Δ050.19 | Κοινός Ιερός Τόπος στο Σπήλαιο του Προφήτη Ηλία Ριζούπολης


Τίτλος: Κοινός Ιερός Τόπος στο Σπήλαιο του Προφήτη Ηλία Ριζούπολης
Φοιτητής: Βαρούτσος Παναγιώτης
Επιβλέπων καθηγητής: Ζαχαριάδης Ιωάννης
Σύμβουλοι καθηγητές: Βασιλάτος Παναγιώτης, Κουτρολίκου Πέννυ
Σχολή: Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Ε Μ Π

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, η μαζική μετατόπιση πληθυσμών φέρνει στην επιφάνεια το ζήτημα διαχείρισης της πολυπολιτισμικότητας. Αυτό εκφράζεται μέσα από την καθημερινότητα τόσο σε θέματα κοινωνικής διαχείρισης όσο και θρησκευτικής αποδοχής. Την ένταξη αυτών των δυο σε πραγματικό χωρικό σενάριο αντιμετωπίζει η παρούσα διπλωματική μέσα από τρεις ενότητες στοιχειοθέτησης, έρευνας-ανάλυσης και ανάπτυξης-σχεδιασμού.


Η πρώτη ενότητα αποτελεί μια στοιχειοθέτηση παραδειγμάτων που αφορούν κυρίως στον ελλαδικό χώρο και αποκαλύπτουν μια ιδιότυπη συλλογικότητα που είναι το μείγμα μιας κοινής θρησκευτικής γενεαλογίας και ορατών πολιτισμικών αντιθέσεων.

Σε πολλές από αυτές τις περιοχές οι τοπικοί πληθυσμοί μέσα από ζυμώσεις χρόνων έχουν μάθει να συγκροτούν μια ενιαία κοινότητα με απόλυτο σεβασμό στην ταυτότητα και την διαφορετικότητά του άλλου. Στους χώρους αυτούς η υπέρβαση φαινομενικά ακατάλυτων ορίων γίνεται αποδεκτή και οι χώροι λατρείας των ντόπιων οικειοποιούνται και επαναπροσδιορίζονται ως κοινοί. Το παραδοσιακό ή οικείο υποδέχεται έτσι και συνυπάρχει μέσα από μια σταδιακή συμφιλίωση με ότι θα θεωρούσαμε ξένο ή ανοίκειο και οι θρησκευτικοί χώροι αποκτούν ένα πολυφωνικό χαρακτήρα αποδεικνύοντας ότι μια τέτοια συνύπαρξη είναι ικανή.

Στην Αθήνα, η αποτύπωση των τόπων θρησκευτικής λατρείας εμπλουτίζει τη δεσπόζουσα χριστιανική θρησκευτικότητα με ανοίκεια στοιχεία, διαρθρωμένα σε ένα αόρατο δίκτυο ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων, υπογείων γκαράζ και πρόχειρων καταλυμάτων που λειτουργούν ως άτυποι χώροι λατρείας. Πρόκειται μεταξύ άλλων για ομάδες Μουσουλμάνων, Εβραίων και Χριστιανών πολλαπλών εθνικών προελεύσεων εν ελλείψει θρησκευτικής στέγης. Οι σημερινοί τόποι λατρείας των ομάδων αυτών πληρούν στοιχειώδη κριτήρια καταλληλόλητας και αντικατοπτρίζουν μια κατάσταση στην οποία η δομημένη γη αποδεικνύεται «μη στέρεη» και το θείο έχει πια χαρακτήρα εκποιητό. Εδώ ανακύπτει το πρόβλημα εύρεσης ενός τόπου που δεν στερείται θρησκευτικού πλαισίου αναφοράς για τις ομάδες αυτές και σε αυτό απαντά η δεύτερη ενότητα.







Η δεύτερη ενότητα αφορά στην ανάδειξη εκείνου του τόπου – θρησκευτικού καταφυγίου που εμφανίζεται ως απόκριση στο κοινό θρησκευτικό συναίσθημα των ομάδων και παρέχει ένα οικείο έδαφος.Για την επίτευξη αυτού,η θρησκεία πρέπει να απογυμνωθεί από τα σύμβολα που την καθιστούν αποκλειστική και να βρεθεί στη στιγμή του «προ-διαχωρισμού», πριν αποκτήσει δηλαδή σχήμα,εικόνες και σύμβολα.Στην σπηλιά βιώνει κανείς την εσωτερική, σχεδόν εκστατική εμπειρία που βρίσκεται έτσι κι αλλιώς στην καταγωγή της κάθε θρησκείας. Πρόκειται για μια εμπειρία που απογυμνώνει το κάθε δόγμα απ’ τις κοινωνικοπολιτικές του προεκτάσεις και φέρνει στην επιφάνεια μια ιερότητα που έχει κάτι απ’ τη διονυσιακή αρχή της απώλειας. Μια ιερότητα που δεν επικαλείται σύμβολα και αντλεί την ενέργειά της από το ασχημάτιστο και το ακατανόητο.

Έτσι καταφεύγουμε στο σπήλαιο του Προφήτη Ηλία Ριζούπολης το οποίο είναι προσβάσιμο διότι βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του δήμου Αθηνών, και αποδίδεται σε ένα θρησκευτικό πρόσωπο που λατρεύεται εξίσου από τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες και συμβολίζει το πνεύμα της ενότητας και της ειρηνικής συνύπαρξης.

Για την αξιοποίησή του, προηγήθηκε αποτύπωση που έγινε υπό την καθοδήγηση της ΕΣΕ με την κατασκευή προπλάσματος σύμφωνα με το σχέδιο του 1960 της Α. Πετροχείλου και στην συνέχεια μέσα από τμηματικές σαρώσεις καταχωρήθηκε σε τρισδιάστατο γραφικό περιβάλλον σε μορφή pointcloud. Η αποτύπωση αυτή επιτελέστηκε για τον σκοπό της διπλωματικής και συνέβαλε στην κατανόηση και την ανάγνωση του ιδιαίτερου χωρικού υποβάθρου της σπηλιάς μέσα από μια σειρά σχεδίων που αφορούν τις δυνατότητες κίνησης, τις αίθουσες-σημεία στάσης και προσευχής, την ένταξη του φυσικού φωτός κ.ά.
Η απόληξη της «ιερότητας» του σπηλαίου εμφανίζεται στο επίπεδο της πόλης με τη μορφή κτιρίου. Το κτίριο αποτελεί συνέχιση της σπηλιάς και τα δυο μαζί συνθέτουν μια ενιαία αμφίσημη αρχιτεκτονική οντότητα όπως θα δούμε στην τρίτη ενότητα.






Στην τρίτη ενότητα αναφέρεται ο στόχος του σχεδιασμού που όπως αναφέρθηκε στην αρχή είναι η διαχείριση και η σύνθεση τόσο της εμφανούς, όσο και της αφανούς έκφρασης της πολυπολιτισμικότητας. Η ιερότητα του σπηλαίου στο επίπεδο του δημοσίου βίου αναδύεται πλέον ως κοινωνική πράξη. Το πρόσωπο του ιερού στην πόλη εμφανίζεται ως κοινωνική μέριμνα μέσω διαφόρων παροχών (ΚΕΠ, βιβλιοθήκη, εστίαση) αλλά και ως δημόσια εκτόνωση μέσω της πλατείας που λειτουργεί ως κέντρο γειτονιάς.Το κτίριο διατρυπά το τοπίο της πόλης και διαρθρώνεται τοπολογικά όπως σε μια ταινία του Μέμπιους όπου το εξωτερικό και το εσωτερικό απευθύνονται συνάμα σε δυο φαινομενικά ασύνδετους κόσμους.
H σύνθεση αναπτύσσεται με αφηγηματικό ρυθμό, όπως αυτός αναδύεται καθ΄ ύψος στην τομή, ή αναπτύσσεται κατά μήκος στην κάτοψη διαρθρώνοντας τις λειτουργίας από την πιο δημόσια στην πιο ιδιωτική. Το πρώτο/πάνω επίπεδο, αυτό της πλατείας αναδιπλώνεται σταδιακά μέσα απ’ το εγκάρσιο ανάπτυγμα του δρόμου και αποτελεί χώρο ελεύθερης εκτόνωσης μοιράζοντας τις κινήσεις προς την είσοδο. Το μεσαίο επίπεδο φιλοξενεί όλες τις διαχειριστικές λειτουργίες που αποτελούν απτικές εκφράσεις της πολυθρησκευτικότητας και έχουν να κάνουν με την τακτοποίηση κοινωνικών εκκρεμοτήτων, την εκμάθηση γλωσσών, και τη συνάθροιση μέσω της εστίασης. Το επίπεδο της εισόδου συμβολίζει  το «κατώφλι» που χωρίζει τους δυο κόσμους και σηματοδοτεί την απόσταση ανάμεσα σε δυο θεμελιώδεις τρόπους ύπαρξης, τον κοσμικό –της πλατείας- και τον ιερό -της σπηλιάς.Μέσω μιας κατακόρυφης ράμπας που γεφυρώνει το σωματικό με το πνευματικό επίπεδο επιτελείται και η χωρική μεταφορά στο επίπεδο της σπηλιάς. Η χρήση διαφορετικών υλικών -χυτό υλικό για την κίνηση και ξύλινες εξέδρες για τους χώρους συνάθροισης- αποτελεί την ελάχιστη δυνατή παρέμβαση για την αξιοποίησή της και αφήνει το ίδιο το ακανόνιστο να δημιουργήσει τις συνθήκες ενός τόπου προσευχής, έκστασης και λατρείας.