Δ081.20 | Τέχνη & Πόλεμος: Κέντρο Πολιτισμού στο ναυτικό οχυρό Πέρδικας στην Αίγινα

 
Διπλωματική εργασία: Τέχνη & Πόλεμος: Κέντρο Πολιτισμού στο ναυτικό οχυρό Πέρδικας στην Αίγινα
Φοιτήτριες: Λουλάκη Μαρία-Εμμανουέλα & Μανίκα Μαρία-Ελένη
Επιβλέπων: Τσακαλάκης Δημήτριος
Σχολή: Πολυτεχνείο Κρήτης, 2020
 


 
Η παρούσα διπλωματική εργασία στοχεύει στη δημιουργία ενός κέντρου τέχνης και πολιτισμού στην περιοχή του νοτίου ναυτικού οχυρού του Μεσοπολέμου που βρίσκεται στην Πέρδικα της Αίγινας. Διατηρώντας την υπάρχουσα οχυρωματική υποδομή και την ιστορία της, δημιουργείται το εν λόγω κέντρο το οποίο περιλαμβάνει Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης αφιερωμένο στους καλλιτέχνες Γ. Μόραλη, Ν. Νικολάου και Χ. Καπράλο, χώρους εκδηλώσεων, εργαστηρίων, καθώς και σύμπλεγμα καταλυμάτων απευθυνόμενο σε καλλιτέχνες. Σκοπός είναι η ανάδειξη της όλης περιοχής σε ορόσημο ειρήνης και πολιτισμού. 
 


 
Η Αίγινα έχει αποτελέσει τόπο έμπνευσης πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ποιητές, συγγραφείς και εικαστικοί. Δόθηκε έμφαση στους εικαστικούς, οι οποίοι άφησαν σημαντικό έργο στην περιοχή, το οποίο δυστυχώς δε διαθέτει χώρο φιλοξενίας. 
 
Ο οικισμός της Πέρδικας βρίσκεται στα νότια του νησιού και αποτελείται από δύο χερσονήσους. Στη βόρεια βρίσκεται η κατοικημένη περιοχή η οποία συνδέεται μέσω μίας χωμάτινης παραλιακής διαδρομής με το ναυτικό οχυρό στη νότια χερσόνησο. Το ανάγλυφο της περιοχής είναι ήπιο στο βόρειο τμήμα και σβήνει προς τον όρμο της Πέρδικας, ενώ στη νότια πλευρά καταλήγει σε γκρεμό. Το έδαφος είναι άγονο και άνυδρο με ποώδη βλάστηση, με εξαίρεση ένα μικρό πευκώνα χαλεπούς πεύκης και ελάχιστα φυτεμένα αρμυρίκια στην παραλιακή διαδρομή. 
 
Οι αντιαεροπορικές ναυτικές βάσεις μελετήθηκαν αρχικά επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου το 1924, ωστόσο ξεκίνησαν να κατασκευάζονται στα μέσα της δεκαετίας του ‘30 επί Ιωάννη Μεταξά. Με την έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τα υφιστάμενα καταφύγια επεκτάθηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις και προστέθηκαν κάποια νεότερα κτίσματα. Με τη λήξη του πολέμου και την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων τα οχυρά σταδιακά απαξιώθηκαν, παραμένοντας εγκαταλελειμμένα τον τελευταίο μισό αιώνα. Πλέον είναι αποχαρακτηρισμένα και αποτελούν τον χώρο περιπάτου και εκτόνωσης των κατοίκων και των επισκεπτών της Πέρδικας. 
 


 
Μελετώντας τις οχυρώσεις της περιοχής, αυτές κατηγοριοποιήθηκαν σε υπόγειες και υπέργειες δομές. Χαρακτηριστικά δείγματα υπέργειων υποδομών αποτελούν το διπλό παρατηρητήριο που προσανατολίζεται προς το θαλάσσιο πέρασμα στο νότο, οι βοηθητικές κατασκευές διαφόρων χρήσεων (αποθήκες πυρομαχικών, μαγειρεία, κοιτώνες κ.α.), καθώς και μια σειρά από κυκλικά πυροβολεία στα οποία ήταν τοποθετημένα όπλα μεγάλου βεληνεκούς αποσπασμένα από το θωρηκτό “Λήμνος”. Τμήματα του ίδιου θωρηκτού όπως οι υδατοστεγείς πόρτες χρησιμοποιήθηκαν στις εισόδους των υπόγειων καταφυγίων. 
 
Στο εγκαταλελειμμένο πυροβολείο που βρίσκεται στο ακρωτήρι της περιοχής κατασκευάστηκε το 2003 η Camera Obscura στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού διεπιστημονικού φόρουμ “Φως / Εικόνα”. Πρόκειται για έναν κυλινδρικό φωτοστεγή θάλαμο -αρχέτυπο της φωτογραφικής μηχανής- σε σχέδια των αυστριακών καλλιτεχνών Gustav Deutch & Hanna Schimek μέσα στον οποίο προβάλλεται πανοραμικά η ανεστραμμένη εικόνα του περιβάλλοντος χώρου σε πάνελ. 
 
Όσον αφορά τα υπόγεια καταφύγια, η βασική τυπολογία που αναγνωρίστηκε και καταγράφηκε αποτελείται από μια διαμπερή σήραγγα περί τα 15 μ. η οποία οδηγεί σε έναν υπόγειο θάλαμο της τάξεως των 10 τ.μ. και χρησιμοποιούνταν κατά βάση ως πυριτιδαποθήκη και βληματαποθήκη. 
 


 
Μετουσιώνοντας την τελευταία τυπολογία με παράλληλο στόχο τη σύνδεση του οικισμού με το ναυτικό οχυρό, δημιουργήθηκε μια αυστηρή γραμμική χάραξη υπό τη μορφή ορύγματος. Η αυστηρότητα της χάραξης αυτής έχει και συμβολικό χαρακτήρα δεδομένου ότι το οχυρό είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με μια έντονα βίαιη περίοδο της ιστορίας, αυτή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Επί του άξονα του ορύγματος διαρθρώνονται οι βασικοί όγκοι του πολιτιστικού κέντρου, οι οποίοι έχουν υπόγεια πρόσβαση εντός και εκατέρωθεν της πορείας και προσανατολίζονται σε άμεση συνάφεια με τις υφιστάμενες δομές. Το κέντρο πολιτισμού αποτελείται από τρία επιμέρους συγκροτήματα· ένα μουσείο σύγχρονης τέχνη, το σύμπλεγμα του πολυχώρου με το καφέ/αναγνωστήριο και ένα συγκρότημα καταλυμάτων απευθυνόμενο σε καλλιτέχνες. Η μόνιμη συλλογή του μουσείου είναι αφιερωμένη στους καλλιτέχνες Γιάννη Μόραλη, Νίκο Νικολάου και Χρήστο Καπράλο, οι οποίοι έζησαν και δημιούργησαν στην Αίγινα, αφήνοντας μια μεγάλη παρακαταθήκη έργων χωρίς τον κατάλληλο χώρο έκθεσης. 
 


 
Η έναρξη της πορείας τοποθετήθηκε σε σημείο κομβικό για την περιοχή που συνενώνει τις υφιστάμενες παραλιακές διαδρομές με τη μοναδική πρόσβαση στην περιοχή μέσω αυτοκινήτου. Η είσοδος σηματοδοτείται μέσω του μοναδικού πευκώνα της περιοχής σε συνδυασμό με το πλάτωμα που δημιουργήθηκε. 
 
Η πορεία εντός του ορύγματος χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή κατάβαση του επισκέπτη εντός της γης αλλά και από τη διαδοχική εναλλαγή φωτός και σκοταδιού με τη κατάλληλη χρήση σκιάστρων, συμβολίζοντας παράλληλα το πέρασμα στην ιστορία και την έξοδο στο φως. Έντονη είναι η αντίθεση στην αντίληψη της κλίμακας όταν ο επισκέπτης βρίσκεται εντός και εκτός του ορύγματος. Εξωτερικά τα τείχη είναι χαμηλά, κοντά στην ανθρώπινη κλίμακα και δυσδιάκριτα από μακρινή απόσταση, ενώ στο εσωτερικό τους υψώνονται επιβλητικά δίνοντας την αίσθηση της βύθισης. 
 
Έχοντας διασχίσει αρκετά μέτρα εντός του ορύγματος και ευρισκόμενος πλέον στο πρώτο άνοιγμα προς το αίθριο του μουσείου, ο επισκέπτης έχει αισθανθεί το πέρασμα από το σκότος του πολέμου στο φως την τέχνης. 

 




 

Το αίθριο του μουσείου σύγχρονης τέχνης αποτελεί την αφετηρία και τη λήξη μιας πορείας η οποία το συναντά σε διαφορετικά επίπεδα. Στην απόληξη του πρώτου εκθεσιακού χώρου του μουσείου ξεκινάει μια ράμπα ανάβασης πλάτους 6 μέτρων η οποία διαπερνά κάθετα το όρυγμα και εισέρχεται στο δεύτερο εκθεσιακό χώρο. Το όριο μεταξύ τη ράμπας και του υπόλοιπου χώρου είναι διάτρητο ώστε να επιτρέπει την άμεση οπτική επαφή των χώρων και τη συνομιλία των εκθεμάτων. 

 



 

Ο δεύτερος εκθεσιακός χώρος σχεδιάστηκε με μεγαλύτερο εσωτερικό ύψος ώστε να παραλάβει μία σειρά γλυπτών μεγάλων διαστάσεων του Καπράλου. Η ράμπα περικυκλώνει τα εν λόγω εκθέματα ώστε να ευνοεί την παρατήρησή τους από όλες τις οπτικές γωνίες. 

 



 

Αναγνωρίζοντας την υλικότητα των υφιστάμενων υποδομών, επιλέχθηκαν υλικά τα οποία εντάσσονται και συνομιλούν με τον περιβάλλοντα χώρο. Το ανεπίχριστο οπλισμένο σκυρόδεμα και τα εμφανή μεταλλικά στοιχεία δομούν τους βασικούς όγκους των κτηρίων αλλά και το όρυγμα, ενώ οι εσωτερικοί χώροι σχεδιάστηκαν με χρήση ξύλου αντίστοιχου με εκείνο των γλυπτών που φιλοξενούνται στη μόνιμη συλλογή του μουσείου. 

 

Όσον αφορά τα ανοίγματα των χώρων, αυτά είναι αρκετά περιορισμένα στους όγκους του μουσείου, το οποίο είναι στο μεγαλύτερο μέρος του υπόσκαφο κατ’ αναλογία των υπόγειων καταφυγίων της περιοχής και προσαρμοσμένο στο ανάγλυφο του τοπίου. Εν αντιθέσει, οι νέες υπέργειες υποδομές νότια της περιοχής μελέτης (πολυχώρος, καφέ/αναγνωστήριο, καταλύματα) αποκτούν υαλοστάσια ανοιγόμενα στη θέα ακολουθώντας τη λογική των κοντινών παρατηρητηρίων.

 

Όλοι οι χώροι και οι προσβάσεις του κέντρου πολιτισμού είναι σχεδιασμένοι με τις κατάλληλες κλίσεις ραμπών, τη χρήση ανελκυστήρων και τηρώντας τις κατά νόμο ορισμένες προδιαγραφές ώστε να είναι προσβάσιμοι σε ΑμεΑ. 

 



 

Προχωρώντας ο επισκέπτης στο όρυγμα και φτάνοντας προς το τέλος του, συναντάει το σύμπλεγμα του πολυχώρου με το καφέ/αναγνωστήριο έχοντας πλέον βρεθεί και πάλι στη στάθμη του εξωτερικού εδάφους. 

 



 

Αμφότεροι οι όγκοι του καφέ/αναγνωστηρίου και του πολυχώρου αποτελούνται από ένα εσωτερικό και ένα υπαίθριο τμήμα, τα οποία ενώνονται με μία ευθύγραμμη πορεία η οποία διαπερνά το όρυγμα. Η χρήση του μεταλλικού σκελετού ευνοεί τα μεγάλα ανοίγματα ώστε ο πολυχώρος να είναι ανοιχτός σε διάφορες χρήσεις. Τα ίδια μεταλλικά υποστυλώματα οριοθετούν την πορεία κίνησης στους δύο χώρους. 

 

Το καφέ διαρθρώνεται σε δύο επίπεδα με διαφορά στάθμης ενός μέτρου έτσι ώστε όλοι οι επισκέπτες να έχουν πρόσβαση στη θέα. Τα τραπέζια έχουν σχεδιαστεί σε ενότητες, το καθένα εξ’ αυτών εκατέρωθεν ενός βιβλιοστασίου ώστε να ευνοείται η διττή λειτουργία του χώρου ως αναγνωστήριο. 

 

Η απόληξη της πορείας του ορύγματος σηματοδοτεί και το τελικό άνοιγμα στο φως, σχηματίζοντας μια πλατφόρμα η οποία φαίνεται να αιωρείται πάνω από το γκρεμό και ανοίγεται προς το πέλαγος, δίνοντας την αίσθηση της κάθαρσης. 

 



 

Τελευταία ενότητα του κέντρου πολιτισμού αποτελούν τα καταλύματα των καλλιτεχνών τα οποία θα διατίθενται στους καλλιτέχνες άνευ αντιτίμου για περιορισμένο χρονικό διάστημα ώστε να μπορούν να διαμείνουν και να δημιουργήσουν μέσα σε αυτά, ανταποδίδοντας μέσω της οργάνωσης μιας σειράς εργαστηρίων απευθυνόμενα στο κοινό. Ταυτόχρονα, τους δίνεται η δυνατότητα να εκθέτουν τα έργα τους στους εξωτερικούς ή εσωτερικούς χώρους εκθέσεων του κέντρου πολιτισμού. 

 

Επί της πορείας που οδηγεί στα καταλύματα δημιουργείται ξανά ένα σκληρό όριο με τη μορφή τείχους, σε συνομιλία με τη χάραξη του ορύγματος, το οποίο συνενώνει τις εισόδους των καταλυμάτων και ταυτόχρονα τα αποκόπτει από την κίνηση έτσι ώστε να προσφέρει στους καλλιτέχνες την απαιτούμενη ηρεμία και ιδιωτικότητα. 

 




 

Δημιουργήθηκαν δύο τυπολογίες καταλυμάτων στις οποίες ένας ημιυπαίθριος χώρος ενώνει και ταυτόχρονα απομονώνει ένα χώρο διαμονής και ένα χώρο έμπνευσης και δημιουργίας. Οι διαφορετικές τυπολογίες αξιοποιήθηκαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να ευνοείται η ομαλή ένταξή τους στο ανάγλυφο. 

 



 

Τέλος, σχεδιάστηκε μία σειρά διαδρομών στην περιοχή του ναυτικού οχυρού οι οποίες εν πολλοίς βασίζονται στις υφιστάμενες, συνενώνοντας τα καταφύγια και τις οχυρώσεις σε ένα ενιαίο δίκτυο. Μία σειρά χώρων στάσης σχεδιάστηκε στα σημεία ενδιαφέροντος, με βασικούς κόμβους την είσοδο του ορύγματος, την Camera Obscura και το διπλό παρατηρητήριο. 

 

Η τελευταία σχεδιαστική κίνηση ήταν η συνένωση της σειράς των κυκλικών πυροβολείων, τα οποία διαμορφώνονται και επαναχρησιμοποιούνται ως υπαίθριες γλυπτοθήκες, θέλοντας έτσι με συμβολική διάθεση να πληρωθεί κάθε θέση όπλου με ένα έργο τέχνης. 

 

Αντί επιλόγου:

 

Επιλέγοντας να δημιουργήσουμε ένα κέντρο τέχνης και πολιτισμού σε μια περιοχή χαρακτηρισμένη από τις μνήμες του πολέμου, επιθυμούμε να τονίσουμε τη σημασία και την αναγκαιότητα της τέχνης και της παιδείας εν γένει σαν μέσο αποτροπής της βίας, του φασισμού και εν τέλει του πολέμου αυτού καθ’ εαυτόν. 

 

“A painting cannot stop a bullet, but it can stop the shooting hand” 

 

https://vimeo.com/517616706