Δ034.20 | Για την αναβίωση της Μαστορικής Τέχνης. Μία σχολή των Τεχνών της Πέτρας και του Ξύλου στην Κόνιτσα Ιωαννίνων


Διπλωματική εργασία: Για την αναβίωση της Μαστορικής Τέχνης. Μία σχολή των Τεχνών της Πέτρας και του Ξύλου στην Κόνιτσα Ιωαννίνων
Φοιτήτριες: Γκόνδρα Ελένη, Τραγουδάρα Ναταλία
Επιβλέποντες: Παπαϊωάννου Τάσης, Τσακανίκα Ελευθερία
Σχολή: ΕΜΠ, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2020

Η διπλωματική αυτή έχει στόχο την αναβίωση της Μαστορικής Τέχνης των πετράδων και των ξυλουργών της Ηπείρου των περασμένων αιώνων, μέσω της δημιουργίας μίας σχολής της Πέτρας και του Ξύλου, δομημένης πάνω στα άυλα χαρακτηριστικά των Τεχνών αυτών. Ο σύγχρονος τομέας των αποκαταστάσεων, αλλά και η οικοδόμηση νέων κτιρίων με τη χρήση των ντόπιων υλικών έχουν βαθιά ανάγκη για ανθρώπους με γνώσεις, ικανότητες και κυρίως σεβασμό στη γη, τα υλικά, την ιστορία τους και τον τρόπο μεταχείρισής τους. Γεγονός που κάνει την ύπαρξη μιας τέτοιας σχολής ελκυστική, ίσως και αναγκαία.   

Η επιτόπια έρευνά μας επικεντρώθηκε στην Κόνιτσα Ιωαννίνων, ένα διαβαλκανικό κέντρο οικοδόμων ήδη από το 17ο αιώνα. Η παλαιά Κόνιτσα είναι έργο των μαστόρων της, γι’ αυτό και θεωρείται παραδοσιακός οικισμός. Διαθέτει σύγχρονο κέντρο, με πλήρεις υποδομές, ικανές να εξυπηρετήσουν οποιαδήποτε προσπάθεια σύστασης μιας τέτοιας σχολής. Πλησίον της Κόνιτσας βρίσκονται τα ξακουστά Μαστοροχώρια της, από τα οποία κατάγονταν οι πιο γνωστοί μάστορες. Αν και λίγοι πλέον σε αριθμό, δεν παύουν να αποτελούν «ζωντανές εστίες» της παραδοσιακής μαστορικής. Γεωγραφικά, η Κόνιτσα βρίσκεται σε κομβικό σημείο, διαβαλκανικής  φύσεως, αν λάβει κανείς υπόψη την εγγύτητα της, τόσο στα Ιωάννινα, όσο και σε άλλα βαλκανικά κέντρα, όπως το Αργυρόκαστρο και το Μπεράτι της Αλβανίας˙ οι πόλεις αυτές διαθέτουν πλούσια αντίστοιχη παραδοσιακή αρχιτεκτονική, γεγονός που αποδεικνύει την αλληλεπίδραση των πληθυσμών στα πλαίσια της οικοδομικής τέχνης. 

Γεωμορφολογικά, ο οικισμός χτίστηκε σε αμφιθεατρική διάταξη στους πρόποδες της Πίνδου με έντονη κλίση και πλήρη θέαση σε μία εύφορη πεδιάδα, όπου συναντώνται δύο παραπόταμοι του Αώου. Χωρίζεται σε δύο συνοικίες, την Άνω και την Κάτω Κόνιτσα, με την πρώτη να περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό διατηρητέων κτηρίων.




Το οικόπεδο της Σχολής βρίσκεται σε ένα βασικό άξονα του οικισμού της Άνω Κόνιτσας, με ιδιαίτερα έντονη κλίση και είναι τοιχισμένο με πανύψηλα τείχη, αφού αποτελούσε το οικόπεδο του ερειπωμένου πλέον αρχοντικού του Χουσεΐν Σίσκο, ενός Τουρκαλβανού Μπέη της περιοχής. Η εγκατάλειψη είναι ο κατάλληλος όρος για την περιγραφή της υπάρχουσας κατάστασης, αφού η πυκνή θαμνώδης βλάστηση έχει καλύψει τόσο το ερείπιο, όσο και τον ελεύθερο χώρο γύρω του. Πρόθεσή μας, η αποκατάσταση του αρχοντικού αυτού και η λειτουργική ένταξή του στις νέες εγκαταστάσεις της Σχολής. Δίπλα του βρίσκεται το οικιστικό συγκρότημα της Χάμκους, μητέρας του Αλή Πασά, σημαντικό μνημείο της περιοχής, με το οποίο η Σχολή θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ενδιαφέρον αρχαιολογικό δίκτυο, με παράλληλο σκοπό την ανάδειξη της αρχιτεκτονικής της οθωμανικής περιόδου.

Η οικία του Χουσεΐν Σίσκο ήταν ένα διώροφο αρχοντικό μεγάλων διαστάσεων, με διάταξη σε σχήμα Π και έναν τετραγωνικό, ψηλό πύργο. Σήμερα, η στέγη του έχει αποξηλωθεί και σχεδόν κάθε ξύλινο στοιχείο του εσωτερικά έχει καταστραφεί (λ.χ. πατώματα, έπιπλα, ξυλοδεσιές). Η τοιχοποιία διατηρείται ακέραιη μόνο στο επίπεδο του ισογείου, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του ορόφου έχει γκρεμιστεί. Η πρόσβαση είναι δυνατή μόνο προς το ανατολικό τμήμα του κτιρίου, στη στάθμη του ισογείου, καθώς οι περισσότεροι τοίχοι στο εσωτερικό του έχουν καταρρεύσει και τα οικοδομικά υλικά καλύπτουν πολλούς από τους χώρους του κτηρίου. Οι ενδιάμεσες απόπειρες συντήρησης είναι εμφανείς λόγω των στρώσεων εκτοξευμένου σκυροδέματος που παρατηρήσαμε σε λίγους τοίχους και του σημειακού σενάζ στις απολήξεις των τοίχων.




Η αναβίωση της Μαστορικής Τέχνης βασίζεται όχι μόνο στην αναβίωση των τεχνικών, αλλά και στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των μπουλουκιών, δηλαδή των οργανωμένων συνεργείων, των συντεχνιών των μαστόρων, πετρομαστόρων και ξυλουργών που ασχολούνταν με την οικοδομική τέχνη και τους παρεμφερείς της κλάδους. Η οικοδομική τους δράση περιορίζονταν σε 9 μήνες το χρόνο, από το Μάρτιο ως και τον Οκτώβριο, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, που καθιστούσαν δύσκολη και την μετακίνηση. Τα μπουλούκια δρούσαν με βάση το εθιμικό δίκαιο και η λειτουργία τους βασίζονταν σε απαράβατους κανόνες και αυστηρή ιεραρχία, την οποία κανείς ανέβαινε σταδιακά, εφόσον διέθετε το ταλέντο. Ένα μαστορικό σινάφι αποτελούταν από τον  πρωτομάστορα, που οργάνωνε το μπουλούκι και είχε την ιδιότητα του πελεκάνου (>πελέκημα πέτρας), του ικανότερου τεχνίτη που ήξερε να χειρίζεται και να λαξεύει την πέτρα. Έπειτα υπήρχαν 1 ή 2 ακόμη πελεκάνοι, 2 έμπειροι μάστορες για το εξωτερικό χτίσιμο και 2 κλειδοσάδες για το εσωτερικό, 2 νταμαρτζήδες για την εξόρυξη της πρώτης ύλης, 2 καλφάδες, δηλαδή μαθητευόμενοι μάστορες ηλικίας από 15 χρονών και άνω και 2 ή 3 τσιράκια, δηλαδή μικροί βοηθοί για τις δευτερεύουσες εργασίες




Σε αυτό το πνεύμα, η τριετής Σχολή της Πέτρας και του Ξύλου δέχεται 30 άτομα, αποφοίτους λυκείου και ήδη επαγγελματίες μάστορες που επιθυμούν να εξελίξουν την τέχνη τους. Η διάρκεια κάθε «ακαδημαϊκού» έτους ταυτίζεται με τη διάρκεια περιόδευσης των παλαιών μαστόρων, είναι δηλαδή εννεάμηνη (Μάρτιος- Οκτώβριος).Τα πρώτα δύο έτη θα παρακολουθούν θεωρητικά μαθήματα που θα αφορούν σε ιστορία των αποκαταστάσεων και ανάλυση τεχνικών υλικών, τρόπων δόμησής τους και οικοδομικής. Οι ήδη επαγγελματίες μάστορες θα εντάσσονται εξ αρχής στο δεύτερο έτος σπουδών. Όσον αφορά τα πρακτικά - εργαστηριακά μαθήματα, οι δευτεροετείς σπουδαστές θα συμμετέχουν ενεργά ως άλλοι «καλφάδες», ενώ οι πρωτοετείς θα παρακολουθούν τους δευτεροετείς στα ίδια εργαστήρια και θα καταπιάνονται με τις βοηθητικές εργασίες ως «τσιράκια», όπως γινόταν αντίστοιχα με τα μικρά παιδιά. Το τρίτο έτος θα αποτελεί έτος πρακτικής επί του πεδίου. Και πάλι στα πλαίσια μιας γενικότερης προσπάθειας διάσωσης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του τόπου, πεδίο πρακτικής εξάσκησης θα μπορούσε να αποτελέσει όλο το δίκτυο των Μαστοροχωρίων Κόνιτσας, καθώς πολλά είναι τα οικοδομήματα που χρίζουν άμεσης παρέμβασης και αποκατάστασης.

Η δημιουργία ενός νέου κτιρίου κοντά σε ένα σημαντικό αρχαιολογικού ενδιαφέροντος διατηρητέου μνημείου αποτελεί πρόκληση. Η έντονη κλίση του εδάφους αποτέλεσε βασικό νεύρο για τη συνθετική διαδικασία. Συγχρόνως, άξονα και συνθετική αρχή μαζί με τη διατήρηση της θέας, συνέστησε η δημιουργία μιας μορφής που όταν εναποτεθεί στο χώρο θα πρέπει όχι μόνο να υποχωρεί ως προς την χωρική του τοποθέτηση, αλλά θα πρέπει και να ενταχθεί στο οικόπεδο και το ευρύτερο περιβάλλον του με τρόπο τέτοιον ώστε σημείο αναφοράς να είναι πάντα το αρχοντικό.




Οι ανάγκες της σχολής δημιούργησαν ζώνες που παρέλαβαν τις δύο ξεχωριστές και ταυτόχρονες λειτουργίες της: την εργασία και την αναψυχή. Κάθε ζώνη είναι εσωστρεφής και ανταποκρίνεται α) σε ένα όριο που μεταφράζεται κατά την συνθετική διαδικασία σε κτίριο και β) στον πυρήνα της, εκεί που διεξάγεται η ουσία της λειτουργίας.

Το ανάγλυφο του οικοπέδου ώθησε στην δημιουργία ταμπανιών (αλλιώς αιμασιές, πεζούλες), δηλαδή μεγάλα σκαλοπάτια.

Η εσωστρέφεια διασπάται αλλά δε διαλύεται, μέσω εγκάρσιων κινήσεων διαμπερότητας.

Σε τελικό στάδιο η παραλαβή χρήσεων ενισχύει τις εγκάρσιες αυτές κινήσεις που κάνουν το κτίριο να βγαίνει από το έδαφος και να «πέφτει» έως ότου φτάσει στον πρωταγωνιστή, το αρχοντικό.






Στόχος της διαδικασίας είναι η δημιουργία ενός κτιρίου που να ανταποκρίνεται στη «βαριά» διαδικασία της οικοδομικής τέχνης, δηλαδή στη λάξευση της πέτρας, που ουσιαστικά στέκεται μεν αγέρωχο στο έδαφος και εξέρχεται από αυτό, όμως τελικά υποδηλώνει ταπεινά την παρουσία του.

Η δεύτερη μονάδα είναι το κτίριο φίλτρο που επικοινωνεί το παλιό με το νέο μέσω της διαμπερότητάς του και φέρνει το σπουδαστή/διδάσκοντα/επισκέπτη, στην ουσία της σύνθεσης, τη ζώνη εργασίας.