Διπλωματική εργασία: “Το νησί”: Αναζητώντας το χαμένο κέντρο του
πολιτισμού
Φοιτήτριες: Ισμήνη Παπαϊωάννου,
Ιωάννα Δημάκη
Επιβλέποντες: Π.
Τουρνικιώτης, Α. Βοζάνη
Σχολή: ΕΜΠ, 2020
Η παρούσα
διπλωματική εργασία αναζητεί ένα νέο μοντέλο εμπειρίας της πόλης, που διερευνά τη
συνέχεια μεταξύ κτιριακής δομής και δημοσίου χώρου. Τα μεταξύ τους όρια
θολώνουν και διαπλέκονται σε ένα νέο χαλί, ένα μωσαϊκό δημόσιου βιώματος. Το
δημόσιο πεδίο αντιμετωπίζεται ως ένα ενιαίο αστικό κενό, και αναζητώνται οι
νέοι κανόνες που θα υφάνουν τη συνέχεια του.
Επιλέγεται η περιοχή μελέτης που ορίζεται
από τις οδούς Βασιλίσσης Σοφίας, Βασιλέως Κωνσταντίνου, Ριζάρη, Βασιλέως
Γεωργίου και Ρηγίλλης.
Παρουσιάζει μεγάλο ποσοστό
αδόμητου χώρου, ενώ παράλληλα συγκεντρώνει αρκετά από τα δημόσια κτίρια
πολιτιστικού ενδιαφέροντος της πόλης. Σαρόγλειο Μέγαρο, Ωδείο Αθηνών, Εθνικό
Ίδρυμα Ερευνών, Βυζαντινό και Πολεμικό Μουσείο, Εθνική Πινακοθήκη. Συνεπώς, κρίνεται
ιδανικό πεδίο εφαρμογής της διερεύνησης των ορίων και της συνέχειας μεταξύ
κτιριακής δομής και δημόσιου χώρου.
Κρίνοντας από την έκταση του πεδίου, αλλά και από τη βαρύτητα των
δημόσιων κτιρίων που περιέχει, θα μπορούσε να αποτελεί πολιτιστικό πυρήνα για
το κέντρο της Αθήνας. Αυτό όμως, δε συμβαίνει σήμερα. Μοιάζει σαν ‘νησί’
αποκομμένο από το αστικό αρχιπέλαγος, το οποίο μάλιστα είναι και το ίδιο
κατακερματισμένο σε επιμέρους ‘νησιά’. Απουσιάζει η συνοχή και η ενότητα που
χρειάζεται ώστε να μπορεί να βιωθεί ως ενεργός δημόσιος χώρος.
Στην κλίμακα της πόλης διαβάζουμε αντίστοιχα
κενά. Μεγάλα τμήματα αδόμητου χώρου στον
πυκνό αστικό ιστό. Ο λόφος του Λυκαβηττού, της Ακρόπολης, ο Εθνικός Κήπος και
το Ζάππειο, ο λόφος του Αρδηττού, το Άλσος Παγκρατίου, το Άλσος Ιλισίων με την
Πανεπιστημιούπολη είναι μερικά από τα ‘νησιά’ που βρίσκονται σε ακτίνα έως ενός
χιλιομέτρου από το επονομαζόμενο ‘νησί’.
Το Νησί σήμερα είναι κατακερματισμένο πεδίο
στην Αθήνα. Κτίρια διαφορετικών χρονολογιών, σχεδίων και προθέσεων καθώς και
υπολείμματα ελεύθερου χώρου, όχι πάντα προσβάσιμου στο ευρύ κοινό συστήνουν την
υφιστάμενη κατάσταση.
Από το 19ο αιώνα, όταν η περιοχή δομείται για πρώτη
φορά, συγκροτείται προσθετικά ένα collage
θραυσμάτων, το οποίο καταλήγει στην υφιστάμενη κατάσταση του πεδίου. Από τη
Βίλα Ιλίσια (σημερινό Βυζαντινό Μουσείο), στη Ριζάρειο εκκλησιαστική σχολή, και
το ναό του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Νικολάου Ρηγίλλης, στο Σαρόγλειο Μέγαρο.
Αρκετά αργότερα χτίζεται και το ξενοδοχείο Χίλτον. Ήδη από τα μέσα του 20ού
αιώνα, οικοδομείται το όραμα ενός πνευματικού κέντρου για την πόλη, στη
συγκεκριμένη περιοχή. Από τα σχέδια αυτού όμως, υλοποιείται μόνο το Ωδείο Αθηνών.
Στη συνέχεια, ολοκληρώνονται τα κτίρια του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, του
Πολεμικό Μουσείου και της Εθνική Πινακοθήκης. Τη δεκαετία του ’80 φθίνει η ιδέα
του Πνευματικού Κέντρου, ενώ τα επιμέρους κτίρια και οι υπαίθριοι χώροι
αναπτύσσονται ανεξάρτητα και άνευ σχεδίου. Μετά το 2000, ανοίγει το metro στον Ευαγγελισμό και το Polis Park, ξεκινά η επέκταση της Πινακοθήκης, που δεν έχει ακόμα
ολοκληρωθεί και διαμορφώνεται το πάρκο Ριζάρη, και ο αρχαιολογικός χώρος του
Λυκείου του Αριστοτέλη. Σήμερα, δύσκολα μπορεί να διακρίνει κανείς τις
προθέσεις που διαρθρώνουν το δαιδαλώδες του πεδίου.
Έπειτα από την καταγραφή και ανάλυση της
υφιστάμενης κατάστασης της περιοχής μελέτης, προέκυψαν κάποιες παρατηρήσεις, καθοριστικές
για τον επανασχεδιασμό του νησιού. Εύκολα κανείς αντιλαμβάνεται τη δυσκολία
πρόσβασης στο πεδίο. Περιμετρικά και εσωτερικά όρια εμποδίζουν την ελεύθερη ροή
των κινήσεων. Οι ροές είναι περιορισμένες, ενώ δεν επιτρέπεται η ελεύθερη
κίνηση στους πράσινους χώρους των επιμέρους τμημάτων. Η κατάσταση αυτή
οφείλεται στον κατακερματισμό του πεδίου σε διαφορετικές ιδιοκτησίες και στην
απουσία συνολικού σχεδιασμού. Κάθε τμήμα ανήκει σε άλλο φορέα του δημοσίου ή σε
κάποιον ιδιώτη, ενώ παράλληλα ορίζει τη δική του οριοθέτηση, πρόσβαση και
ωράριο λειτουργίας. Παράλληλα, το πράσινο δεν αποτελεί τμήμα του ευρύτερου
σχεδιασμού της περιοχής. Η τοποθέτηση είναι τυχαία. Δε συμβάλει στην κατεύθυνση
του βλέμματος ή των ροών της κίνησης.
Έτσι, πρόθεση μας έγινε η ανάγνωση του πεδίου ως ενιαίου αστικού
κενού, γεφυρώνοντας τις ασυνέχειες του. Τα όρια τόσο περιμετρικά, όσο και
εσωτερικά του νησιού αναιρούνται. Παράλληλα, δημιουργείται μία νέα ύφανση ελεύθερων
κινήσεων με διαφορετικές εντάσεις και γεωμετρίες ανάλογα με τη σημασία τους στη
λειτουργία του χώρου. Σε αυτή την πλέξη έρχονται να προστεθούν σημεία στάσεων, μεταξύ
των οποίων και τα υφιστάμενα κτίρια του νησιού.
Στην προσπάθεια να επιτευχθεί η συνέχεια στο
σύνολο του πεδίου, αναζητούνται τρόποι ενοποίησης. Γίνονται πειραματισμοί πάνω σε μοτίβα και διαφορετικές
ιεραρχήσεις που αν προβληθούν στο δημόσιο χώρο της πόλης συστήνουν μία νέα
γλώσσα. Τα μοτίβα συσχετίζονται με τα υφιστάμενα κέντρα, τις ροές και τις υφές
του νησιού. Σταδιακά το
πεδίο αποκτά το δικό του χαλί – μωσαϊκό λαμβάνοντας παράλληλα υπόψιν και τις
χαράξεις της πόλης. Αυτές θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη σύνδεση του νησιού με
το υπόλοιπο αθηναϊκό αρχιπέλαγος.
Η Β. Σοφίας -προεκτεινόμενη βρίσκει τον Παρθενώνα- συνεχίζει τον
κάναβο της πόλης και αποτελεί βασική
αναφορά για την οργάνωση του νησιού μέχρι στιγμής. Το Πολεμικό Μουσείο καθώς
και το Ωδείο Αθηνών είναι προσανατολισμένα βάσει αυτής, ενώ η στροφή της κατεύθυνσης
της, στο ύψος του Σαρόγλειου, δημιουργεί έντονη κατεύθυνση εισόδου στο πάρκο. Ο
Λυκαβηττός από την άλλη είναι κύριο σημείο φυγής από οποιοδήποτε σημείο του
πεδίου. Η Βίλα Ιλίσια όταν χτίστηκε στράφηκε
προς αυτόν, αγνοώντας την μετέπειτα εξέλιξη και οργάνωση της πόλης. Μέσα από αυτή τη
διαδικασία ανασύρονται
οι κανόνες μιας νέας ιεράρχησης ώστε να συντεθεί το νέο πλέγμα που θα
συγκροτήσει και θα ενοποιήσει το πεδίο.
Τα
όρια τόσο περιμετρικά όσο και εσωτερικά αναιρούνται. Ως προς τους περιμετρικούς
άξονες του πεδίου η Β. Σοφίας διατηρείται ως το αυστηρό όριο – μέτωπο.
Σε διαφορετική λογική, η Β. Κωνσταντίνου πέφτει σε κυκλοφορία. Οι τρεις λωρίδες
σε κάθε κατεύθυνση γίνονται δύο, ενώ στο κέντρο προστίθεται μία φαρδιά νησίδα δέκα
μέτρων με πυκνή φύτευση. Έτσι, επιτυγχάνεται η οπτική ενοποίηση του νησιού και η
συνέχεια προς την απέναντι πλευρά της γειτονιάς.
Βασική χειρονομία για να μπορεί κανείς να αντιληφθεί το νησί ως ενιαίο είναι η
διακοπή της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων στην οδό Ριζάρη. Η διέλευση στα ΜΜΜ επιτρέπεται,
όπως και στα αυτοκίνητα που θέλουν να επισκεφθούν το υπόγειο πάρκινγκ. Αυτή
η πρόθεση ενοποίησης έχει παρατηρηθεί
ήδη σε όλες τις προηγούμενες μελέτες για την περιοχή.
Όσον αφορά το εσωτερικό του νησιού, δίνεται η δυνατότητα μιας νέας διαγώνιας
σύνδεσης της Β. Σοφίας και Β. Κωνσταντίνου. Αυτή παραλαμβάνει τη ροή από το
κέντρο της Αθήνας και την κατεβάζει στο
εσωτερικό του πεδίου. Εκεί δημιουργείται το κέντρο – η νέα πλατεία του Νησιού.
Η τομή του νησιού λύνεται με μία διπλή διαχείριση του τοπίου. Ένα
επίπεδο έρχεται να συνεχίσει τον πάνω κόσμο και να τον προβάλει στον κάτω. Παράλληλα,
το φυσικό τοπίο, από την πλευρά της γειτονιάς, συνομιλεί με το τεχνητό μέσω
ενός κεκλιμένου επιπέδου.
Στο
εσωτερικό του νησιού, διατηρούνται τα υπάρχοντα κελύφη με τις υφιστάμενες χρήσεις
τους. Τα μουσεία με τα θέατρα και τις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Οι εκπαιδευτικές
διαδικασίες και οι βιβλιοθήκες στο Ωδείο και το Ίδρυμα Ερευνών. Τα καφέ –
εστιατόρια στο εσωτερικό των κτιρίων. Το μετρό για την καλύτερη πρόσβαση στην
περιοχή. Στο νέο κέντρο δημιουργείται ένα ευέλικτο μοντέλο πολιτιστικού χώρου
με μίξη των παραπάνω χρήσεων. Ένας χώρος προσαρμοσμένος στις ανάγκες της
καθημερινότητας.
Το νέο χαλί, που έρχεται να ενισχύσει την ενοποίηση του νησιού, είναι
ένα μωσαϊκό από σκληρές και μαλακές επιφάνειες. Υφιστάμενα δέντρα διατηρούνται
και προστίθενται νέα δημιουργώντας ένα δίκτυο που εντείνει τις νέες κινήσεις
και φυγές. Στην υφιστάμενη κατάσταση φαίνεται η έλλειψη συνοχής λόγω του αποσπασματικού
σχεδιασμού των διαφορετικών τμημάτων. Η υφιστάμενη κατάσταση διατηρείται σε
σημεία, ενώ εισάγονται νέα υλικά. Παλιά και καινούργια μπλέκονται για να υφάνουν
τη νέα σύνθεση. Μέρος των υφάνσεων είναι και το φυσικό στοιχείο του νερού, που
εμφανίζεται ως γραμμική χάραξη και τονίζει διαφορετικές πορείες.
Η
τομή, σαν εργαλείο, αποτέλεσε βασική πρόθεση για τη διαχείριση του ιδιαίτερου
ανάγλυφου του πεδίου. Στο κομμάτι της πλατείας εντείνεται η αίσθηση της
τομής. Η πόλη από την πλευρά της Β. Σοφίας επεκτείνεται και η πλατεία γίνεται η
απόληξη της. Σε αντίστιξη, το
πάρκο, από την πλευρά της Β. Κωνσταντίνου, ανεβαίνει για να συναντήσει την
πόλη. Οι δύο κόσμοι συνδέονται μέσα από ένα κεκλιμένο πρανές.
Η πλατεία γίνεται στρώση στην τομή της πόλης, ενώ παράλληλα
συσχετίζει την πόλη με τη γειτονιά. Πάνω περιηγητές, κάτοικοι της περιοχής,
επισκέπτες των μουσείων και από κάτω οι ίδιοι σε μια πιο οργανωμένη δομή
στεγασμένου δημόσιου χώρου. Η πλατεία γίνεται ένα μπαλκόνι για το νησί, ενώ
παράλληλα είναι και η ίδια αντικείμενο θέασης από το πάρκο και τους γύρω
χώρους. Είναι η ‘σκηνή’ στην οποία διαδραματίζεται η δημόσια ζωή του νησιού.
Φόντο αυτής της σκηνής, τα μουσεία, οι όψεις των πολυκατοικιών, ο λόφος του
Λυκαβηττού, ο Υμηττός, τα ψηλά κτίρια της Αθήνας, το σύνολο της πόλης.
Το κενό λειτουργεί ως ενοποιητικό στοιχείο
μεταξύ του πλατώματος, του κεκλιμένου πρανούς και της υφιστάμενης κατάστασης
του πεδίου. Μεταφράζεται ως μία τομή, η οποία ξεκινά ως σκάψιμο στον
αρχαιολογικό, συνεχίζει ανάμεσα στο Βυζαντινό μουσείο και το πρανές, και περνά
κάτω από την πλατεία ως δημόσια στοά, με απόληξη το πάρκο. Πρόκειται για μία
τομή στο χώρο και στο χρόνο. Με την ίδια οπτική, γίνεται ένας συνδυασμός παλιών
και νέων υλικών στο σύνολο του πεδίου. Αρκετά από τα υλικά που προτείνονται τα
βρίσκουμε ήδη σε σημεία του πάρκου. Διάφορα είδη μαρμάρου, χυτών υλικών και
χώματος μπλέκονται με τα νέες υφές.
Κάτω
από την πλατεία η δημόσια ζωή στεγάζεται. Στα υφιστάμενα κελύφη συναντώνται πολιτιστικές
χρήσεις, αλλά δεν υπάρχουν στιγμές της καθημερινής ζωής. Ο νέος χώρος προσδίδει
την ευελιξία που απουσιάζει από τους παγωμένους χώρους των μουσείων. Σε
ένα νησί, επαναπροσδιορισμένο στο σήμερα, ο δημόσιος χώρος παρέχει ελευθερία.
Έτσι, η πλατεία και ο χώρος που στεγάζει, δίνουν την ευελιξία που λείπει από τα
δημόσια κελύφη του νησιού και προτείνουν εναλλακτικές χρήσεις του χώρου. Συνδυάζουν ποικίλα σενάρια, που μπορεί
να αφορούν διαφορετικές ομάδες
ατόμων, και διαφορετικές στιγμές της καθημερινότητας.
Με το
ίδιο πνεύμα αντιμετωπίζεται το σύνολο του νησιού, καθώς η παρούσα πρόταση είναι
απλώς μία στιγμή μέσα στο χρόνο. Μεταβαλλόμενα στοιχεία θα μπορούσαν να διασπείρονται
σε όλο το πάρκο, τόσο κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου, κάτι το οποίο θα
μπορούσε και να συμβάλλει στη βιωματική διαδικασία της νέας κατάστασης, όσο
και στη συνέχεια. Το νησί είναι ένα
δημόσιο πεδίο που προσαρμόζεται και μεταβάλλεται μέσα από τις ανάγκες της
καθημερινότητας. Ένα σύνολο θραυσμάτων που καλείται να επαναπροσδιορίσει την
ταυτότητα του ως τέτοιο, ως ενοποιημένο -αλλά και- αποσπασματικό πολιτιστικό
νησί.