Δ031.23 | ΑΚΟΛΟΥΘΏΝΤΑΣ ΤΑ ΒΉΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΈΛΗ ΣΤΟΝ ΚΌΛΠΟ ΚΑΛΛΟΝΉΣ ΛΈΣΒΟΥ

ΑΚΟΛΟΥΘΏΝΤΑΣ ΤΑ ΒΉΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΈΛΗ ΣΤΟΝ ΚΌΛΠΟ ΚΑΛΛΟΝΉΣ ΛΈΣΒΟΥ
TRACING ARISTOTLE’S FOOTSTEPS IN KALLONI GULF, LESVOS

Φοιτήτρια: Αλεξάνδρα Ακριώτη
Επιβλέπων: Βασίλης Γκανιάτσας
Σχολή: ΕΜΠ, 2023




Η παρούσα Διπλωματική αφορά το σχεδιασμό ενός κέντρου μελέτης και ανάδειξης της φύσης στην περιοχή της Αρχαίας Πύρρας, στη Λέσβο.  

Μετά το θάνατο του Πλάτωνα το 347 π.Χ., ο Αριστοτέλης, θεωρώντας τον εαυτό του φυσικό συνεχιστή του δασκάλου του -όπως μάλλον αποδείχθηκε και από της ιστορία-, αναμένει πως θα αναλάβει τη διεύθυνση της Ακαδημίας. Όταν για τη θέση αυτή επιλέγεται ο ανιψιός του Πλάτωνα, Σπεύσιππος, ο Αριστοτέλης αποφασίζει να εγκατασταθεί στην Άσσο, όπου θα παραμείνει για δύο χρόνια, που μετά από πρόσκληση του Λέσβιου μαθητή του Θεόφραστου (στον Αριστοτέλη οφείλει το όνομά του), θα μεταβεί στην Αρχαία Πύρρα, μαζί με τη σύζυγό του, που κατά πηγές ήταν βιολόγος.




Η αρχαία Πύρρα ιδρύθηκε μαζί με τις άλλες μεγάλες πόλεις της Λέσβου στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και η επικράτειά της περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού Κόλπου Καλλονής. Η πόλη βρισκόταν σε οχυρή θέση, σε λόφο στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται Αχλαδερή• στη βόρεια πλευρά του λόφου εκτεινόταν το λιμάνι. Στο σημείο αυτό εκβάλλει και ο ποταμός Βούβαρης, ο οποίος υπήρξε πάντοτε φυσικό ιχθυοτροφείο, ενώ σήμερα στην εκβολή του έχουν γίνει παρεμβάσεις με σκοπό τη συστηματικότερη χρήση του, κάτι που όμως δεν έγινε ποτέ. 




Αν και πιστεύεται ευρέως πως η πόλη βυθίστηκε σε κάποια μεγάλη καταστροφή, το πιθανότερο είναι ότι ένας σεισμός του 3ου αι. π.Χ., σε συνδυασμό με επιχώσεις από το Βούβαρη, οδήγησαν σε εκτεταμένες φθορές στο λιμάνι και ανάγκασαν την πόλη να μεταφερθεί προς τη νότια πλευρά όπου βρισκόταν το προάστιο, χωρίς όμως να επανέλθει ποτέ στην προηγούμενη ακμή της.



Το 345 π.Χ. όμως, ο Αριστοτέλης συναντά την Πύρρα σε περίοδο ευημερίας και γύρω από αυτή μία φύση μοναδική. Αξιοποιώντας τις εμπειρίες που αποκόμισε σε μικρή ηλικία από τον πατέρα του που ήταν γιατρός και, ενδεχομένως, με τη βοήθεια της συζύγου του, αρχίζει να παρατηρεί, να μελετά, να τέμνει, να κατηγοριοποιεί. Θέτει τις βάσεις τις ζωολογίας και η πλειοψηφία των πορισμάτων της έρευνάς του θεωρούνται δόκιμα μέχρι σήμερα. Παράλληλα ο Θεόφραστος θέτει τις βάσεις της βοτανολογίας, μελετώντας τη χλωρίδα του νησιού, καθώς και το απολιθωμένο δάσος που βρίσκεται στο Σίγρι, πολύ κοντά στη γενέτειρά του, Ερεσό. 




Με αφορμή λοιπόν το έργο των δύο αυτών ανδρών, σχεδιάστηκε ένα κέντρο με στόχο να εξυπηρετούνται εξίσου η εκπαίδευση του ευρέως κοινού και την επιστημονική έρευνα στην περιοχή του αρχαίου λιμανιού. Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχουν γίνει ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο, αλλά η ανάδειξή του θα μπορούσε να ήταν ένας σημαντικός άξονας της λειτουργίας ενός τέτοιου κέντρου.



Η βασική χειρονομία της λύσης αποτελείται από δύο γωνίες (σε κάτοψη) που δημιουργούν δύο κυρίως κατασκευές και τρεις «αυλές». 




Η μία εκ των δύο κατασκευών έχει τη μορφή κλειστού κτηρίου και αποτελεί το πιο δομημένο τμήμα της πρότασης. Περιλαμβάνει χώρο σεμιναρίων, αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, αναψυκτήριο, μικρό χώρο προσωρινής περίθαλψης άγριας πανίδας και υποδομές για έρευνα και φιλοξενία ερευνητών/ερευνητικών ομάδων. 



Η δεύτερη κατασκευή, με τη μορφή στεγάστρου, αποτελεί ορμητήριο για την επαφή με το φυσικό τοπίο. Περιλαμβάνει νεροχύτες, σε διάφορα ύψη για την πρώτη επεξεργασία των ευρημάτων από άτομα διάφορων ηλικιών. Ο τοίχος που ορίζει την περιοχή του στεγάστρου λειτουργεί ως υπαίθριο μουσείο, όπου μπορούν να τοποθετηθούν τα ευρήματα ή οι κατασκευές, μετά το πέρας των δραστηριοτήτων.



Η πρώτη αυλή βρίσκεται μεταξύ του κτηρίου και του λόφου τους αρχαίας Πύρρας και ενσωματώνει ένα τμήμα του φυσικού περιβάλλοντος στο πιο εσωστρεφές τμήμα της σύνθεσης, ένα είδος δείγματος, όπως αυτά που συλλέγονται για τη μελέτη της φύσης. 



Η δεύτερη αυλή σχηματίζεται μεταξύ των δύο γωνιών και μπορεί να φιλοξενήσει δραστηριότητες χωρίς να είναι απαραίτητο να απομακρυνθεί κανείς από το δομημένο χώρο, όταν αυτό είναι δύσκολο. Στο κέντρο του δαπέδου σχηματίζεται με αυλακώσεις το περίγραμμα της Λέσβου, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες/παιχνίδια, ενώ η περιοχή αυτή καλύπτεται από υφασμάτινα σκίαστρα. 




Η τρίτη «αυλή» είναι αυτή στην οποία στρέφεται το προαναφερθέν στέγαστρο, δηλαδή το σύνολο του φυσικού τοπίου.



Το σύνολο της σύνθεσης διατρέχουν ροές νερού, που πηγάζουν από το λόφο (ιδανικά από βρόχινο νερό) και εκβάλλουν στο Βούβαρη και τον Κόλπο. Κατά συνέπεια, στο δάπεδο σχηματίζονται «ρωγμές» και «θραύσματα», που προσομοιάζουν το έδαφος του έλους στις περιόδους ξηρασίας.



Με αυτό τον τρόπο παράγεται μία σταδιακή μετάβαση από τον συμπαγή όγκο του λόφου της αρχαίας Πύρρας προς το έλος της εκβολής του Βούβαρη και μεταφέρει σταδιακά τη φύση στο εργαστήριο. Αν και οι δύο κατασκευές διαφέρουν σε όγκο και διαστάσεις, η σημασία τους σε όρους λειτουργίας είναι ισότιμη. Για το λόγο αυτό, η αρχική χειρονομία των δύο γωνιών υλοποιείται και στις δύο κατασκευές με τοίχους από συμπιεσμένο χώμα (rammedearth), ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία είναι από σκυρόδεμα.