Δ079.19 | «ΕΡΕΙΠΙΟ | ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ | ΠΡΟΣΘΗΚΗ»


Διπλωματική εργασία: «ΕΡΕΙΠΙΟ | ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ | ΠΡΟΣΘΗΚΗ»
Φοιτήτρια: Ηλέκτρα Λυκούδη
Επιβλέπων καθηγητής: Γιάννης Αίσωπος
Σχολή: Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2019




Το παρακάτω project τοποθετείται σε ένα από τα πιο γνωστά παραλιακά προάστια της Αθήνας, την Γλυφάδα. Συγκεκριμένα, η περιοχή μελέτης ορίζεται από την περιοχή των Αστεριών Γλυφάδας, ένα από τα γνωστότερα ξενοδοχειακά συγκροτήματα της δεκαετίας του 60 και 70.

Το συγκρότημα αυτό, εγκαταλελειμμένο από το 1990 έως και σήμερα, παραμένει ένα από τα πιο ειδυλλιακά σημεία της αθηναϊκής Ριβιέρας. Η ανακαίνιση και αποκατάσταση του έχει δρομολογηθεί και ορίζεται ως η μετατροπή των Αστεριών Γλυφάδας σε υπερπολυτελής ξενοδοχειακές μονάδες 5 αστέρων.




Η παρέμβαση μου σέβεται την επικείμενη ανακαίνιση των φημισμένων bungalows και προσπαθεί να συνυπάρξει με αυτήν δημιουργώντας μια δημόσια κίνηση ανάμεσα στους δυο λόφους του ακρωτηρίου. Στόχος είναι η συνύπαρξη μιας νέας δημόσιας promenade, με την άκρως ιδιωτική ανάπλαση των ξενοδοχειακών μονάδων.




Παρόλο που η διαδρομή αυτή αναπτύσσεται ανάμεσα στους δυο λόφους και συνεπώς δεν βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με την ακτή και την θάλασσα, πάρα μόνο στην κατάληξη της,  η ανάγκη διατήρησης της έννοιας του παράκτιου μετώπου ακόμα και στο εσωτερικό διατηρείται, με επαναλαμβανόμενα τεχνητά κανάλια νερού κατά μήκος όλης της κίνησης.




Πρόκειται για μια διαμήκης ευθεία που διαθλάται εκατέρωθεν δημιουργώντας είτε νέους διαμορφωμένους χώρους πρασίνου, είτε εναλλακτικές πορείες εξερεύνησης. Οι τελευταίες, έχουν ως αναφορά τα εγκαταλελειμμένα κελύφη των μοντερνιστικώνbungalows. Τρία ερείπια «προστατεύονται» από την επερχόμενη ανακαίνιση τους και διατηρούνται ως έχουν, αφήνοντας τον χρόνο να τους δίνει μορφή. Το έκθεμα – ερείπιο παραμένει στην πρωτότυπη θέση του και ο χρόνος αφήνεται να κυλάει επάνω του. Πρόκειται για μια διαδρομή χωρίς χρονικές παύσεις αλλά με χωρικές στάσεις. Μια διαδρομή που αφήνει το έκθεμα να εξελίσσεται στο χρόνο. Εκεί άλλωστε θα μπορούσαμε να πούμε πως εγγράφεται και η μοναδικότητα, καθώς καμία στιγμή του εκθέματος δεν είναι η ίδια με την προηγούμενη.




Τέλος, τοποθετημένο κάτω από τον λόφο αναπτύσσεται το κτηριακό πρόγραμμα της παρέμβασης. Πρόκειται για έναν χώρο έκθεσης, ωστόσο η βασική του λειτουργία είναι αυτή του εργαστηρίου. Ένας χώρος που θα φιλοξενεί συνεχώς διαφορετικές εκθέσεις αρχιτεκτονικής και τέχνης. Η διαφορά με το τυπικό μουσειακό πρότυπο, έγκειται στο ότι ο επισκέπτης δε μένει απλά παρατηρητής. Αντίθετα, του δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσει ο ίδιος αντίγραφο ενός έργου που εκτίθεται στο χώρο και που ο ίδιος επιλέγει.




Διαμορφώνονται έτσι, ειδικοί χώροι με μεγάλους πάγκους εργασίας και παροχές μηχανημάτων, διατίθενται υλικά, εργαλεία και διαφόρων ειδών αντικείμενα, ώστε ο επισκέπτης να γίνει δημιουργός του προσωπικού του σουβενίρ.

Οι χώροι του εργαστηρίου συνιστούν βυθισμένα τμήματα του -κατά τ’ άλλα- ενιαίου δαπέδου. Ως αποτέλεσμα, ο επισκέπτης – δημιουργός, μετατρέπεται ο ίδιος σε έκθεμα και στέκεται έναντι των υπόλοιπων επισκεπτών, οι οποίοι μπορούν να θαυμάσουν την διαδικασία παραγωγής των προσωπικών σουβενίρ.




Συνοψίζοντας, το project αποτελεί μια ανάπλαση του τοπίου στην μελετώμενη περιοχή, αποδεχόμενο τόσο κάθε μελλοντική ενέργεια στο ακρωτήρι, όσο και κάθε υπάρχουσα αυστηρά ιδιωτική χρήση. Παράλληλα, η περιοχή παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον ανάγλυφο στο οποίο δεν επιδιώκεται οποιαδήποτε έντονη παρέμβαση. Στο μεγαλύτερο κομμάτι της, η διαδρομή κινείται παράλληλα με την τοπογραφία, σχεδόν χαϊδεύοντας τις υψομετρίες, ενώ μοναδική εξαίρεση αποτελούν ορισμένα σημεία της διαδρομής. Εκεί, συναντάμε εγκάρσιες τομές στο έδαφος, προκειμένου να εξυπηρετηθούν ορισμένες σχεδιαστικές ανάγκες.




Αντιθέτως, κατοψικά η παρέμβαση δεν γίνεται ένα με την φύση. Επεμβαίνει σε αυτήν με μια έντονη αρχιτεκτονική χειρονομία. Άλλωστε, όπως δηλώνει και ο αρχιτέκτονας Ηλίας Ζέγγελης, η αρχιτεκτονική ως τεχνούργημα, βρίσκεται σε αντίθεση προς την φύση και οφείλει να επιβάλλεται σε αυτή, εμφανιζόμενη επι του εδάφους, με την μεγαλοπρεπή, εμβληματική και αδιαμφισβήτητη παρουσία της. Προς το σκοπό αυτό, μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει πως αναφύεται η ανάγκη για νέα πρότυπα που τροφοδοτούν μια νέα δυνητική οικολογία, μια οικολογία του σταθερού και του εν κινήσει, του μόνιμου και του φευγαλέου, του εντόπιου και του φιλοξενούμενου: πρότυπα που θα εγκαθιδρύσουν μια εμφαντική διασύνδεση με ενάρετες αντιθέσεις.