Δ013.20 | Επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση της πόλης με το ποτάμι: Η περίπτωση του ποταμού «Αράπιτσα» στη Νάουσα


Διπλωματική εργασία: Επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση της πόλης με το ποτάμι: Η περίπτωση του ποταμού «Αράπιτσα» στη Νάουσα
Φοιτήτρια: Γιαγκούλα Βασιλική
Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Καραμανέα Πανίτα
Σχολή: Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πολυτεχνείου Κρήτης, 2020

Η παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρεί την ανάπλαση του ποταμού «Αράπιτσα» της Ηρωικής πόλης της Νάουσας. Η Νάουσα είναι μία ορεινή πόλη χτισμένη στους πρόποδες του όρους Βερμίου. Χαρακτηριστικό στοιχείο αποτελεί ο ποταμός όπου τη διαπερνά και τη διαιρεί σε δύο τμήματα, το βόρειο και το νότιο. Το συνολικό του μήκος είναι 1.05 χιλιόμετρα με τις πηγές του να βρίσκονται στο Άλσος του Αγίου Νικολάου και την κατάληξη του στους κάμπους της Ημαθίας.

Την περιοχή χαρακτηρίζουν μεγάλες βιομηχανικές μονάδες κλωστοϋφαντουργίας, οι οποίες βρίσκονται εκατέρωθεν του ποταμού. Σήμερα έχουν πάψει να λειτουργούν, αποτελώντας μεγάλα αστικά κενά. Ωστόσο, παρατηρούνται χώροι ιστορικής αξίας, όπως ο χώρος Θυσίας και άλλα κτίρια σημαντικής πολιτιστικής σημασίας. Η ύπαρξη μη ενεργών βιομηχανικών κτιρίων, η δημιουργία δημοσίων χώρων χωρίς στοιχεία συνέχειας και επεμβάσεις σε επιλεγμένα μόνο σημεία διαμορφώνουν τη σημερινή εικόνα του ποταμού.

Οι κυριότερες παρατηρήσεις που προέκυψαν μετά από την απαιτούμενη ανάλυση σχετικά με την περιοχή μελέτης ήταν οι εξής: Παρόλο που το βόρειο τμήμα της πόλης συνδέεται με το νότιο κυρίως μέσω δευτερευόντων οδικών αξόνων, παρουσιάζεται έλλειψη εγκάρσιων συνδέσεων και πεζοδρόμων σε όλη την έκταση του ποταμού. Παραδοσιακές συνοικίες, αξιόλογα σημεία αναφοράς και ίχνη ελεύθερων δημοσίων χώρων συγκεντρώνονται εκατέρωθεν της περιοχής. Ακόμη και το βασικό οργανωμένο πράσινο όπου είναι το δημοτικό πάρκο, βρίσκεται στην απόληξη του ποταμού και θα μπορούσε να αποτελέσει τμήμα του πράσινου πυρήνα της πόλης.




Καίριο ζήτημα της ανάλυσης, αλλά και της πρότασης μετέπειτα, αποτέλεσε η έντονη γεωμορφολογία. Παρατηρούνται χωρικές ποιότητες και υφές οι οποίες αφορούν την πρόσβαση, το έδαφος και τη βλάστηση. Φυσικά χαρακτηριστικά όπως βράχια, καταρράκτες, έντονο πρανές με ψηλή και χαμηλή βλάστηση, φυσικά πλατώματα, καθώς και ανθρωπογενείς επεμβάσεις όπως δυσπρόσιτα μονοπάτια και κατεβάσματα που οδηγούν στην κοίτη, εγκαταλελειμμένοι χώροι καθώς και μπαλκόνια που λειτουργούν ως σημεία θέασης, αποδεικνύουν ότι πρόκειται για ένα ανεξερεύνητο τοπίο αντιθέσεων με έντονο το στοιχείο της εγκατάλειψης. 




Σημείο αναφοράς του σχεδιασμού αποτελούν οι τέσσερεις θεματικές ενότητες που αναγνωρίζονται στην περιοχή μέσα από την ανάλυση ·η βιομηχανική και ιστορική μνήμη, οι παραδοσιακές συνοικίες με τα διατηρητέα κτίρια, η σύνδεση με το εμπορικό κέντρο που αποτελεί βασικό κόμβο και η απόληξη του ποταμού όπου βρίσκεται το δημοτικό πάρκο και τα πολιτιστικά κέντρα. Στόχος για την αποκατάσταση της αλλοιωμένης περιοχής είναι η ενοποίηση των τεσσάρων αυτών πυρήνων μέσω τριών ζωνών, αστική ζώνη, ζώνη πρανούς και ζώνη κοίτης, που αναπτύσσονται εκατέρωθεν του ποταμού. Στο πλαίσιο των στόχων είναι να εμπλουτιστεί η συνθήκη κατάβασης από την πόλη στο ποτάμι ώστε το πρανές να αποκτήσει περισσότερη προσβασιμότητα και χωρικές ποιότητες.

Ενδυναμώνονται οι υφιστάμενες εγκάρσιες συνδέσεις και χαράσσονται νέες από την πόλη στο ποτάμι. Επανασχεδιάζονται χώροι στάσης σε περιοχές που λειτουργούν ως κοιλότητες και ενισχύεται το πράσινο δια μήκος και κατά τα τόπους ώστε να έρθει να συνενωθεί σε ένα συνεχές σύστημα. Η ένωση αυτή επιτυγχάνεται με την δημιουργία τριών αρχιτεκτονικών κατασκευών(παρατηρητήρια, γέφυρες, προβλήτες) οι οποίες εναλλάσσονται στη ζώνη πόλης-πρανούς-κοίτης.






Προσεγγίζοντας την περιοχή από τα δυτικά προς τα ανατολικά, συναντά κανείς το πρώτο πλάτωμα όπου αναφέρεται στη βιομηχανική και ιστορική μνήμη της πόλης. Σημεία αναφοράς είναι το μνημείο Θυσίας, το απέναντι σημείο που έχει κανείς πανοραμική θέα και ο ελεύθερος χώρος των βιομηχανιών στα δυτικά. Κεντρική ιδέα είναι η σύνδεση του βιομηχανικού και ιστορικού χαρακτήρα της περιοχής στο επίπεδο της πόλης και του πρανούς. Επανασχεδιάζεται ο χώρος της Θυσίας με τέτοιο τρόπο ώστε να επικοινωνήσει νοητά με το απέναντι σημείο θέασης, στο οποίο δημιουργούνται μπαλκόνια σε δύο επίπεδα και τοποθετείται ένα παρατηρητήριο που λειτουργεί ως εκθεσιακός χώρος. Οι δύο όχθες του ποταμού επικοινωνούν μέσω μίας πεζογέφυρας στο επίπεδο του πρανούς, ενώ παράλληλα σχεδιάζεται μία νέα πλατεία μνήμης στον προαύλιο χώρο της βιομηχανίας στα δυτικά, αναδεικνύοντας το βιομηχανικό συγκρότημα.








Το μεσαίο πλάτωμα αναφέρεται στις παραδοσιακές συνοικίες με τα διατηρητέα κτίρια. Σημεία αναφοράς είναι τα πολιτιστικά κέντρα στο βόρειο τμήμα, τα διατηρητέα στα δυτικά όπου λειτουργούσαν ως προβιομηχανικοί μύλοι και η εκκλησία της Αγίας Τριάδος στο νότιο τμήμα. Κεντρική ιδέα είναι η σύνδεση των πολιτιστικών πόλων έλξης και η ενίσχυση της ζώνης πρανούς και της κοίτης. Δημιουργούνται επίπεδα με θέα στο βόρειο τμήμα όπου οδηγούν σε μία βασική διαδρομή η οποία καταλήγει σε έναν αμφιθεατρικό χώρο. Επανασχεδιάζεται ο χώρος της εκκλησίας με τέτοιο τρόπο ώστε να επικοινωνήσει νοητά με το απέναντι τμήμα, ενώ παράλληλα δημιουργούνται εγκάρσιες συνδέσεις τόσο στο επίπεδο της πόλης όσο και στο επίπεδο του πρανούς. Στο τελευταίο επίπεδο, τοποθετείται ένα παρατηρητήριο όπου οδηγεί τον επισκέπτη σε ένα πλάτωμα στην κοίτη φέρνοντας τον άνθρωπο σε επαφή με το υδάτινο στοιχείο.






Το κάτω πλάτωμα αναφέρεται στη βασική σύνδεση με το εμπορικό κέντρο. Χαρακτηριστικό στοιχείο αποτελεί ο εγκάρσιος άξονας όπου εκατέρωθεν αυτού βρίσκονται δύο ελεύθεροι χώροι. Κεντρική ιδέα είναι η δημιουργία μίας πλατείας πρασίνου η οποία “ανοίγεται στο ποτάμι. Το πράσινο της τοποθετείται με τέτοιο τρόπο ώστε να την αγκαλιάσει και να συνδεθεί με το πράσινο του ποταμού. Η πλατεία αναπτύσσεται γραμμικά και παράλληλα προς το ποτάμι και χωρίζεται σε διάφορες θεματικές υποενότητες (μπάρες πρασίνου, καθιστικοί χώροι, πίδακες νερού, παιδική χαρά, πράσινοι λοφίσκοι).

Στο επίπεδο της πόλης, επανασχεδιάζονται οι υφιστάμενοι πεζόδρομοι που διατρέχουν το ποτάμι και χαράσσονται νέοι χώροι στάσης όπως προβλήτες και μπαλκόνια. Στο επίπεδο του πρανούς, δημιουργούνται κατεβάσματα που οδηγούν σε διαδρομές στη φύση και τοποθετούνται ένα παρατηρητήριο με μία γέφυρα ώστε να συνδεθεί η πλατεία με το μπαλκόνι της απέναντι όχθης. Στο επίπεδο της κοίτης, σχεδιάζονται ελαφρές κατασκευές όπως γέφυρες, περίπτερα και πλατώματα με στόχο να έρθει ο άνθρωπος σε επαφή με το ποτάμι.










Οι κατασκευές σε συνάρτηση με το πράσινο που παίζει δομικό ρόλο στο σχεδιασμό, αποτελούν το συνδετικό κρίκο των διαφόρων ετερόκλητων στοιχείων της περιοχής και συμβάλλουν στον επαναπροσδιορισμό του ποταμού σε έναν ενεργό πυρήνα.