Διπλωματική: Τοπικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αμαθούντας: Επαναπροσδιορίζοντας
τη Σχέση Πόλης - Ιστορίας
Φοιτητές: Γιάννος Παυλίδης, Ειρήνη Κωνσταντίνου
Επιβλέπων: Γιώργος
Αγγελής (Αναπληρωτής Καθηγητής)
Σχολή: ΕΜΠ, 2021
Η αρχαία Αμαθούντα
αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα βασίλεια που άκμασε στην Κύπρο. Η
διπλωματική μας εργασία αφορά την ανάδειξη του αρχαιολογικού πλούτου και την
ενοποίηση του αρχαιολογικού χώρου σε μια ενιαία αφήγηση που συνδυάζει τον
περίπατο στο τοπίο, την επίσκεψη στο μνημείο και τη μουσειακή εμπειρία. Η
αφήγηση αυτή θα παραμένει πάντα σε αντίστιξη με τη σύγχρονη εικόνα της πόλης,
που παρουσιάζει ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο με ψηλά κτήρια που αναπτύσσονται
κατά μήκος του παράκτιου μετώπου.
ΚΥΠΡΟΣ-ΘΕΣΕΙΣ ΜΟΥΣΕΙΩΝ-ΛΕΜΕΣΟΣ
Αρχικά διερευνήσαμε
πολεοδομικά το θέμα, με στόχο την ανάγνωση και την ανάλυση της περιοχής
μελέτης.
Η Αμαθούντα
βρίσκεται στα ανατολικά της σύγχρονης πόλης της Λεμεσού και υπήρξε το κέντρο
ενός από τα σημαντικότερα βασίλεια της Κύπρου, η οποία χωριζόταν σε 12 βασίλεια
κατά τους Ιστορικούς Χρόνους(1050-480 π.Χ.). Στο σύνολο της Κύπρου, εντοπίσαμε
13 μουσεία, που αφορούν την αρχιτεκτονική κληρονομιά του νησιού εκ των οποίων
τα 3 εμφανίζονται στην Επαρχία Λεμεσού.
Στο Αρχαιολογικό
Μουσείο της Επαρχίας Λεμεσού εκτίθενται ευρήματα από το σύνολο των
αρχαιολογικών χώρων ολόκληρης της Επαρχίας, στο Μεσαιωνικό Μουσείο Κύπρου
αντικείμενα από τον 3ο-18ο
αιώνα μ.Χ., ενώ στο Τοπικό Αρχαιολογικό Μουσείο του Κουρίου περιλαμβάνονται
ευρήματα από το βασίλειο του Κουρίου. Ανάμεσα στο βασίλειο του Κουρίου και της Αμαθούντας δημιουργήθηκε η πόλη
της Λεμεσού κατά την Φραγκοκρατία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πτώση της αρχαίας
Αμαθούντας και η καταστροφή της μετά από αραβικές επιδρομές οδήγησε στη
δημιουργία της νέας πόλης, γεγονός που καθιστά το βασίλειο της Αμαθούντας
σημαντικό για την Ιστορία της Λεμεσού.
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
Όπως διαφαίνεται
από τη φωτογραφία η οποία τραβήχτηκε από την ακρόπολη της Αμαθούντας, η Επαρχία
Λεμεσού παρουσιάζει ένα νέο αναπτυξιακό πρότυπο τα τελευταία χρόνια, το οποίο
μελετήσαμε εις βάθος στο πλαίσιο της ερευνητικής μας εργασίας. Σύμφωνα με το
πρότυπο αυτό, οι αστικές αναπλάσεις φέρουν γραμμική ανάπτυξη κατά μήκος του
παράκτιου μετώπου και δεν αποτελούν κατεύθυνση ή στρατηγική προτεραιότητα ενός
ευρύτερου αναπτυξιακού σχεδιασμού. Τα ψηλά κτήρια αναπτύσσονται
απρογραμμάτιστα, χωρίς να ακολουθούνται βασικές αρχές του χωροταξικού
σχεδιασμού, οδηγώντας έτσι σε ένα πολεοδομικό χάος. Η αλλαγή λοιπόν, του
αστικού ιστού προχωρά με γοργούς ρυθμούς, συνοδευόμενη από κοινωνικοοικονομικές
μεταλλαγές, που ο πολεοδομικός και χωροταξικός σχεδιασμός καλείται να
αντιμετωπίσει.
ΓΙΑΤΙ ΑΜΑΘΟΥΝΤΑ;
Παράλληλα όπως
φαίνεται στον χάρτη τα έργα αστικών αναπλάσεων βάσει ευρωπαϊκών προγραμμάτων,
αναπτύσσονται στον αστικό ιστό κατά δύο κατευθύνσεις, κατά μήκος του παράκτιου
μετώπου και επί του ποταμού Γαρύλλη. Ωστόσο η αλυσίδα διασπάται σε δύο σημεία
όπου δεν εμφανίζονται αστικές αναπλάσεις και επικρατεί το ύπαιθρο, στον
Δημοτικό Κήπο και στην περιοχή του αρχαιολογικού χώρου της Αμαθούντας.
Σε αντίστιξη λοιπόν
του φαινομένου επιχειρούμε να ενισχύσουμε τον τομέα του πολιτισμού
αναβαθμίζοντας την υφιστάμενη εικόνα που παρουσιάζει η αρχαία Αμαθούντα. Η
αφήγηση της ιστορίας του βασιλείου ωστόσο θα αντικρούεται με τη σύγχρονη εικόνα
της πόλης και ο επισκέπτης θα κληθεί να βιώσει το παρελθόν μέσα στο κυρίαρχο
πλαίσιο του παρόντος.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΜΑΘΟΥΝΤΑΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΗ
Η αρχαία Αμαθούντα βρίσκεται στο κέντρο της
νότιας ακτογραμμής της Κύπρου ανάμεσα στο Κίτιο και το Κούριο. Η ίδρυση της
σχετιζόταν με τον έλεγχο ενός φυσικού λιμανιού. Η επικράτεια του βασιλείου της
Αμαθούντας όπως φαίνεται στον χάρτη περιλάμβανε καλλιεργήσιμη, δασώδη και
χαλκοφόρο γη. Η πρόσβαση στις πύλες του Χαλκού, οι οποίες εντοπίζονται στις
υπώρειες της οροσειράς του Τροόδους και η εμπορική τους εκμετάλλευση μέσω ενός
λιμανιού διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην ίδρυση και εδραίωση των Κυπριακών
βασιλείων. Στο Χάρτη βλέπουμε τα όρια της Επαρχίας Λεμεσού, του βασιλείου, του
Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού, της Περιφέρειας της Αμαθούντας καθώς και του αστικό
κέντρου της Αμαθούντας.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΤΥΧΩΝΑ
Σήμερα ο
αρχαιολογικός χώρος της Αμαθούντας ανήκει στην κοινότητα Αγίου Τύχωνα. Το
αστικό κέντρο της Αμαθούντας αναπτύσσεται στις πλαγιές και τους πρόποδες του
φυσικά οχυρού λόφου της Ακρόπολης, όπου βρισκόταν το θρησκευτικό και διοικητικό
κέντρο του βασιλείου. Οι νεκροπόλεις εντοπίζονται στα ανατολικά στο λόφο Άνεμος
και στα δυτικά στο λόφο Βίκλες καθώς και βόρεια στην πεδιάδα Βέρκας. Επίσης η
θέση Λούρες εντοπίστηκε το 2009 σε απόσταση ενός χιλιομέτρου ανατολικά της
ακρόπολης και περιλαμβάνει ταφικούς θαλάμους.
ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Τα παλαιότερα ίχνη
ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στους γειτονικούς λόφους του χώρου της
Αμαθούντας και χρονολογούνται από τα νεολιθικά χρόνια. Εστιάσαμε στα ευρήματα
που βρέθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο της Αμαθούντας τα τελευταία χρόνια όπως
αυτά εμφανίζονται στο τοπογραφικό και τα σκίτσα τα οποία πραγματοποιήσαμε μετά
από επίσκεψη στην περιοχή μελέτης.
Αξίζει να σημειωθεί
ότι, στην κορυφή της ακρόπολης συναντάμε οικοδομήματα τριών εποχών, την
Ελληνιστική στοά, το ναό της Αφροδίτης και τη χριστιανική βασιλική, ενώ η
αναζήτηση του μεγάλου λίθινου πιθαριού, που κλάπηκε κατά την Φραγκοκρατία ήταν
αυτή που οδήγησε στον εντοπισμό του ιερού. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι στην
Κύπρο εντοπίστηκαν 3 ιερά, του Απόλλωνα του Υλάτη στο Κούριο, ο ναός του Δία
στη Σαλαμίνα και ο ναός της Αφροδίτης στην Αρχαία Αμαθούντα.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ – MASTER PLAN
Με στόχο τη
συνολική αντιμετώπιση του αρχαιολογικού χώρου, πραγματοποιήσαμε στρατηγικό
σχεδιασμό – Master Plan, που θα οργανώνει το χώρο, δημιουργώντας ένα
αρχαιολογικό πάρκο το οποίο θα συνομιλεί με το Τοπικό Αρχαιολογικό Μουσείο της
Αμαθούντας. Σημαντική επιτόπια παρατήρηση μας ήταν το αχανές του τοπίου και η
μη οργανωμένη είσοδος και περιήγηση στο χώρο.
Αρχικά, στοχεύσαμε
στη βελτίωση αλλά και στη δημιουργία μιας ενιαίας διαδρομής που θα προσφέρει
ευκολότερη πρόσβαση των περιηγητών στον αρχαιολογικό χώρο. Επιπρόσθετα, ορίσαμε
μια δεύτερη είσοδο ανεξάρτητα του μουσείου στο σημείο του νοτιοδυτικού τείχους,
που οριοθετεί το δυτικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου. Στα σημεία όπου
εντοπίζονται ευρήματα, τοποθετούμαι σημεία στάσης, πληροφόρησης και ενίοτε
παρατήρησης, η οποία θα επιτυγχάνεται με ξύλινες ελαφριές κατασκευές. Από την
κορυφή της ακρόπολης ο επισκέπτης θα μπορεί να παρατηρήσει το εξωτερικό
βυθισμένο λιμάνι, αναδεικνύοντας πτυχές του αρχαιολογικού πλούτου που πολλοί
αγνοούν. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί η χωροθέτηση χώρου στάθμευσης βόρεια του
μουσείου.
Επιχειρούμε να
δημιουργήσουμε λοιπόν, ένα αρχαιολογικό πάρκο που δεν θα προσφέρει μόνο τη
μέχρι πρότινος απλή περιήγηση αλλά θα εντάξει δραστηριότητες όπως η ορειβασία,
η αναρρίχηση και η κατάδυση προσφέροντας στο επισκέπτη μια διαδραστική και
συνάμα γοητευτική εξερεύνηση.
ΣΥΝΘΕΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΚΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Οι συνθετικές αρχές
που διέπουν το μουσείο από τα πρώτα στάδια της συνθετικής διαδικασίας είναι οι
χαράξεις που ακολουθούν το ανάγλυφο του τοπιού αλλά και τον αστικό ιστό. Το
σκάμμα που επιχειρεί να ενσωματώσει το μουσείο στο τοπίο Καθώς το μουσείο οριοθετεί τον αρχαιολογικό χώρο λόγω της
κομβικής του θέσης και παράλληλα βυθίζεται.
Με στόχο την ενσωμάτωση του μουσείου στο Master plan της συνολικής
αντιμετώπισης του αρχαιολογικού χώρου εντάξαμε τον πεζόδρομο στη σύνθεση μας, ο
οποίος αποτελεί τα χνάρια του παλαιού δρόμου που συνέδεε το Κούριο και το
Κίτιο, δημιουργώντας μια εκτροπή σε αυτόν, ώστε να οδηγεί στην ανατολική
νεκρόπολη, όπου εντοπίζεται η χριστιανική βασιλική της Αγίας Βαρβάρας. Ο
πεζόδρομος από τον αρχαιολογικό χώρο προς τον δρόμο διαθέτει ανοδική πορεία καθώς
καταλήγει σε ανώτερο επίπεδο διαπερνώντας και ενοποιώντας τις εκατέρωθεν
περιοχές. Το αίθριο λειτουργεί ως η καρδιά του μουσείου, μια αγκαλιά που δημιουργείται μέσα από τις χαράξεις. Η
στροφή στον αρχαιολογικό χώρο επιτυγχάνεται από την σταδιακή ανοδική σπειροειδή
κίνηση, αφού η ανατολική πτέρυγα είναι και η ψηλότερη, ώστε το κτήριο να στρέφεται
προς τον αρχαιολογικό. Παράλληλα με επιλεγμένες οπτικές φυγές σε χαρακτηριστικά
σημεία του μουσείου, ο επισκέπτης διαθέτει οπτική επαφή με το χώρο. Για
παράδειγμα στο τέρμα της τελευταίας ενότητας Δ, όπου παρουσιάζεται η πτώση της
αρχαίας Αμαθούντας με τις αραβικές επιδρομές, ο αρχαιολογικός χώρος καδράρεται
και αποκαλύπτεται στον επισκέπτη. Το πιθάρι, ως κεντρικό έκθεμα, τοποθετείται
σε κομβικό σημείο στη σύγκλιση των δύο πτερύγων ώστε ο επισκέπτης να είναι σε συνεχή
οπτική επαφή με αυτό, και τέλος το υγρό στοιχείο χωροθετείται σηματοδοτώντας τις
ημιυπαίθριες και υπαίθριες εισόδους του μουσείου.
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Το κέλυφος του
Μουσείο αποτελεί μια μονολιθική κατασκευή από έγχρωμο οπλισμένο σκυρόδεμα
αυξημένου πάχους και θερμικής μάζας, που λειτουργεί ως φέροντας οργανισμός του
κτηρίου. Με σκοπό την επίτευξη των βέλτιστων συνθηκών εντός του μουσείου,
σημασία δόθηκε και στη μελέτη ηλιασμού και αερισμού. Οι αίθουσες του Μουσείου
προστατεύονται από την έντονη ηλιοφάνεια του νότιου προσανατολισμού, από τη μία
μέσω των τοιχίων και από την άλλη χάρη στην ογκοπλασία του. Όπου αυτό δεν είναι
δυνατόν έχει γίνει πρόβλεψη για τοποθέτηση πλέγματος περσίδων και υποχώρησης
των υαλοπετασμάτων σε σχέση με τη στέγαση. Τέλος, για την εκτόνωση του θερμού
αέρα, έχουν προβλεφθεί ανοιγόμενοι φωταγωγοί και διαμπερή ανοίγματα.