Διπλωματική εργασία: Κέντρο
Αποτέφρωσης Νεκρών στο πρώην Πανάνειο Νοσοκομείο Ηρακλείου και στον Προμαχώνα
Βηθλεέμ
Φοιτητές: Κατσαράκη Ελένη-Μαρίνα, Πασπαράκης Μύρων
Επιβλέπων: Σκουτέλης Νικόλαος
Σχολή: Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολυτεχνείο Κρήτης, 2020
ΠΡΟΤΑΣΗ
Σήμερα,
στην εποχή της ευζωίας και της προβαλλόμενης ευτυχίας, ο θάνατος και ο χώρος
των νεκρών αντιμετωπίζονται με φόβο, αποστροφή και αποφυγή οποιασδήποτε επαφής,
φυσικής ή ψυχικής. Έτσι, ακόμα και η θέση των νέων αποτεφρωτηρίων τοποθετείται σε
απομονωμένες περιοχές εκτός πόλεων μακριά από τη ζωή και το βλέμμα των
ανθρώπων. Λαμβάνοντας όμως υπόψη μας ότι το δομημένο περιβάλλον μπορεί να
επηρεάσει τα πρότυπα και τις πεποιθήσεις των κατοίκων αλλά και το γεγονός ότι
όσο περισσότερο απομακρυσμένος είναι ένας τόπος από το κέντρο, τόσο ευκολότερα
σημαίνεται αρνητικά και ελαττώνεται η κοινωνικο-πολιτιστική του αξία,
οδηγηθήκαμε στην απόφαση να προτείνουμε ένα κέντρο αποτέφρωσης νεκρών ενταγμένο
στον αστικό ιστό και στη ζωή των ατόμων. Ο τρόπος αντιμετώπισης του θανάτου
δηλώνει την ουσία και το νόημα που δίνουμε στη ζωή. Η οικειοποίηση λειτουργιών
και εννοιών που τον περιβάλλουν όπως το νεκροταφείο αλλά ακόμα και ένα κέντρο αποτέφρωσης
βοηθά την κοινωνία να ωριμάσει, καλλιεργεί την σοφία της και αναβαθμίζει τη
ποιότητα της.
Η
συγκεκριμένη εργασία προτείνει την ίδρυση και λειτουργία ενός αποτεφρωτηρίου
στις νότιες παρυφές της παλιάς πόλης του Ηρακλείου, ενταγμένο στον αστικό ιστό
και στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Πιο συγκεκριμένα, οι κύριες λειτουργίες
του αποτεφρωτηρίου, συμπεριλαμβανομένης της καύσης αλλά και της αίθουσας
τελετών, σχεδιάζονται στο οικείο και γνώριμο για τους κατοίκους, πρώην Πανάνειο
Νοσοκομείο ενώ η διαχείριση της τέφρας (διασπορά, φύλαξη) σε νέο κτίριο στο
πρανές του προμαχώνα Βηθλεέμ. Eπί του ιδίου προμαχώνα προτείνεται και η ταφή
της τέφρας σ’ έναν τοπιακό χώρο μνήμης, που θα μετέχει στη συλλογική ζωή της
πόλης. Τέλος, επαναδιατυπώνεται η σχέση του Πανανείου με την ανατολική περιοχή,
την περιοχή του Λάκκου. Η μετάβαση από την μια ζώνη στην άλλη επιτυγχάνεται
μέσω ενός πάρκου σχεδιασμένου σε επίπεδα που ανταποκρίνονται και συμβαδίζουν με
το ανάγλυφο της γύρω περιοχής ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί μια ομαλή και σταδιακή μετάβαση
από την μία ζώνη στην άλλη, από την πόλη στο νέο ΚΑΝ. Επιχειρούμε να
δημιουργήσουμε τόπους που θα επιτρέπουν και θα προτρέπουν την καθημερινή επαφή
και τριβή των ατόμων με τη νέα λειτουργία της καύσης και της ταφής,
αποβάλλοντας την μακάβρια εικόνα που τις περιβάλλει, στοχεύοντας έτσι στην
σταδιακή αποδοχή αυτών.
Μέσα
σε αυτό το πραγματικά δύσβατο τοπίο (σε ότι αφορά την λειτουργία της καύσης), προσπαθήσαμε
να αναζητήσουμε εκείνα τα εργαλεία τα οποία μακριά από την όποια θρησκευτική
σύνδεση, θα μας βοηθήσουν να προσεγγίσουμε έναν σχεδιασμό με ερείσματα στον
συγκεκριμένο τόπο και συνειδητές ή μη συνδέσεις με την κοινωνία την οποία αφορά
προκειμένου ένα αποτεφρωτήριο στην Ελλάδα να έρθει ως φυσική συνέχεια και
εξέλιξη και όχι ως κάτι το ξένο ή εχθρικό.
ΠΡΩΗΝ
ΠΑΝΑΝΕΙΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Το
πρώην Πανάνειο νοσοκομείο αποτελεί από το 1987 διατηρητέο κτίριο του Ηρακλείου.
Η ολοκλήρωση της κατασκευής του έγινε το 1902 και η λειτουργία του ως
νοσοκομείο σταμάτησε το 1970, ενώ το 2003 υπογράφεται η σύμβαση αποκατάστασης
και επανάχρησης του ως Κέντρο Μητέρας Παιδιού. Σήμερα παραμένει
εγκαταλελειμμένο με ημιτελή αποκατάσταση.
Το
κτίριο είναι λιθόκτιστο και στεγαζόταν με ξύλινη στέγη. Λόγω της έντονης κλίσης
του οικοπέδου το Δυτικό τμήμα του εμφανίζεται ισόγειο ενώ το Ανατολικό είναι διώροφο.
Η οργάνωση των χώρων και η μορφολογία των όψεων έγινε σύμφωνα με τα Νεοκλασικά
πρότυπα την εποχής, συνδυασμένα με την λιτή και αυστηρή λειτουργικότητα που επέβαλε
η χρήση του κτίσματος. Στο εσωτερικό αίθριο βρίσκεται και ο ιερός Ναός του
Αγίου Παντελεήμονα, που λειτουργεί μόνο κατά την ημέρα και την παραμονή της εορτής
του Αγίου.
Στην
υφιστάμενή του κατάσταση παρατηρείται πλήρης έλλειψη στεγών, σημαντικές φθορές
στα πατώματα ενώ οι τοίχοι έχουν ενισχυθεί με τεχνική guinite όπου βέβαια σε σημεία έχει
απομείνει εκτεθειμένο το πλέγμα από σιδερόβεργες καθώς η αποκατάσταση του δεν
ολοκληρώθηκε ποτέ.
ΙΣΟΓΕΙΟ
Από
την στάθμη ισογείου γίνεται η βασική είσοδος τόσο στο Πανάνειο όσο και στο νέο
μας κτίριο. Ο συσχετισμός των δύο αυτών γίνεται μεταξύ άλλων με την μεταγραφή
ποιοτήτων χώρων, αναλογιών και ρυθμών όψεων αλλά και με τη χωροθέτηση μιας
μεγάλης δημόσιας πλατείας πάνω στον άξονα της κεντρικής οδού Πλαστήρα,
αναδεικνύοντας τη σημασία τους ως τοπόσημα και διαχωρίζοντας την λειτουργία τους
από τα κτίρια που τα περιβάλλουν.
Όσον
αφορά το νέο μας κτίριο, η βασική μας επιδίωξη είναι να το συμπεριλάβουμε στην πορεία
του περιπατητή και κάτοικου της περιοχής, ως κομμάτι του καθημερινού περιπάτου
του, στοχεύοντας και πάλι μέσω της τριβής, στη σκέψη και στην σταδιακή αποδοχή
της, νέας για τον ελλαδικό χώρο, λειτουργία της αποτέφρωσης. Οι σχεδιαστικές
μας επιλογές για την επίτευξη αυτού είναι οι στοές, οι «ανοιχτές» είσοδοι, το εσωτερικό
μπαλκόνι προς το αίθριο και η επανασχεδίαση της ανάβαση προς τον προμαχώνα μέσω
του νέου αυτού κτιρίου.
Την
είσοδο στο Πανάνειο και ως εκ τούτου στο ΚΑΝ, σηματοδοτεί η υφιστάμενη εξωτερική
πύλη καθώς και το στέγαστρο που δημιουργεί έναν ημιυπαίθριο χώρο. Επιχειρούμε
να γίνει μια σταδιακή μετάβαση του επισκέπτη από την εξωστρέφεια της πλατείας
και της δημόσιας ζωής στην εσωστρέφεια που επιβάλλει μια τέτοιου είδους τελετή αλλά
και μια ομαλή είσοδο στην ιδέα της αποτέφρωσης. Έτσι, δημιουργούμε έναν ενδιάμεσο
χώρο, έναν χώρο ημιτελή, εσωτερικό και εξωτερικό, ένα ‘Κατώφλι’ από το οποίο καδράρεται
μέσω του δίλοβου παραθύρου το εσωτερικό αίθριο και ο ιερός Ναός που είναι σύμβολα
οικειότητας. Στην στάθμη αυτή συναντάμε την υποδοχή, έναν χώρο εργασίας που
ενώνεται εσωτερικά με την στάθμη του υπογείου και την ενότητα του αποτεφρωτήρα,
το γραφείο του υπεύθυνου του ΚΑΝ και φυσικά τις υφιστάμενες κλίμακες που μας
οδηγούν στην κάτω στάθμη.
ΥΠΟΓΕΙΟ
Φθάνοντας
στο κάτω επίπεδο μέσω των υφιστάμενων κλιμάκων, συναντάμε το αίθριο, τον τόπο μετάβασης
από τον υπαίθριο στους κλειστούς χώρους του συγκροτήματος. Έναν τόπο αναφοράς
και προσανατολισμού του επισκέπτη, γύρω από τον οποίο αρθρώνονται οι βασικές λειτουργικές
ενότητες του ΚΑΝ.
Ο
επισκέπτης οδηγείται με το τοιχείο, τις πλακοστρώσεις και το στοιχείο του νερού
από το αίθριο σ ’έναν ημιυπαίθριο χώρο από τον οποίο έχει οπτικές φυγές στην
αίθουσα τελετών, στον χώρο των καθισμάτων συγκεκριμένα, για να καταλήξει
σταδιακά στο μέσο αυτής και στην πρώτη επαφή του με τον θανόντα. Από τον
ημιϋπαίθριο χώρο γίνεται και η ανάβαση στο πατάρι. Η τελετή και η αίθουσα, εξαρτώμενες
άμεσα με την μετέπειτα καύση της σορού, αποτελούν τμήμα μιας μεγαλύτερης
διαδικασίας. Έτσι, η κίνηση που συνδέει την αίθουσα τελετής με την ενότητα της
αποτέφρωσης αποτέλεσε βασική συνθετική αρχή. Υπονοείται με την γραμμικότητα,
τον τονισμό της εισόδου και εξόδου της σορού, το καδράρισμα του χώρου εισόδου
της σορού στον κλίβανο αλλά και την παρουσία του νερού στους χώρους αυτούς, μία
συνέχεια λειτουργική και τελετουργική. Με
την χειρονομία αυτή, την απλή γραμμική κίνηση, προσπαθούμε να συσχετίσουμε και να συμπυκνώσουμε με απλό τρόπο, τη διττή
αυτή υπόσταση του κέντρου.
Στο
κέντρο αποτέφρωσης η άφιξη του νεκρού και των συγγενών του συντελείται με
διαφορετικούς τρόπους και χρονικότητες. Η προσέγγιση της σορού γίνεται ανεξάρτητα,
από την Νότια πλευρά του κτίσματος. Στην ενότητα αυτή, οι επιμέρους χώροι
οργανώνονται σε σειρά, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις λειτουργικές ανάγκες του κέντρου. Η σορός, παραλαμβάνεται
από το προσωπικό του ΚΑΝ και ακολουθεί η κατάλληλη προετοιμασία, σε στάδια,
πριν την καύση. Ο χώρος του αποτεφρωτήρα περιλαμβάνει έναν κλίβανο αποτέφρωσης,
και περιμετρικά αυτού σε σχήμα Π, διατάσσονται οι χώροι χειρισμού τη καύσης.
Ένα
από τα μεγαλύτερα ζητήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε, ήταν η ύπαρξη και η θέση της καμινάδας, το
πιο μακάβριο θα λέγαμε σύμβολο του αποτεφρωτηρίου. Με αφορμή και αναφορά τον
πανύψηλο φοίνικα στο αίθριο, δημιουργούμε έναν «κήπο» από κατακόρυφα στοιχεία
διαφορετικού ύψους, στύλους που τονίζουν την κάθετο, την κατεύθυνση προς τα
πάνω, την εξύψωση προς τον ουρανό, το θεϊκό στοιχείο και την αιωνιότητα. Τρία
από αυτά τα στοιχεία, τα υψηλότερα αποτελούν και τις καμινάδες του κέντρου.
Κατά
την τελετή η σορός οδηγείται γραμμικά στην αίθουσα τελετών και με το πέρας αυτής
αντίστροφα στην ενότητα του αποτεφρωτήρα. Ο Ημιυπαίθριος χώρος μεταξύ των δύο αυτών
ενοτήτων έχει οπτική επαφή με τον κλίβανο και οι οικείοι μπορούν να είναι
παρόντες κατά την διαδικασία της αποτέφρωσης. Εντάσσεται με αυτόν τον τρόπο η αποτέφρωση
σε ένα ευρύτερο τελετουργικό, που είναι ανάλογο με παραδοσιακές αξίες και χάνει
έτσι τον ψυχρό της χαρακτήρα. Στο χώρισμα υπάρχει υαλοπίνακας από ενισχυμένο
γυαλί με τη δυνατότητα οπτικής απομόνωσης με αναδιπλούμενα μεταλλικά πετάματα,
όταν δεν τελείται αποτέφρωση. Η παρουσία του νερού, συνδετικού κρίκου μεταξύ ζωής
και θανάτου στον ημιυπαίθριο αυτό χώρο προσδίδει δραματικότητα και ιερότητα ενώ
ταυτόχρονα συμβολίζει την κάθαρση και την εξυγίανση της ψυχής νεκρού και ζωντανού!
Συνολικά,
η διαδικασία της αποτέφρωσης διαρκεί περίπου 1,5-2 ώρες. Στο διάστημα αυτό οι
συγγενείς αναμένουν στους υπαίθριους ή ημιυπαίθριους χώρους του κέντρου ή στο αναψυκτήριο
που διαμορφώνεται στην ανατολική πλευρά μεταξύ του εσωτερικού αιθρίου και του πάρκου.
Ο συγγενής έχει ακόμα τη δυνατότητα να προσευχηθεί, είτε στην υφιστάμενη
εκκλησία είτε στο ιερό που σχεδιάζουμε εξωτερικά του Πανανείου στην ανατολική
είσοδο. Ο χώρος του ιερού είναι ένας ελεύθερος χώρος προσευχής που δεν συνάδει
με συγκεκριμένη θρησκεία τονίζοντας το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας
κάθε ατόμου. Η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης βασίστηκε στο ανάγλυφο της
περιοχής και στην υψομετρική διαφορά που το καθιστά ορατό από όλη την κάτω περιοχή.
Μπορεί κανείς να το προσεγγίσει σταδιακά μέσω του προτεινόμενου πάρκου.
ΥΠΟΓΕΙΑ
ΔΙΑΔΡΟΜΗ – ΝΕΟ ΚΤΙΡΙΟ
Με
την παράδοση της τεφροδόχου στους συγγενείς στον ημιϋπαίθριο χώρο μπροστά από
την ενότητα του αποτεφρωτήρα και προκειμένου να τηρηθεί αυτή η πτυχή του
τελετουργικού, που περιλαμβάνει τον αποχαιρετισμό και την συνοδεία του νεκρού
στην τελευταία του κατοικία, η πρόταση μας προβλέπει την υπόγεια σύνδεση του Πανανείου
με το νέο κτίριο που δημιουργούμε στον προμαχώνα.
Ο
συγγενής ξεκινώντας από το αίθριο του Πανανείου, καταλήγει στο αίθριο του νέου κτιρίου
στο οποίο βρίσκονται τα τεφροφυλάκια. Στόχος αυτού του υπόγειου διαδρόμου, πέρα
των άλλων, είναι μέσω της επαναληπτικότητας, του ρυθμού οριζόντιων στοιχείων,
την αίσθηση του ατέρμονου και το καδράρισα του αιθρίου και του δέντρου στο νέο κτίριο,
να δημιουργήσει μια ονειρική και μυθολογική διάσταση που θα βοηθήσει στην εσωτερική
εξερεύνηση και απομόνωση του συγγενή για την συνειδητοποίηση της απώλειας. Οδηγός στην πορεία του αυτή σαν άλλος Αχέροντας
είναι το νερό, που καταλήγει στην λίμνη Αχερουσιάδα. Με την άφιξη στην είσοδο αυτού του αιθρίου συναντά μια
«αίγειρο», μια πανύψηλη λεύκη, συμβολικό ιερό δέντρο του Άδη.
Στόχος
της συνολικής πρότασης είναι να καλύψει όλες τις καταγεγραμμένες πιθανές
επιθυμίες διάθεσης της τέφρας σε οριοθετημένο χώρο από τους συγγενής ή από τον
ίδιο τον νεκρό. Έτσι, αρχικά στο σημείο αυτό, δίνεται η δυνατότητα διασποράς
της τέφρας στο νερό. Εναλλακτικά ο συγγενής
προσεγγίζει μέσω των ραμπών τα τεφροφυλακεια είτε οδηγείται μέσω της κατακόρυφης
άμεσης ανάβασης στον προμαχώνα για την ταφή αυτής. Τον χώρο αυτό των
τεφρουλακίων μπορεί να τον επισκεφθεί κανείς ετεροχρονισμένα με ανεξάρτητη είσοδο από την στάθμη του ισογείου.
ΠΡΟΜΑΧΩΝΑΣ
Ο
συγγενής φθάνει στο επίπεδο του προμαχώνα μέσω μιας σπειροειδούς κίνησης που τείνει
μέσω του τονισμού της κατακόρυφου και του άμεσου φωτισμού από ψηλά, στην ανάταση,
τον εξαγνισμό και την κάθαρση της ψυχής, πριν από τον τελευταίο αποχαιρετισμό.
Στο
επίπεδο του προμαχώνα δίνεται η δυνατότητα ταφής της ίδιας της τέφρας είτε ταφής
βιοδιασπώμενων τεφροδόχων. Η ταφή των τεφροδόχων
από τους συγγενείς γίνεται σε προτεινόμενες οργανωμένες ζώνες, που οριοθετούνται
από τοιχεία που συναντά κανείς στο κεντρικό μονοπάτι, ενώ η ίδια η τέφρα ελεύθερα
σε σημεία του εδάφους όπου και υπάρχει η δυνατότητα δεντροφύτευσης εις μνήμη
του θανόντος. Το “τοπίο ενθύμησης”
οργανώνεται με σειρές ήπιων λόφων που παρέχουν την αίσθηση προστασίας, εσωστρέφειας
και ησυχίας όταν αυτό είναι επιθυμητό. Πρόκειται για ένα μεταβαλλόμενο τοπίο
καθώς φυτεύεται σταδιακά από τους ιδίους τους συγγενείς εφόσον το επιθυμούν.
Στις
επιφάνειες των δυο τοιχίων που οριοθετούν και διαχωρίζουν την ενότητα της ταφής
από την πορεία του περιπατητή δίνεται η δυνατότητα αναγραφής ονομάτων και
ημερομηνιών.
Αν
και η αποτέφρωση οδηγεί στην εξαΰλωση του νεκρού σώματος, η ανάγκη για μια
υλική, συμβολική μετουσίωση του νεκρού, όσο και η ανάγκη για την ύπαρξη ενός
τόπου συνδεδεμένου με την μνήμη του θανόντα, είναι βασικές.
Το “τοπίο ενθύμησης” καλείται να
λειτουργήσει ως ένα τελετουργικό πεδίο περιπάτου, όπου μπορούν οι συγγενείς των
νεκρών να συνδέσουν την ενθύμηση του αγαπημένου τους με ένα τόπο, και να το
εντάξουν με τον τρόπο και την περιοδικότητα που επιθυμούν στην καθημερινότητα
τους ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αποτελέσει έναν δημόσιο τόπο για τον περιπατητή
και κάτοικο της περιοχής, μία στάση στην πορεία πάνω στα τείχη.