Δ027.23 | Ιερός περίβολος στη σκιά των βράχων

Φοιτήτριες: Χρυσούλα Μιχοπούλου, Ηλιάνα Φιοράντη
Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Αριάδνη Βοζάνη
Σύμβουλος: Ιωάννης Ζαχαριάδης
Σχολή: ΕΜΠ, 2023




Ιερός περίβολος στη σκιά των βράχων: τίτλος που γεννά σκέψεις για το ιερό και την έννοια του ορίου σε έναν ιερό χώρο, για τη σκιά που υπονοεί το φως, το βράχο… σκέψεις πάνω στις οποίες θα βασιστούμε κι εμείς στην αφήγησή μας για ένα μοναστήρι στην Αθήνα, στα Τουρκοβούνια. Αυτός θα μπορούσε να είναι και ένας άλλος τίτλος: Μοναστήρι στην Αθήνα, στα Τουρκοβούνια, ο οποίος θα προκαλούσε κι άλλες σκέψεις. Γιατί μοναστήρι; Γιατί μοναστήρι στην Αθήνα; Γιατί μοναστήρι στην Αθήνα, στα Τουρκοβούνια; Έτσι, ήδη από τον τίτλο, αναδύονται τα ερωτήματα, που, σχεδιάζοντας, προσπαθήσαμε να ερευνήσουμε και να απαντήσουμε.

Γιατί μοναστήρι;

Σύμφωνα με τον Mircea Eliade, στις αρχαίες κοινωνίες, η έννοια του υπάρχεινταυτίζεται με την έννοια του ιερού. Οι άνθρωποι εκλαμβάνουν το ιερό ως μιαυπερβατική αλήθεια, που, αποκαλυπτόμενη, κάνει δυνατό το να “υπάρχουμε σεέναν κόσμο”, έναν κόσμο, που πραγματοποιείται και θεμελιώνεται, χάρη σε αυτή τηναποκάλυψη.

Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει απομακρυνθεί από αυτόν τον τρόπο ύπαρξης. Αμφισβητεί την επίκληση στο ιερό, πιστεύει μόνο σε ό,τι βλέπει και καταλαβαίνει με τα μάτια και τη λογική του. “[…]Για να αποκτήσει έναν κόσμο δικό του, έχει αποϊεροποιήσει τον κόσμο στον οποίο έζησαν οι πρόγονοί του - αλλά για να το κάνει αυτό αναγκάστηκε να υιοθετήσει το αντίθετο ενός προηγούμενου τύπου συμπεριφοράς, και αυτή η συμπεριφορά εξακολουθεί να είναι συναισθηματικά παρούσα σε αυτόν, […], έτοιμη να ενεργοποιηθεί ξανά στο βαθύτερο είναι του[…] Ο αποκλειστικά ορθολογικός άνθρωπος […] δεν συναντάται ποτέ στην πραγματική ζωή. Κάθε ανθρώπινο ον αποτελείται ταυτόχρονα από τη συνειδητή δραστηριότητά του και τις υπέρλογες εμπειρίες του[…]”. (Mircea Eliade, The Sacred and the Profane, σελ. 202-204, ιδία μετάφραση).

Η υποχώρηση της πίστης στο υπέρλογο, παρατηρούμε πως συνοδεύεται και αποστροφή στην ατομικότητα, η οποία πληγώνει τους συλλογικούς δεσμούς, τη συνοχή στις ανθρώπινες σχέσεις αλληλοϋποστήριξης και αλληλοβοήθειας. Αναρωτηθήκαμε αν η επαναφορά της έννοιας του ιερού στην πόλη θα μπορούσε να έχει να κάνει και με την ενίσχυση αυτών των διερρηγμένων κοινωνικών δεσμών. Οδηγηθήκαμε στη σκέψη πως το ιερό μπορεί να εκφραστεί, σήμερα, ως πηγή αρωγής και αγάπης, ως απόκριση, όχι μόνο σε υλική ή βιολογική ανάγκη, αλλά και σε ψυχολογική και πνευματική, σε έναν κοινό τόπο συνύπαρξης, που θα “χωράει” και θα μπορεί να φέρει μαζί το ανθρώπινο και το θεϊκό, το ορατό και το αόρατο. Το μοναστήρι, ως δομή, θεωρούμε πως μπορεί να γίνει ο χώρος για να ερευνήσουμε αυτή τη δυνατότητα της σύγχρονης έκφρασης του ιερού. Ή αλλιώς, ερευνούμε το ιερό μέσα από τη σύγχρονη αρχιτεκτονική του έκφραση σε ένα μοναστήρι, το οποίο, ως μηχανισμός ζωής και ως χώρος, θα επιτρέπει την πνευματική άσκηση, αλλά και την έκφραση αυτού του απόκρυφου λόγου ως σχέση με την κοινωνία, μέσα από πράξεις προσφοράς.

Ο μοναχισμός, στη χριστιανική παράδοση, εμφανίζεται, με τους ερημίτες ασκητές, οι οποίοι εγκαταλείπουν τις πόλεις και “αναχωρούν” στις ερήμους της Αιγύπτου και της Συρίας. Γύρω στον 4οαι., πραγματοποιείται η μετάβαση από τον ελεύθερο ερημιτικό στον κοινοβιακό μοναχισμό. Έτσι, συγκροτούνται μοναστικές κοινότητες και προκύπτει η ανάγκη λειτουργικής οργάνωσής τους σε μοναστηριακά συγκροτήματα. Με την πάροδο των χρόνων, οι κτηριολογικές λύσεις παίρνουν ένα χαρακτήρα επαναλαμβανόμενου αρχιτεκτονικού σχήματος: περίβολος που ορίζεται από κτήρια, γύρω από τη μοναστηριακή αυλή, στην οποία βρίσκεται η εκκλησία του μοναστηριού, το καθολικό. Βέβαια, δεν παρατηρείται αυστηρή τυποποίηση. Ο τύπος αυτός παραλλάσσεται, κατά περίπτωση, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και το τοπίο. Περισσότερο αποτελεί ένα ιδεατό σχήμα, το οποίο φέρει και το συμβολισμό της στροφής προς τα έσω, με κεντρικό πυρήνα και σημείο αναφοράς το καθολικό. Εξάλλου, το κλειστό αυτό σχήμα είναι διαχρονική δομή, την οποία βρίσκουμε σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, καθώς δημιουργεί έναν εσωτερικό, προστατευμένο χώρο ζωής.






Γιατί μοναστήρι στην Αθήνα, στα Τουρκοβούνια;

Το μοναστήρι αποτελεί μια κοινότητα ανθρώπων, αλλά, ταυτόχρονα, ο σκοπός του είναι η υπέρβαση της εγκόσμιας διάστασης, η άμεση επικοινωνία με το Θεό. Έχει, δηλαδή, εκτός από ανθρώπινο και έναν μυσταγωγικό χαρακτήρα.

Έτσι, αναζητήσαμε έναν τόπο, ο οποίος να αντανακλά, με κάποιον τρόπο, αυτή τη διττή φύση του μοναστηριού, που θα επιτρέπει και την κοσμική έκφραση του ιερού, ως κοινωνική προσφορά, και την απόκρυφη έκφρασή του, ως ασκητική των μοναχών. Έναν τέτοιο τόπο αναγνωρίσαμε στα Τουρκοβούνια, στο λόφο των παλιών λατομείων, μεταξύ του λόφου Αττικού Άλσους και του λόφου Φιλοθέης: όπως το μοναστήρι είναι ένας τόπος όπου συναντάται το θεϊκό με το ανθρώπινο, έτσι και ο λόφος είναι ένας “ενδιάμεσος” τόπος, μεταξύ φυσικού και τεχνητού, ως φυσικό τοπίο, που λατομήθηκε και, πλέον, περιβάλλεται από την πόλη. Στο όριο, λοιπόν, φυσικού και τεχνητού εγκαθιστούμε το μοναστήρι.





Πρόπλασμα λόφου παλιών λατομείων. Βόρεια άποψη. Κλίμακα 1:1000.


Πάνω: Τοπογραφικό. Κλίμακα 1:1000.

Κάτω: Τομές. Κλίμακα 1:1000 (Αριστερά η είσοδος από Ψυχικό. Δεξιά η είσοδος από Γαλάτσι).

Στην πρότασή μας αξιοποιούμε τις υπάρχουσες προσβάσεις στο λόφο, ανατολικά από το Ψυχικό και δυτικά από το Γαλάτσι. Ενώ έχουμε εγκαταστήσει το μοναστήρι στην νοτιότερη κοιλότητα του βράχου, (για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω) έχουμε κάνει κάποιες σημειακές παρεμβάσεις (μελίσσι, μικρός ελαιώνας, βρύσες),που έχουν να κάνουν με την κλίμακα ολόκληρου του λόφου, σε σχέση και με τις προσβάσεις που χρησιμοποιούμε, οι οποίες υπαινίσσονται την παρουσία του μοναστηριού. Στο πρώτο πλάτωμα, που συναντά κανείς, ερχόμενος από το Γαλάτσι, δημιουργούμε έναν μικρό ελαιώνα, κήπο του μοναστηριού και λίγο πιο νότια μελίσσια. Οι ελιές στο ύψωμα, αποτελούν σημείο αναφοράς, καθώς είναι ορατές και από τις δύο εισόδους, ενώ μπορούν να γίνουν και χώρος στάσης για τους επισκέπτες το λόφου. Το πλάτωμα αυτό συνδέεται άμεσα με το μοναστήρι, μέσω μιας κλίμακας, που σκαλίζεται στο βράχο, η οποία εξυπηρετεί, κυρίως, τους μοναχούς, ώστε να προσεγγίζουν τον ελαιώνα και τα μελίσσια, αλλά και όποιον επιθυμεί να κατέβει γρήγορα στο μοναστήρι, αντί να ακολουθήσει τα μονοπάτια, που κατηφορίζουν ήπια. Στην είσοδο από το Ψυχικό, δημιουργούμε, άλλον έναν μικρό κήπο με συστοιχίες δέντρων, που προσφέρουν σκιά, εξυπηρετώντας και τη στάθμευση των οχημάτων. Από εκεί, κανείς ακολουθεί τον ήπιο ανηφορικό χωματόδρομο, που έχει ως κατάληξη το μοναστήρι και ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από μικρό όχημα για την εξυπηρέτηση αναγκών του μοναστηριού.



[...] ξάφνου μας έφεραν στο χείλος ενός πλατιού φαραγγιού. Καμπυλώνοντας στο βάθος, περιέκλειε μέσα στ΄απόκρημνα τοιχώματά του μια περιοχή τόσο άγρια και παράξενη, [...] ήταν το τοπίο ενός πλανήτη, η επιφάνεια της Σελήνης ή του Άρη ή του Κρόνου: ένας νεκρός, τεφρός κόσμος φωτισμένος με την εκτυφλωτική ωχρότητα μιας ερημιάς [..] Leigh-Fermor Patrick (2022): Καιρός του Σιγάν. Στη σιωπή των μοναστηριών- βόρεια Γαλλία-Καππαδοκία. Ελλ. μετάφραση: Μακρόπουλος Μιχάλης. Αθήνα: Εκδ. Μεταίχμιο


Αριστερά: Πρόπλασμα. Κλίμακα 1:200. Τοπογραφική άποψη. Φωτ.: Ναταλία Κώστογλου.
Δεξιά κάτω: Άποψη εισόδου της κοιλότητας του βράχου στην οποία εγκαθίσταται το μοναστήρι.
Δεξιά πάνω: Διάγραμμα των κύριων επιπέδων του μοναστηριού.





Αριστερά: Κατόψεις. Κλίμακα 1:100 (Πάνω: Ισόγεια στάθμη. Μέση: Στάθμη κελιών. Κάτω: Κάτω στάθμη).

Δεξιά: Πρόπλασμα. Κλίμακα 1:200(Πάνω: Νότια άποψη μοναστηριού και κάτοψη ισόγειας στάθμης του κτηρίου στο βράχο.Φωτ.: Ναταλία Κώστογλου. Μέση: Ανατολική άποψη μοναστηριού. Διακρίνεται η αξονική σχέση εισόδου και καθολικού. Κάτω: Τοπογραφική άποψη. Διακρίνονται τμήμα του κτηρίου στο βράχο, το καθολικό και το νεκροταφείο στην κόγχη του βράχου. Φωτ.: Ναταλία Κώστογλου).


Διαδοχικές τομές από την πορεία, την είσοδο και το εσωτερικό του μοναστηριού. Κλίμακα 1:100 (Κάτω: Όψη του μοναστηριού από το μονοπάτι. Μέση: Όψη της εισόδου. Πάνω: Τομή του κτηρίου στο βράχο. Διακρίνονται το κελίστο πάνω υπόσκαφο τμήμα του κτηρίου, τμήμα της κάτω αυλής που οδηγεί στο βάθος στο νεκροταφείο και δεξιά προβάλλεται το καθολικό).

Το μοναστήρι στην κόγχη του βράχου δεν επιβάλλεται στην πορεία του επισκέπτη. Η κατάληξη σε αυτό είναι επιλογή. Σε σχέση με το ιδεόγραμμα του τυπικού μοναστηριού, θα μπορούσαμε να πούμε, πως χρησιμοποιούμε το γενικό του σχήμα, το οποίο όμως δεν είναι αυτοτελές, αλλά προκύπτει από θραυσματικές κτηριακές παρεμβάσεις, που αλληλοσυμπληρώνονται με τμήματα του βράχου. Η κοιλότητα του βράχου δημιουργεί στις τρεις πλευρές τον περίβολο του μοναστηριού, ο οποίος συμπληρώνεται από τον οριζόντιο κτηριακό άξονα, σε υποχώρηση σε σχέση με την κάτω πλευρά της κοιλότητας, δημιουργώντας έναν πρώτο προστατευμένο χώρο για την είσοδο. Η κίνηση της εισόδου περνά πάνω από δύο υποβαθμισμένες αυλές, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους, κάτω από το πέρασμα της εισόδου, και αποκαλύπτουν το βάθος της τομής που διατρέχει το οικόπεδο, ως μια ροϊκή συνέχεια υπαίθριων και ημιυπαίθριων χώρων Το οριζόντιο κτήριο λειτουργεί ως τοίχος - πύλη και πρώτη όψη, ενώ, παράλληλα, φιλοξενεί και τις πιο εξωστρεφείς λειτουργίες του μοναστηριού: το αρχονταρίκι αριστερά και τους ξενώνες δεξιά της εισόδου και στο κάτω επίπεδο τα εργαστήρια και το ιατρείο αντίστοιχα.


Πρόπλασμα. Κλίμακα 1:100 (Αριστερά: Τοπογραφική άποψη τμήματος του κτηρίου στο βράχο και της κάτω αυλής. Μέση: Τοπογραφική άποψη ξενώνων στο κτήριο της εισόδου και της εξωτερικής κατάβασης στην αυλή του ιατρείου. Δεξιά: Είσοδος στο καθολικό και το νεκροταφείο στην κόγχη του βράχου). Φωτ.: Ναταλία Κώστογλου.

Οι καθημερινές, ζωτικές λειτουργίες του μοναστηριού αναπτύσσονται κάθετα στον οριζόντιο άξονα, στην αριστερή πλευρά του κοίλου του βράχου. Ένας κεκλιμένος τοίχος, προβάλλει έξω από τον βράχο, παραλαμβάνοντας, στο επίπεδο της εισόδου, την τράπεζα, το μαγειρείο, το ηγουμενείο και εργαστήριο αγιογραφίας. Στη συνέχεια, βυθίζεται σε μια κάτω αυλή με νερό, που αντανακλά τον ουρανό. Εδώ, βρίσκονται η βιβλιοθήκη, οι αποθηκευτικοί - βοηθητικοί χώροι, το οστεοφυλάκιο. Αυτό το βύθισμα αποτελεί και όριο, κάνοντας πιο “άβατη” αυτή την πλευρά της κόγχης, ενώ παράλληλα συνδέει τις αυλές των εργαστηρίων και του ιατρείου με την κόγχη της κοιλότητας, όπου βρίσκεται το νεκροταφείο. Το πάνω τμήμα του τοίχου γυρνάει, ως στενή αυλή - κήπος, που προστατεύει τα κελιά, τα οποία είναι σκαμμένα ψηλά, στο βράχο. Σε παράλληλη σχέση με τον κάθετο άξονα, προσκολλημένο στο βράχο, βρίσκεται το καθολικό, το οποίο έχει αξονική, σχεδόν, σχέση με την
είσοδο και το νεκροταφείο.


Όψη κτηρίου στο βράχο. Κλίμακα 1:100. Τμήματα όψης. Κλίμακα 1:50 (Αριστερά: το κλιμακοστάσιο και πάνω το παρεκκλήσι στη στάθμη των κελιών. Μέση: Τμήμα της βιβλιοθήκης. Δεξιά: Ανάβαση από την κάτω αυλή προς το νεκροταφείο).


Πρόπλασμα. Κλίμακα 1:200 (Πάνω: Άποψη της νότιας πλευράς του καθολικού και κάτοψη της στάθμης των κελιών. Φωτ.: Ναταλία Κώστογλου. Κάτω: Άποψη  της όψης του κτηρίου στο βράχο).

Τομή κατά μήκος της κάτω αυλής που οδηγεί στο νεκροταφείο. Κλίμακα 1:100. Διακρίνονται δεξιά η αυλή των εργαστηρίων και το πέρασμα προς την αυλή του ιατρείου, στη μέση το άνοιγμα της σκάλας προς το καθολικό και αριστερά το οστεοφυλάκιο και το νεκροταφείο. Προβάλλεται η νότια όψη του καθολικού.

Κάτω δεξιά: διαγραμματικές τομές στο κτήριο της εισόδου. Κλίμακα 1:100 (Πάνω: Ξενώνες και ιατρείο με αυλή. Κάτω: Αρχονταρίκι και εργαστήρια με αυλή).


Το καθολικό. Διακρίνονται η κάτοψη σε κλίμακα 1:100, λεπτομέρειες του δαπέδου, προβολή τμήματος της οροφής, η διαμήκης τομή σε κλίμακα 1:100 και άποψη από το νεκροταφείο. Κάτω: Τμήμα τομής καθολικού. Κλίμακα 1:25. Διακρίνεται αριστερά ο βράχος που γίνεται όριο του εσωτερικού της εκκλησίας, το ξύλινο στασίδι και στο βάθος το ξύλινο τέμπλο με τις αγιογραφίες, οι οποίες συνεχίζονται και στην ξύλινη οροφή. Το φως εισέρχεται από σχισμή που δημιουργείται κατά μήκος της συναρμογής μεταξύ οροφής και βράχου.