χρειάζεται να αναφερθεί πως από τις πρώτες προσπάθειες σχεδιασμού λήφθηκε υπόψιν η ένταξη αιθρίων για την παροχή φυσικού φωτισμού και αερισμού στους υπόσκαφους χώρους. Σε αρκετές περιπτώσεις τα πελώρια τοιχία οριοθετούν τα αίθρια. Ο σχεδιασμός του περιγράμματος της σύνθεσης προέκυψε με την προσθήκη ορθογώνιων ή τετράγωνων τμημάτων στα όρια των χώρων, έτσι ώστε να θυμίζουν δωμάτια που λαξεύτηκαν μετέπειτα. Τέλος, η τεθλασμένη γραμμή του κύριου τοίχου διαχωρίζει το εξωτερικό από το εσωτερικό περιβάλλον και αποτελεί και την μοναδική όψη της υποδομής. Επιλέγεται οι κύριοι πέτρινοι όγκοι να διακόπτονται από ελάχιστα ανοίγματα και ο τοίχος αυτός συνθετικά να αποτελεί ένα δυναμικό και χαρακτηριστικό στοιχείο της κάτοψης.




Λόγω του δημόσιου χαρακτήρα που επιλέγεται για την υποδομή, το κτίριο οργανώνεται σε τρία επίπεδα. Διαθέτει ισόγειο, όροφο και επισκέψιμο δώμα, ενώ η είσοδος σε αυτό μπορεί να γίνει από δύο κατευθύνσεις σε τρία σημεία ανοιγμάτων. ­Στο εσωτερικό του φιλοξενούνται χώροι γραφείων, παραγωγής και πώλησης στο ισόγειο, πολιτιστικοί χώροι, όπως οι εκθέσεις του μουσείου, αλλά και χώρος εστίασης στον όροφο, ενώ στους υπαίθριους χώρους ανήκουν το δώμα και τα αίθρια. Η κεντρική είσοδος εισάγει τον επισκέπτη, μετά από έναν ενδιάμεσο χώρο υποδοχής, στο κεντρικό αίθριο. Η οργάνωση των χώρων γίνεται γύρω από αυτό, συμβάλλοντας στην λειτουργικότητα της κατασκευής κάτω από το έδαφος και στον διαχωρισμό των κινήσεων των χρηστών, ενώ υπάρχουν άλλα τέσσερα. Διοχετεύουν ηλιασμό στο εσωτερικό, ενώ στους ορόφους τοποθετούνται κάθετα υαλοστάσια που ενισχύουν την οπτική σύνδεση μεταξύ των υπόλοιπων χώρων και ορόφων του κτιρίου.




Εκτός των χώρων παραγωγής, στο ισόγειο συναντώνται κυρίως οι υποστηρικτικές λειτουργίες του κτιρίου. Υπάρχει χώρος πολλαπλών χρήσεων για την διεξαγωγή εκδηλώσεων, ομιλιών ή συνεδρίων, τα γραφεία διαχείρισης του κτιρίου, αίθουσα αρχείου του μουσείου, μηχανοστάσιο, αποθήκη, τουαλέτες και τα δύο κλιμακοστάσια. Ανεβαίνοντας στον όροφο από το κεντρικό κλιμακοστάσιο, ο επισκέπτης οδηγείται στην κύρια υποδοχή του SAΛTEUM, στον χώρο από όπου ξεκινούν οι μουσειακοί χώροι, ενώ στο ίδιο επίπεδο βρίσκεται και ο χώρος εστίασης, για τις ανάγκες του οποίου προστίθενται άλλα δύο αίθρια. Προέκταση του εστιατορίου υπάρχει στο επισκέψιμο δώμα, όπου και καταλήγει η εξωτερική σκάλα που κατηφορίζει τον λόφο και συνδέει τον χώρο στάθμευσης με το κτίριο. Η υλικότητα της υποδομής χαρακτηρίζεται από παραλλαγές στην σύσταση, μορφή, απόχρωση ή υφή του τοπικού ασβεστόλιθου. Εσωτερικά, για τους χώρους κίνησης, επιλέγεται η επίστρωση τσιμέντου με τη χρήση υλικών που εξορύχθηκαν κατά την κατασκευή, ενώ στους χώρους λειτουργιών παραμένει το πέτρωμα φυσικού ασβεστόλιθου που υπήρχε εκεί, με μια μικρή μορφή επεξεργασίας.




Σε σχέση με τον χαρακτήρα της υποδομής ως κέντρο πολιτισμού για τους επισκέπτες, ως μουσειακός χώρος πληροφόρησης και παρουσίασης ενός θέματος αποκλειστικά, χρειάζεται να τονιστεί πως ο ίδιος ο τόπος είναι η πηγή από την οποία παρέχεται το υλικό των εκθέσεων. Η μουσειολογική μελέτη βασίστηκε στον σχεδιασμό μιας μουσειακής εμπειρίας που χωρίζεται σε 2 νοηματικές ενότητες, στους εκθεσιακούς και τους χώρους επίσκεψης. Οι πρώτοι οργανώνονται σε δύο υποενότητες, στην κύρια και μόνιμη έκθεση με θέμα το αλάτι και τις αλυκές και στην δευτερεύουσα και εφήμερου χαρακτήρα που θα φιλοξενεί έργα και εκθέματα σχετικά με το αλάτι και την τέχνη. Όσο για την δεύτερη ενότητα της επίσκεψης, περιλαμβάνει ξενάγηση, εντός του κτιρίου, στους χώρους που βοηθούν στην παραγωγή αλατιού και στις υπαίθριες αλυκές. Αντίστοιχα προκλητική σχεδιαστικά ήταν και η μουσειογραφική μελέτη, όπου επιδιώχθηκε η συνέχιση και διατήρηση του εσωστρεφούς χαρακτήρα του κτιρίου, όπως έγινε με την μελέτη του φωτισμού των εκθεσιακών χώρων.




Συμπερασματικά, το πρώτο μουσείο αλατιού στην Μάλτα κατασκευάζεται σε μια φυσική εσοχή του λόφου, ανάμεσα από τα σμιλευμένα από τους Μεσογειακούς ανέμους βράχια. Ένα κτίριο με μοναδική όψη μεγαλιθικών διαστάσεων εξωτερικά και αρκετούς μικρούς αλληλένδετους και υπόσκαφους, κατά το πλείστον, χώρους, στο εσωτερικό. Με κριτική ματιά, είναι γεγονός, πως πρόκειται για ένα μεγάλο εγχείρημα σε μια περιοχή που δεν έχει δεχθεί σημαντικές επεμβάσεις. Κάθε χειρονομία και επέμβαση, ωστόσο, προέρχεται ύστερα από έρευνες, παρατηρήσεις και αναζήτηση για την βέλτιστη λύση κάθε φορά.




Το SAΛTEUM ως κτίριο διαθέτει χαρακτηριστικά της χώρας, της περιοχής και του πολιτισμού των νησιών. Οι χαράξεις των αλυκών στο έδαφος εμπνέουν την σχεδιαστική ιδέα, ενώ οι λαξεύσεις στα πετρώματα σε συνδυασμό με την ιστορία του τόπου, την κατασκευή του μουσείου κάτω από το βουνό. Η αρχιτεκτονική πρόταση επιδιώκει την επανοικειοποίηση με την φύση και την ενίσχυση της σχέσης με το έδαφος, αναδεικνύοντας την αξία των φυσικών μεθόδων παραγωγής με σεβασμό προς το περιβάλλον. Καταληκτικά, μέσω της παρούσας σχεδιαστικής πρότασης δημιουργήθηκε ένας χώρος πολιτισμού στο νησί του Γκόζο που θα αναδείξει τις μοναδικές λαξεύσεις της ακτογραμμής Xwejni, θα ενισχύσει την τοπική οικονομία και τους παραγωγούς χειροποίητου αλατιού και θα εισάγει τις αλυκές της Μάλτας και ειδικότερα την μη τυπική μορφή συγκομιδής ξανά στο χάρτη. Με τις αλυκές ως το κυριότερο έκθεμα, το SAΛTEUM καλείται να τις προβάλλει και να φροντίσει στην διατήρησή τους.




Μπορείτε να βρείτε ολόκληρο το τεύχος https://issuu.com/ele.m/docs/_-_