Δ084.20 | Μια Ιστορία Πύκνωσης


Διπλωματική εργασία: Μια Ιστορία Πύκνωσης
Φοιτητές: Γιάννης Γεωργακλής, Βαγγέλης Σταμπέλος, Άγγελος Χουλιαράς
Επιβλέποντες: Τάσης Παπαϊωάννου, Σταύρος Σταυρίδης
Σχολή: Ε.Μ.Π., 2020

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Θεωρούμε ότι η σύγκρουση και συμβίωση αστικών χρήσεων η οποία ξεπερνά την απλή παράθεση είναι παραγωγός κοινωνικής δημόσιας ζωής.  Η ιστορία πύκνωσης μοιάζει να στέκεται απέναντι από την εξατομικευμένη και βουβή πραγματικότητα. Αποτελεί μια παράλληλη πραγματικότητα ή ίσως ένα ουτοπικό σενάριο που αντιτάσσει σε αυτά τις φωνές της συλλογικής συμβίωσης.”

Η παρούσα εργασία επιχειρεί να αναδείξει την προβληματική της γενικευμένης ιδιώτευσης, να την στοχεύσει και εν τέλει να την ανατρέψει. Ερευνά αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές θεωρήσεις και συστήματα, που θέτουν το πεδίο για την κοινωνικοποίηση σε πρώτο επίπεδο και τη συλλογικοποιήση σε επόμενο. Σύγκρουση, συνύπαρξη και συλλογικοποίηση θεωρητικοποιούνται ως ένα μεθοδολογικό εργαλείο για την εργασία, με σκοπό εν τέλει τη συγκρότηση ενός συλλογικού βίου.

Φιλοδοξεί να περιγράψει μια παροχή με δημόσιο, συνολικό χαρακτήρα προσαρμοσμένη στη σύγχρονη Αθήνα, σκοπεύει στην αστική πύκνωση και τη δημόσια συμβίωση.

Προκειμένου να εκτεθεί και να αναπτυχθεί η αστική προβληματική επιβάλλεται μια αφετηρία: Η διαδικασία εκβιομηχάνισης. Ένα σύνολο προβληματικής που εμπεριέχει την κρίση της πόλης. Κρίση θεωρητική και πρακτική.

Η αποσυμπίεσή της την διαδέχεται και η παραδοσιακή βιομηχανική πόλη εγκαταλείπεται καθώς η γραμμή παραγωγής διασπάται σε επιμέρους τμήματα και διαχέεται στην περιφέρεια της πόλης. Το αποτέλεσμα της αλλαγής του προτύπου βιομηχανικής παραγωγής είναι η απότομη αποβιομηχάνιση του αστικού κέντρου, παράλληλα παραγωγή, κατανάλωση και κατοικία προαστικοποιούνται.

Έτσι, η απροσδιοριστία και η αβεβαιότητα που συνοδεύουν την υπερνεωτερική διαδικασία διάχυσης, σε συνδυασμό με τις αλλαγές στην οικονομία και τον προγραμματισμό της, έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην οργάνωση του άστεως. Η μεταφορά λειτουργιών έξω από τα όρια της πόλης δημιουργεί ενδιάμεσες αδρανείς ζώνες, αφήνοντας στον ιστό ένα τεράστιο απόθεμα εγκαταλελειμμένων, ανενεργών μονάδων.

Έτσι, ζώνες, αστικά κενά και κτίρια έτερα από τα καθαρά της δυτικής μητρόπολης παράγονται. Περιχαρακώνουν στο κενό εσωτερικό τους, μειονοτικές ομάδες, οι οποίες βρίσκουν καταφύγιο στο αφιλόξενο υλικό τους.

Ωστόσο εντοπίζονται και αντιπαραδειγματικοί σε αυτούς του κυρίαρχου παραδείγματος της ασάφειας, χώροι. Κοινωνικοί πυκνωτές δημόσιας ζωής οι οποίοι συμπυκνώνουν μεγάλη πληθώρα λειτουργιών σε μεταβαλλόμενους χώρους. Ως τέτοιοι θεωρούνται σίγουρα οι Πανεπιστημιακοί χώροι, σπουδαστικές Λέσχες όπως η Ίριδα, χώροι εργασίας που συνδυάζουν ψυχαγωγία και πολιτισμό όπως το Ρομάντσο, ελεύθερης πρόσβασης Αθλητικοί χώροι, όπως ο Πανελλήνιος και ημιυπαίθριες Αγορές όπως η Βαρβάκειος. Το Θέατρο Εμπρός είναι σαφώς ένας τέτοιος χώρος ο οποίος αποτέλεσε και το ερέθισμα εκπόνησης αυτής της διπλωματικής. Στο σώμα του φιλοξενεί ένα πολύ μεγάλο σύνολο αστικών λειτουργιών με καλλιτεχνικό, πολιτιστικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Αποτελεί έναν ελεύθερο χώρο όπου αναπτύσσονται δραστηριότητες που αποτυπώνουν την κουλτούρα, τις συλλογικές αξίες και τις επιθυμίες διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, και έτσι συντελείται ώσμωση κοινωνικών αντιθέσεων μέσω του προνομιακού πεδίου του ελεύθερου χρόνου.

Οι σχεδόν εμμονικές  προσωπικές αναζητήσεις για νέες συνθήκες αστικότητας βρήκαν το χώρο τους στο λευκό χαρτί και την Αθήνα. Η έλξη της εκφυλισμένης δημόσιας αστικής ζωής δεν είναι άλλη από μια ανάγκη αποδοχής του συνθήματος του Lefebvre για μια νέα προσέγγιση στην πόλη.  Η προβολή αρχικά, και ο σχεδιασμός τελικά, ξεχασμένων, προβληματικών, ή μάλλον καλύτερα λανθανόντων τόπων σίγουρα αποτελεί το τελικό μάθημα.

Επιλέγεται, έτσι, ως τόπος παρέμβασης το δυτικό τρίγωνο του ιστορικού κέντρου. Η μεγάλη συγκέντρωση λανθανόντων δυναμικών όπως: κενά κελύφη, αστικά κενά, πολυπολιτισμικότητα, συγκρουόμενες χρήσεις και κεντρική θέση στην πόλη, αποτελούν την υποδομή του σχεδιασμού.

Η επιλογή του θέματος τυπικά κατηγοριοποιείται σε μια άσκηση αποκατάστασης, προσθήκης και ένταξης. Υποκινείται από έναν φετιχισμό για λανθάνοντα εδάφη και αφετηρία για οραματισμό αστικών σεναρίων ζωής.

Φιλοδοξεί να περιγράψει μια παροχή με δημόσιο, συνολικό χαρακτήρα προσαρμοσμένη στη σύγχρονη Αθήνα, σκοπεύει στην αστική πύκνωση και τη δημόσια αστική συμβίωση.




ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΑΘΗΝΑ

Η παρούσα εργασία επιχειρεί να αναδείξει την προβληματική της γενικευμένης ιδιώτευσης, να την στοχεύσει και εν τέλει να την ανατρέψει. Ερευνά αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές θεωρήσεις και συστήματα, που θέτουν το πεδίο για την κοινωνικοποίηση σε πρώτο επίπεδο και τη συλλογικοποιήση σε επόμενο. Σύγκρουση, συνύπαρξη και πύκνωση θεωρητικοποιούνται ως ένα μεθοδολογικό εργαλείο για την εργασία, με σκοπό εν τέλει τη συγκρότηση ενός συλλογικού βίου.

Φιλοδοξεί να περιγράψει μια παροχή με δημόσιο, συνολικό χαρακτήρα προσαρμοσμένη στη σύγχρονη Αθήνα, σκοπεύει στην αστική πύκνωση και τη δημόσια συμβίωση.

Προκειμένου να εκτεθεί και να αναπτυχθεί η αστική προβληματική επιβάλλεται μια αφετηρία: Η διαδικασία εκβιομηχάνισης. Ένα σύνολο προβληματικής που εμπεριέχει την κρίση της πόλης. Κρίση θεωρητική και πρακτική.

Η αποσυμπίεσή της, την διαδέχεται και η παραδοσιακή βιομηχανική πόλη εγκαταλείπεται καθώς η γραμμή παραγωγής διασπάται σε επιμέρους τμήματα και διαχέεται στην περιφέρεια της πόλης. Το αποτέλεσμα της αλλαγής του προτύπου βιομηχανικής παραγωγής είναι η απότομη αποβιομηχάνιση του αστικού κέντρου, παράλληλα παραγωγή, κατανάλωση και κατοικία προαστικοποιούνται.

Έτσι, η απροσδιοριστία και η αβεβαιότητα που συνοδεύουν την υπερνεωτερική διαδικασία διάχυσης, σε συνδυασμό με τις αλλαγές στην οικονομία και τον προγραμματισμό της, έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην οργάνωση του άστεως. Η μεταφορά λειτουργιών έξω από τα όρια της πόλης δημιουργεί ενδιάμεσες αδρανείς ζώνες, αφήνοντας στον ιστό ένα τεράστιο απόθεμα εγκαταλελειμμένων, ανενεργών μονάδων.

Έτσι, ζώνες, αστικά κενά και κτίρια έτερα από τα καθαρά της δυτικής μητρόπολης παράγονται. Περιχαρακώνουν στο κενό εσωτερικό τους, μειονοτικές ομάδες, οι οποίες βρίσκουν καταφύγιο στο αφιλόξενο υλικό τους.

ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ VS ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΠΥΚΝΩΤΕΣ

Γίνεται μια προσπάθεια χαρτογράφησης τους. Junkspace, terrainvague, υπολειμματικοί χώροι. Ένα ατελείωτο ρεπερτόριο αστικών ασυνεχειών: εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά κέντρα, αδόμητα οικόπεδα, μη προσβάσιμοι ακάλυπτοι, κενοί χώροι, δύσκολα προσβάσιμα πάρκα, αρχαιολογικοί χώροι σε αναμονή, χώροι που προκύπτουν από την κατεδάφιση κτιρίων ή που την αναμένουν, χώροι περιφραγμένοι και ασαφείς εκατέρωθεν δικτύων.

Όμως, οι χώροι αυτοί, που δεν φιλοξενούν κάποια λειτουργία, οι χώροι που δεν χρησιμοποιούνται, δομημένοι ή αδόμητοι, είναι ενότητες και στοιχεία που συμμετέχουν στη διαμόρφωση της αστικής εικόνας και εμπειρίας. Τα αστικά κενά είναι ακριβώς το αποτέλεσμα των μετασχηματισμών της πόλης, σε επίπεδο δομής, λειτουργίας και επιθυμιών. Αν και μέρος της πόλης, το Κενό δεν είναι στοιχείο εύκολα προσδιορίσιμο, αναγνωρίσιμο και οικείο. Είναι αυτό που εκτός της λειτουργίας τού λείπει και η ταυτότητα. Είναι αδρανές. Αφιλόξενο. Αμήχανο. Σιωπηλό. Ξεχασμένο. Απόν. Είναι χώρος που φαίνεται να λείπει ο ρόλος και το νόημα. Μπορεί να είναι ενδιάμεσος, μεταβατικός, κλειστός, εγκλωβισμένος. Ή απλώς αυτός που περίσσεψε κατά τον κτιριακό σχεδιασμό.  Αυτός που δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο παρόν και μοιάζει να εκκρεμεί ανάμεσα στη μνήμη του παρελθόντος του και στις φημολογίες ενός οράματος.

Ο Ignaside Sola Morales συλλαμβάνει αυτές τις μετέωρες οντότητες των λανθανόντων χώρων ως  πεδίο διερεύνησης προκλητικά πρόσφορο. Τα “terrainsvague” είναι, άρα, πεδία πολλαπλών δυνατοτήτων. Η αρχιτεκτονική -με διάφορα μέσα- μπορεί να δραστηριοποιήσει έναν αδρανή χώρο και να τον ανακτήσει από τον κίνδυνο οριστικής αποκοπής του από τον αστικό ιστό. Ο εντοπισμός και η αξιοποίηση δυνητικών χαρακτηριστικών του πεδίου αλλά και ο πειραματισμός με νέα στοιχεία μπορεί να του προσδώσει ρόλο και ταυτότητα στο δίκτυο λειτουργιών της πόλης, μπορεί να επιτύχει την επανένταξή του στον ιστό της αλλά και στη δημόσια ζωή συνολικά.  Η απουσία προγράμματος και κατά συνέπεια χρήσης, μάς οδήγησε στην πειραματική χωροθέτηση λειτουργιών στο πεδίο τους.

Ενδεικτικά δοχεία εν αναμονής περιεχομένου, αποτελούνο αδρανής χώρος γύρω από το σταθμό Λαρίσης,το κλιμάκιο της πυροσβεστικής στη Σαρρή, μη προσβάσιμοι ακάλυπτοι, το Πρώην ΙΚΑ., το Μινιόν, το Αττικόν αλλά και πολλά άλλα.

Ωστόσο εντοπίζονται και αντιπαραδειγματικοί σε αυτούς του κυρίαρχου παραδείγματος της ασάφειας, χώροι. Κοινωνικοί πυκνωτές δημόσιας ζωής συμπυκνώνουν μεγάλη πληθώρα λειτουργιών σε μεταβαλλόμενους χώρους. Ως τέτοιοι θεωρούνται σίγουρα οι Πανεπιστημιακοί χώροι, σπουδαστικές Λέσχες όπως η Ίριδα, χώροι εργασίας που συνδυάζουν ψυχαγωγία και πολιτισμό όπως το Ρομάντσο, ελεύθερης πρόσβασης Αθλητικοί χώροι, όπως ο Πανελλήνιος και ημιυπαίθριες Αγορές, όπως η Βαρβάκειος. Το Θέατρο Εμπρός είναι σαφώς ένας τέτοιος χώρος, ο οποίος αποτέλεσε και το ερέθισμα εκπόνησης αυτής της διπλωματικής. Στο σώμα του φιλοξενεί ένα πολύ μεγάλο σύνολο αστικών λειτουργιών με καλλιτεχνικό, πολιτιστικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Αποτελεί έναν ελεύθερο χώρο όπου αναπτύσσονται δραστηριότητες που αποτυπώνουν την κουλτούρα, τις συλλογικές αξίες και τις επιθυμίες διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, και έτσι συντελείται ώσμωση κοινωνικών αντιθέσεων μέσω του προνομιακού πεδίου του ελεύθερου χρόνου. 

Συνεπώς, ο χάρτης γίνεται ως μια ταυτόχρονη αποτύπωση ασαφειών της αστικής δημόσιας ζωής αλλά και χώρων πύκνωσής της. Ο συνδυασμός ύπαρξης και των δύο παραπάνω ενοτήτων στο οικοδομικό τετράγωνο του Εμπρός μάς παρακίνησε στην επιλογή του ως το πεδίο μελέτης και πειραματισμού.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Ο σχεδιασμός και η αντιμετώπιση του αστικού τοπίου που θα ακολουθήσουν βασίστηκαν σε ένα θεωρητικό υπόβαθρο. Υπόβαθρο που προσπαθεί να δημιουργήσει ένα ιδεολογικό και μεθοδολογικό πλαίσιο. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα θεωρητικές αναφορές έχουν αποκολληθεί από τη μετέπειτα πρακτική έκφανση τους καθώς είτε αυτή δεν συμβαδίζει με τις θέσεις της ομάδας εργασίας ή ακόμα και με την ίδια τη θεωρία που φαινομενικά εξυπηρετεί.

Η αναζήτηση για συνθήκες που συγκροτούν τη σύγχρονη διάχυτη μητρόπολη οδήγησε στο Manhattan, στον κονστρουκτιβιστικό κοινωνικό πυκνωτή, στην αγορά των Αθηνών, στη Villette και την τοπιακή πολεοδομία. Ως βασικό εργαλείο ανάλυσης επιλέγεται το λειτουργικό πρόγραμμα των παραπάνω αναφορών και ο τρόπος οργάνωσης του. Το πυκνό κυρίως πολιτιστικό πρόγραμμα του κλαμπ, η οριζόντια οργάνωση του στη Villette και η συγκρουσιακή του συνύπαρξη στον ουρανοξύστη.

Ο Koolhaas στην κριτική του στις μοντερνιστικές αντιλήψεις για το μέλλον του αστικού τοπίου θα προτάξει το Μανχάταν. Μια πόλη που βασίζεται στο αστικό ντελίριο, στη συνύπαρξη, στις πολλαπλές προσεγγίσεις στη ζωή και στη καθημερινότητα, στο αστικό συμβάν. Αντίθετα με τις αυστηρές δυνάμεις για τακτοποίηση στην πόλη για εξυγίανση, προτάσσεται η συμφόρηση και ο έντονος προγραμματισμός.

Το αντικείμενο του σχεδιασμού μπορεί πλέον να είναι το πρόγραμμα και η αστική τοπογραφία να είναι η υποδομή για γεγονότα και διαδικασίες.  Οι αναφορές μας συνοψίζονται σε μια επιθυμία για μια γενικευμένη, διαφορετική, πρόσβαση στην πόλη. Ξεπερνώντας το μοντέλο της υπάρχουσας κατάστασης, στοχεύοντας σε πρώτο επίπεδο στην κοινωνικοποίηση και τελικά στη συλλογικοποιήση. Στο δικαίωμα στη πόλη. Η προσέγγιση είναι υποχρεωμένη να επαναπροσδιορίσει τις μορφές, τις λειτουργίες, τις δομές και τη σχέση των παραπάνω.

O Lefebvre αναφέρει πως η πόλη είναι η προβολή της κοινωνίας πάνω στο έδαφος. Το πεδίο της πόλης είναι σε μια αέναη υπό κατασκευή κατάσταση. Δράσεις, υποκείμενα, αντικείμενα, εμπειρίες, γεγονότα. Δεν υπάρχει ωστόσο έργο χωρίς μια ρυθμισμένη διαδοχή πράξεων όπου υλική και κοινωνική μορφολογία προβάλλονται στο έδαφος. Έτσι, από τη μία: η πόλη, πραγματικότητα απτή, άμεση, πρακτική και αρχιτεκτονικό δεδομένο και από την άλλη το αστικό, πραγματικότητα κοινωνική, άυλη, νοητική. Η δραστικότητα της πόλης, η ικανότητα του αστικού χώρου να αποτελεί υπόβαθρο καθημερινής ζωής δραστηριοτήτων, γεγονότων και νοημάτων ενσωματώνει και διαλύει κάθε αισθητική ματαιοδοξία.

Οι ομάδες, οι εθνότητες, οι ηλικίες, τα φύλα, οι αποκλεισμένοι από την πόλη, οι δραστηριότητες, οι εργασίες, που προβάλλονται χωριστά πάνω στο έδαφος. Η πόλη δεν αποτελεί ένα τυπολογικό ή μορφολογικό γεγονός. Αποτελεί τη χαοτική συσσώρευση δυνάμεων.

Ο Lefebvre  θα τονίσει την αποτυχία του μοντέρνου για συνοχή και συγκρότηση στην πόλη. Στην πολεοδομική αναπαράσταση ο όρος ζώνες συνεπάγεται με διαχωρισμό, στεγανοποίηση και εν τέλει σε χωροθετούμενα γκέττο. Γκέττο στο χώρο και στο χρόνο. Γκέττο κατοικίας, εργασίας, πολιτισμού. Γκέτο για απόβλητους της πόλης.

Ο ZygmuntBaumann Θα μιλήσει για τους κατ’ αυτόν απόβλητους της νεωτερικότητας. Απόβλητους του συστήματος. Θα διαχωρίσει τους όρους τουρίστας και πλάνητας. Σε ένα σύστημα που υποδέχεται με ευχαρίστηση το οικονομικό μοντέλο του τουρισμού αλλά είναι αφιλόξενο σε πληθυσμούς που κινούνται λόγω ανάγκης θα φανταστεί μια ουτοπία όπου δεν υπάρχουν λαθραίοι και απόβλητοι άνθρωποι.

Η διάχυτη πόλη αποτελεί γεγονός και οι δομές της τον τόπο σχεδιασμού. Η απόλυτη ιεράρχηση και απομόνωση λειτουργιών της φονξιοναλιστικής πρακτικής μπορούν να εγκαταλειφθούν. Η μέθοδος της διαστρωμάτωσης και της έντονης προγραμματικής πύκνωσης μοιάζουν να αποτελούν διέξοδο. Το πρόγραμμα, ελεύθερο να αλληλοκαλύπτεται στο χώρο και στο χρόνο προτείνει μια πόλη που επιτελεί παραπάνω από μια λειτουργία. Επομένως επιτυγχάνει παρουσία ανθρώπων διαφορετικές χρονικές στιγμές, σε κοινή υποδομή. Η παρουσία αυτή με τη σειρά της παράγει έντονη κοινωνικοποίηση, την ουσία κατά το Lefebvre της αστικοποίησης.

Οι άγραφες περιοχές του υπολείμματος του πολεοδομικού zoning και του ύστερου καπιταλιστικού συστήματος, αποτελούν πλέον οντότητα, διεκδικώντας θέση στην αρχιτεκτονική θεωρία και πρακτική.

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ

Αφού ορίστηκε η άρχουσα οπτική καθώς και το θεωρητικό υπόβαθρο υπό το πρίσμα των οποίων τοποθετούμαστε για την Αθήνα οφείλουμε να ειδικεύσουμε.

Η επιμονή της Αθήνας να ακροβατεί στο οξύμωρο μοντέλο περιγραφής της είναι θεμελιώδης: Ταυτόχρονα όμορφη και άσχημη, αποπνικτική και απελευθερωτική. Φαινομενικά είναι αδύνατον. Η κλισέ γεωγραφική θεώρηση για την πόλη, την τοποθετεί στο όριο. Η εξορθολογισμένη, μοντέρνα Δύση από τη μια, η συντηρητική, άναρχη Ανατολή από την άλλη. Κλισέ, ωστόσο μια προσέγγιση που εμπεριέχεται σε κάθε θεώρηση της πόλης και φωτίζει τη σκηνή συνολικά. Η εύστοχη περιγραφή της ΣΟΔΑ, λίγα χρόνια νωρίτερα, εμπεριέχει και τη διπλή της όψη: Ένα κακέκτυπο, μια στρεβλή εκδοχή επιτυχημένων μητροπόλεων από τη μια, ένα ηρωικό αντιπαράδειγμα από την άλλη. Στην προσπάθεια να ακολουθήσει τον δυτικότροπο μεγαλοαστισμό, εξέλιξε το δυτικό, μοντέρνο λεξιλόγιο σε μικρή και μεγάλη κλίμακα. . Στην υπερνεωτερική ματιά, οι δυνάμεις εξ Ανατολής δεν άφησαν ποτέ το εξορθολογισμένο λεξιλόγιο να υπερέχει. Η κερδοσκοπική, ελληνική πατέντα,  της οριζόντιας ιδιοκτησίας, το μικρό οικοδομικό τετράγωνο και περεταίρω κατακερματισμός του, διαλύουν όποια φιλόδοξη δυτική τακτοποίηση.

Ξεπερνώντας την αποτυχία εξορθολογισμού της πόλης διακρίνονται στοιχεία της σε επίπεδα κατά Lefebvre πόλης και αστικού.

Η επιφανειακή της και μακροσκοπική της ομοιογένεια είναι απατηλή. Ποτέ δεν προσπάθησε για συνοχή στη μορφή, ούτε στο περιεχόμενο. Η φαινομενική της αμορφία είναι ουσιαστικά αδυναμία αναγνώρισης και αποσαφήνισης μιας κυρίαρχης μορφής. Καθώς αυτή η αδυναμία εντείνεται, προκαλεί έντονη ανησυχία και τελικά αποστροφή, δικαιολογώντας δυτικές φωνές για μια δυστοπική πόλη. Ωστόσο η αμορφία της συνδυάζεται με ένα δυναμικό μωσαϊκό μορφής και προγράμματος.  Θεμελιώδες στοιχείο, δομική μονάδα της συνολικής μορφής, η αθηναϊκή πολυκατοικία η οποία αποτελεί υποδομή δημιουργίας ενός ανάγλυφου, μιας τεχνητής τοπογραφίας, στην οποία οργανώνεται η πόλη. Περισσότερο μια κοινωνική κατασκευή η οποία ακολουθεί τη διπλή όψη της πόλης που τη γέννησε. Από τη μια είναι μια γρήγορη και αποτελεσματική στέγαση σε μεγάλο μέρος του νεοαστικού πληθυσμού, από την άλλη μια έντονη κοινωνική διαστρωμάτωση. Η κερδοσκοπική προσέγγιση στο σχεδιασμό, απομόνωσε και κατηγοριοποίησε σε επίπεδα. Aποτελεί έναν μηχανισμό εξατομίκευσης παρά τη φαινομενική συλλογικότητα που παράγει το livingtogether. Η νεοδυτική ματιά στην πόλη, τελευταία, επικεντρώνεται και στην πολυκατοικία. Την εξιδανικεύει ως τη καλύτερη διαδικασία αυτοστέγασης, με όρους που η ελεύθερη αγορά θέτει. Μια ματιά βέβαια προβληματική. Αποδεσμευμένη από ιστορικές, κοινωνικές και θεσμικές δυνάμεις που συγκροτούν και διαμορφώνουν την πόλη. Ακόμα και απομονωμένη στο αρχιπέλαγος η θεώρηση αυτή είναι προβληματική και δεν παρέχει τίποτα παρά μια αισθητικοποίηση ενός ξεπερασμένου τύπου.

Η κοινωνική δομή της πόλης είναι αρκετά δυσλειτουργική. Κυριαρχεί η αστική μοναξιά, παραγόμενη και από την αθηναϊκή πολυκατοικία αλλά και από το υπερνεωτερικό σύστημα οργάνωσης.



Σε επόμενο επίπεδο, αυτό του οικοδομικού τετραγώνου, κυριαρχεί μια προγραμματική παράθεση. Το ήδη περιορισμένο σε διαστάσεις οικοδομικό τετράγωνο, εμπεριέχει πολλαπλές προσεγγίσεις στην καθημερινή ζωή. Ένα λανθάνων δυναμικό της Αθήνας, μια ικανότητα του αστικού χώρου να αποτελεί υπόβαθρο της καθημερινής ροής δραστηριοτήτων, γεγονότων και καταστάσεων. Η μικροκλίμακα είναι αυτή που συνθηκοποιεί την εμπειρία της πόλης. Μια αυτορρυθμιζόμενη κατάσταση. Αντίστοιχα το γερασμένο, σε κακή κατάσταση σώμα της πόλης με τα πολλά κενά κελύφη αποτελεί ακόμα ένα λανθάνων δυναμικό. Ένα terrain που δεν συμφωνεί με τις προδιαγεγραμμένες χρήσεις, μια εν δυνάμει τοπογραφία για περαιτέρω παρεμβάσεις. Η κατάληψη αστικών κενών και άδειων κελυφών και η πύκνωση τους με πρόγραμμα αποτελεί την κυρίαρχη προσαρμοστική ρύθμιση στο περιβάλλον των διαθέσιμων ευκαιριών. Μια ένεση αστικής ζωής.

Οι σχεδόν εμμονικές  προσωπικές αναζητήσεις για νέες συνθήκες αστικότητας βρήκαν το χώρο τους στο λευκό χαρτί και την Αθήνα. Η έλξη της εκφυλισμένης δημόσιας αστικής ζωής δεν είναι άλλη από μια ανάγκη αποδοχής του συνθήματος του Lefebvre για μια νέα προσέγγιση στην πόλη.  Η προβολή αρχικά, και ο σχεδιασμός τελικά, ξεχασμένων, προβληματικών, ή μάλλον καλύτερα λανθανόντων τόπων σίγουρα αποτελεί το τελικό μάθημα.

Επιλέγεται, έτσι, ως τόπος παρέμβασης το δυτικό τρίγωνο του ιστορικού κέντρου. Η μεγάλη συγκέντρωση λανθανόντων δυναμικών όπως: κενά κελύφη, αστικά κενά, πολυπολιτισμικότητα, συγκρουόμενες χρήσεις και κεντρική θέση στην πόλη, αποτελούν την υποδομή του σχεδιασμού.

NO LIE PLAN ΠΕΡΙΟΧΗΣ 1_500

Η παραπάνω καταγραφή πραγματοποιήθηκε σε διάστημα 1 μήνα. Σημειώνονται ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που αφορούν τις χρήσεις, τα άτομα, τον προσπελάσιμο και μη χώρο ακόμα και στα εσωτερικά των κτηρίων. Έτσι προκύπτει σχολιασμός για την κάθε οικοδομική νησίδα, κάνοντας κατανοητή την ανάγνωση μας στην περιοχή

Η ανάγνωση της περιοχής μπορεί να γίνει με τη διάσπαση της σε βόρειο και νότιο κομμάτι με τον πεζόδρομο της αγίων Αναργύρων να αποτελεί το όριο.




Στο νότιο τμήμα κυριαρχεί η εστίαση, η χαμηλή αλλά πυκνή δόμηση και ο τουρισμός. Η εστίαση απλώνεται από την πλατεία του ψυρρή και κατά μήκος κυρίως της οδού Αγίων Αναργύρων.

Από την άλλη συγκεντρώνονται εμπόριο, κυρίως μπαχαρικών,  αποθήκευση και εργαστήρια μεταποίησης. Ωστόσο η δημόσια ζωή φαίνεται να αρχίζει τις πρωινές ώρες και να τελειώνει το μεσημέρι.

Παρατηρείται μια γενικευμένη εγκατάλειψη κτηρίων και δημοσίου χώρου. Ελάχιστη κατοικία, η οποία απειλείται από την δυναμική της βραχυχρόνιας μίσθωσης.

Στο σύνολο της στην περιοχή η πρόσβαση σε ακαλύπτους είναι αδύνατη, και ο ελεύθερος δημόσιος χώρος ελάχιστος. Από την άλλη ο κατακερματισμός του αστικού ιστού κυρίως προς την πλατεία, δημιουργεί συσφίξεις και αραιώσεις κτιστού.

SITUATION PLAN ΠΕΡΙΟΧΗΣ 1_200

Στο σημείο παρέμβασης παρατηρείται μία αοριστία του δημοσίου χώρου χαρακτηριστική της Αθήνας. Αυτός αποτελείται από τα υπολείμματα του κτιστού, και ο σχεδιασμός εκλείπει. Το τυχαίο και το ασχεδίαστο των Αθηναϊκών δημόσιων χώρων εμπεριέχει και το ευάλωτο της ύπαρξής τους. Συνεχώς μειώνονται, ο ρόλος τους στη δημόσια ζωή περιορίζεται και τελικά καταργούνται. Ένα περιβάλλον παρακμής σε πολλές περιπτώσεις, που εξιτάρει την τέχνη και καλεί ομάδες να το οικειοποιηθούν παρά την φαινομενική του αποκρουστικότητα. Η εχθρική σχέση του κατοίκου με την πόλη εντείνεται, η οικονομία και η αγορά ως πανίσχυρος patron ορίζουν τους ρυθμούς και εκφυλίζουν το δημόσιο, ελεύθερο χώρο. Καταργώντας τη θεμελιώδη συνθήκη του άστεως.




Η υπάρχουσα κατάσταση του οικοδομικού τετραγώνου παρέμβασης εμπεριέχει όλη την Αθηναϊκότητα που επιμόνως αναζητήθηκε. Αστικά κενά μετατρέπονται σε ιδιωτικά πάρκινγκ. Άδεια κελύφη περιφράσσονται εκθέτοντας το προγραμματικό κενό τους. Τυπικά αθηναϊκά ρετιρέ μετατρέπονται σε ξενοδοχεία με σκοπό να θρέψουν την τουριστική βιομηχανία της πόλης. Αυτοκίνητα και τραπεζοκαθίσματα καταλαμβάνουν όποιο απομεινάρι δημοσίου χώρου. Αποθήκες προϊόντων και υλικών δίνουν ζωή στους ορόφους. Ανενεργοί ακάλυπτοι παραπήγματα και εγκαταλελειμμένα κτίρια γραφείων ολοκληρώνουν τον υπολειμματικό χαρακτήρα του πεδίου.

Στον αντίποδα, μια προσαρμοστική ρύθμιση της πόλης στο περιβάλλον των διαθέσιμων ευκαιριών: ένα εγκαταλελειμμένο τυπογραφείο, κατειλημμένο με πολιτισμό και τέχνη. Συλλογικότητες και ομάδες εκμεταλλευόμενοι την βιομηχανική του τυπολογία δημιούργησαν έναν πολυχώρο: θέατρο, χορός, μουσική, έκθεση. Το σύνθετο και συνεχές του πρόγραμμα δίνει ζωή σε μια κατά τα άλλα βουβή γειτονιά.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ ΚΤΙΡΙΩΝ 1_100

Αναλυτικότερα, στο οικοδομικό τετράγωνο συναντάμε κτίρια κυρίως κατασκευής από σκυρόδεμα με ηλικία τουλάχιστον 50 έτων. Οικοδομήθηκαν για να στεγάσουν γραφειακές χρήσεις όταν οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν την περιοχή. Βρίσκονται σε κακή κατάσταση και έχουν πλαισιωθεί από ένα σύνολο βοηθητικών κτιρίων του Πυροσβεστικού Κλιμακίου Σαρρή. Το τετραώροφο κτίριο της Πυροσβεστικής έχει κηρυχθεί κατεδαφιστέο λόγω των περιοδικών σεισμών που έχει δεχθεί η Αθήνα και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούνται από το κλιμάκιο μόνο οι υπαίθριοι χώροι και τα αμαξοστάσια. Ο πύργος παρατήρησης βρίσκεται και αυτός σε πολύ κακή κατάσταση, όπως και το -εγκαταλελειμμένο- κτίριο με το οποίο γειτνιάζει.




Λίγο πιο ειδικά, Στην γωνία οδών Αριστοφάνους και Σαρρή εντοπίζονται δύο κτίρια, ένα 5όροφο και ένα 7όροφο στην όψη των οποίων διακρίνεται έντονα η αθηναϊκή κρίση. Το 7όροφο παρακμάζει εγκαταλελειμμένο από πρόγραμμα, από τον πρώτο όροφο και πάνω, ενώ στο 5όροφο έχουν βρει στέγη μετανάστες εργαζόμενοι της περιοχής. Το επόμενο, διώροφο κτίριο, ανακαινίζεται με σκοπό να φιλοξενήσει ξενοδοχείο αν και στην εκκίνηση της εργασίας το κτήριο ήταν σε κακή κατάσταση και εγκαταλελειμμένο, ενώ το ιστορικό κτίριο της στοάς Αριστοφάνους (διώροφο και αυτό) παραμένει εγκαταλελειμμένο και περιφραγμένο, απουσιάζοντας πλήρως από τα αστικά γεγονότα. Η όμορη σε αυτό στενομέτωπη πολυκατοικία εντοπίζεται σε καλύτερη κατάσταση και φιλοξενεί διαμερίσματα προσωρινής ενοικίασης. Το νεοκλασικό κτίριο της γωνίας Αριστοφάνους και Κατσικογιάννη είναι το μοναδικό δείγμα της κλίμακας των κτιρίων που εντοπίζονταν στην περιοχή πριν τη δεκαετία του ’70 και την έντονη ανοικοδόμηση. Φιλοξενεί χώρους εστίασης και πολιτισμού, συμβατές με το χαρακτήρα του Ψειρή σήμερα. Ένα αστικό κενό που λειτουργεί ως παρκινγκ και ένα παράπηγμα πρώην χρωματοπωλείο συνεχίζουν την αστική όψη της οδού έως το Θέατρο Εμπρός. Αυτό, χτισμένο τη δεκαετία του ’30, ως βιομηχανικής τυπολογίας κτίριο (μονόχωρο με μεγάλα ανοίγματα και προσθήκη στην βόρεια πλευρά του), λειτούργησε ως τυπογραφείο της ομώνυμης εφημερίδας, το 1988 εγκαταλείφθηκε, το 1989 κηρύχθηκε διατηρητέο, ενώ από το 2007 λειτουργεί ως μια μεγάλη θεατρική αίθουσα με δυνατότητες καλλιτεχνικών και κοινωνικών δρώμενων, τόσο σε αυτήν όσο και στον όροφο. Έτσι, αποτελεί το μοναδικό ελεύθερο δημόσιο χώρο του οικοδομικού τετραγώνου ο οποίος συμπυκνώνει ένα σύνολο αστικών λειτουργιών στο εσωτερικό του.

Το Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο θέατρο ΕΜΠΡΟΣ, έτσι, συνθηκολογεί ως η σπίθα για πύκνωση δημόσιας ζωής στο σύνολο του συγκεκριμένου τετράγωνου με τα υπόλοιπα κτίρια ως η υποδομή που θα την παραλάβει.

ΧΩΡΟΣ-ΧΡΟΝΟΣ/ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ (ΠΡΙΝ)

Ο στοχασμός για τη λειτουργία της πόλης αναλύθηκε με γνώμονα τον προγραμματικό της χαρακτήρα γύρω από τους άξονες του χώρου και του χρόνου.




Η παρουσία των προγραμματικών μονοπωλίων της εστίασης και του εμπορίου σε συνδυασμό με τις διάσπαρτες κοιτίδες πολιτισμικών χώρων κυρίως αρχαιολογικού ενδιαφέροντος αποτελούν μια συνοπτική αλλά και χαρακτηριστική περιγραφή της πόλης. Η κατοικία απομακρύνεται στα πέριξ παρασέρνοντας και τις γειτνιάζουσες χρήσεις της εργασίας και του αθλητισμού.  Οι διαφορετικές χρήσεις, όπου συνυπάρχουν αναπτύσσουν σχέση παραθετική και όχι συμβιωτική.




Οι χρονικότητες της πόλης μοιάζουν να συμβιβάζονται με όχι και τόσο σύγχρονα μοτίβα που υποτάσσουν τον κάτοικο στον δυαδικό κανόνα του «εργασία-ξεκούραση». Οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα αποτελεί εξαίρεση και στριμώχνεται αναλόγως.

ΣΕΝΑΡΙΟ

Η επιλογή του θέματος τυπικά κατηγοριοποιείται σε μια άσκηση αποκατάστασης, προσθήκης και ένταξης. Υποκινείται από έναν φετιχισμό για λανθάνοντα εδάφη και αφετηρία για οραματισμό αστικών σεναρίων ζωής.

Φιλοδοξεί να περιγράψει μια παροχή με δημόσιο, συνολικό χαρακτήρα προσαρμοσμένη στη σύγχρονη Αθήνα, σκοπεύει στην αστική πύκνωση και τη δημόσια αστική συμβίωση.




Για να περιγραφούν αυτές οι αστικές λειτουργίες χρησιμοποιείται το σύνολο της καθημερινής αστικής ζωής: το τριμερές ύπνος - ελεύθερος χρόνος – εργασία. Η επιλογή και των τριών γίνεται καθώς παρατηρείται να χαρακτηρίζονται από γενικευμένη εξατομίκευση, στην νεωτερική κοινωνία. Για μια νέα προσέγγιση στην αστικότητα, πρέπει να έχει υπάρξει και νέα θεώρηση στο τριμερές, για το λόγο αυτό επιλέγεται στο σύνολό του.

Στη συνέχεια, το τριμερές διασπάται και αλληλοεμπλέκεται χωρικά και χρονικά, ξεπερνώντας την θεώρηση που θέλει τις δομές του διαχωρισμένες.

Το πρόγραμμα μετατρέπεται στην άυλη παράμετρο του σχεδιασμού, αποτελώντας το βασικό στόχο του. Με μέσο το οικοδομικό τετράγωνο και τις υποδομές του, γίνεται προσπάθεια να αναπτυχθούν οι μέγιστες κοινωνικές και χωρικές αλληλεπιδράσεις. Φαινομενικά συγκρουόμενες λειτουργίες μοιράζονται κοινούς χώρους, υποδομές και χρήστες. Επιχειρείται όχι μια απλή παράθεση λειτουργιών αλλά η συμβίωσή τους στο χώρο και στο χρόνο. Με την αλληλεπίδραση ασύμβατων χρήσεων επιδιώκεται η ενεργοποίηση και του κατακόρυφου επιπέδου, μέσω της παραγωγής νέων και απρόβλεπτων γεγονότων. Έτσι εκφράζεται η ανάγκη για κοινωνική δημόσια ζωή, σε επίπεδα πέρα από του ισογείου και σε χώρους πέρα από τους παραδοσιακά δημόσιους.




Η προσπάθεια σχεδιασμού και αντιμετώπισης του αστικού τοπίου στα πλαίσια της εργασίας επιβάλλουν κάποιες παραδοχές ώστε να διαμορφωθεί και το πλαίσιο της παρέμβασης. Η παρέμβαση ακροβατεί ως προς τον ρεαλισμό της. Είτε αναφέρεται λοιπόν σε μία διαφορετική κοινωνία έτοιμη να ασπαστεί τον συλλογικό βίο, είτε έρχεται αντιπαραδειγματικά σε μία εξατομικευμένη σημερινή πραγματικότητα. Ταυτόχρονα η επιλογή του πεδίου γίνεται προληπτικά και αντιτάσσεται σε ρεύματα εξευγενισμού της περιοχής και στην βιαιότητα που ασκεί σε κοινωνικές ομάδες. Η μεθοδολογία για την αποτροπή στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό -όσο είναι δυνατών- βασίζεται στη θεσμοθέτηση της χρήσης, καθώς και την σαφή αναφορά του προγράμματος στους υπάρχοντες κατοίκους.




ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΙΔΕΑ

Η οποιαδήποτε διαδικασία επέμβασης έπεται της διαμόρφωσης μίας στρατηγικής ή ίσως πιο σωστά ενός ιδεολογήματος. Το οικοδομικό τετράγωνο αποκτά λοιπόν συνολικό δημόσιο χαρακτήρα τόσο πρόσβασης όσο και λειτουργίας.

Σε πρώτο βήμα απομακρύνονται τα ανενεργά κελύφη τα οποία χαρακτηρίζονται από στατική ή προγραμματική ανεπάρκεια. Το κλιμάκιο της Πυροσβεστικής μετατοπίζεται στα κεντρικά της Πειραιώς ενώ αποθήκες και παραπήγματα κρίνεται ότι δεν έχουν θέση στο κέντρο της πόλης. Δημιουργείται έτσι πεδίο το οποίο θα αποτελέσει υποδομή για την ανάληψη δημοσίου προγράμματος.






Στη συνέχεια αναγνωρίζονται δύο μπάρες κτιστού καθώς και δύο πλευρικά, πλέον, αστικά κενά. Βασική πρόθεση γίνεται η γεφύρωση και των τεσσάρων στοιχείων. Τοποθετείται λοιπόν πεισματικά ο κτιστός όγκος στο κέντρο του οικοδομικού τετραγώνου. Σκοπός είναι η  δημιουργία εξωστρεφών, προς την πόλη, αστικών κενών αλλά και η αναστροφή της τυπικής περίπτωσης του κεντρικού ακαλύπτου. Στη δημιουργία των δύο πλατειών συμμετέχουν και οι όμορες οικοδομικές νησίδες.

Σε επόμενο στάδιο ο όγκος αποκολλάται από το έδαφος εξυπηρετώντας την προαναφερθείσα διττή γεφύρωση. Η αποκόλληση ενοποιεί τα αστικά κενά. Η μετέπειτα μετατροπή του κτιστού όγκου σε δύο επίπεδα-πλατφόρμες ενοποιεί τους κτιστούς όγκους προσαρμόζοντας το σώμα τους στις στάθμες τους.




Η τοποθέτηση μιας κεντρικής υπαίθριας ανάβασης μοιάζει σε αυτό το σημείο απαραίτητη. Αυτή τοποθετείται κεντρικά με σκοπό τη δημιουργία οπτικά αλληλεξαρτημένων χώρων και συμπληρώνεται από ένα δεύτερο στοιχείο ταχείας κατακόρυφης ανάβασης. Ο πύργος λειτουργεί αντιστιτικά στην οριζοντιότητα των πλατφορμών καθώς και επαναφέρει στη συλλογική μνήμη την κατακορυφότητα του πύργου άσκησης της πυροσβεστικής.  

Τέλος ένας όγκος μπάρα τοποθετείται πλησίον του πύργου πλαισιώνοντας την κορύφωση της ροικής ανάβασης.




Ταυτόχρονα με τις συνθετικές χειρονομίες αναπτύσσεται και η στρατηγική προγραμματισμού η οποία χωρίζεται στο τριμερές εργασία-ύπνος-ελεύθερος χρόνος. Αυτή μοιάζει να επικεντρώνεται στα υπάρχοντα κελύφη και οι πλατφόρμες να αποτελούν ένα σύμπλεγμα δημοσίων ελεύθερων χώρων που τον νοηματοδοτεί.

ΣΥΝΘΕΣΗ

Πρωτού προβούμε στην εκτενέστερη περιγραφή του θέματος, οφείλει να αναφερθεί μια βασική σχεδιαστική πρόθεση  που διέπει την ενότητα της παρέμβασης. Αυτή εντοπίζεται στις πορώδεις σχέσεις, τις εναλλαγές τόσο κλειστών, ημιυπαίθριων και υπαίθριων χώρων όσο και των προγραμματισμένων και απρογραμμάτιστων. Δημιουργούνται έτσι δημόσιοι χώροι και υποδομές που επιτρέπουν στην έντονη ισόγεια ζωή να αναπτυχθεί σε τρεις στάθμες.

Η ισόγεια στάθμη διαμορφώνεται από τρία κυρίως στοιχεία. Ένα συνεχές «χαλί» που λειτουργεί ως υποδομή για αστικά δρώμενα, και αποτελείται από τις δύο πλατείες και την ημιυπαίθρια σύνδεση τους.  Ένα δίκτυο στοών που επιτρέπουν τις ελεύθερες μεταβάσεις και, τέλος, πυρήνες κλειστού προγραμματικού χώρου.




Οι προαναφερθείσες πλατείες διαθέτοντας τον ελάχιστο σχεδιασμό φανταζόμαστε να λειτουργούν ως ενεργά για την πόλη αστικά κενά. Να υποδέχονται δηλαδή τόσο την εκτόνωση του προγράμματος της παρέμβασης όσο και τα άτυπα και αυθόρμητα γεγονότα της πόλης. Αναφερόμενοι σε αυτά, εννοούμε ένα σύνολο οργανωμένων δραστηριοτήτων όπως λαϊκή αγορά, μια συναυλία, ένα φεστιβάλ, μια έκθεση βιβλίου κ.ά. καθώς και πληθώρα αυθόρμητων γεγονότων όπως τέχνη του δρόμου, αθλητισμός, παιχνίδι παιδιών, κ.ά.

Το πορώδες των στοικών χώρων δημιουργήθηκε μέσω της διάνοιξης τοίχων πλήρωσης των πρώην ιδιωτικών κελυφών. Στόχος ήταν η ενοποίηση και η εξωστρέφεια των δημόσιων χώρων που προτείνονται σε σχέση με την πόλη. Για παράδειγμα, οι πρώην μεσοτοιχίες αυτών των τριών κτιρίων απομακρύνονται δημιουργώντας στοές και στους δύο άξονες κίνησης.

Τέλος, τα κλειστά κελύφη φιλοξενούν παρά των στοών λειτουργείες εργασίας, εστίασης και πολιτισμού. Συγκεκριμένα, διατηρούνται minimarket, εστιατόριο στο νεοκλασσικό κτίριο και το σύνολο του προγράμματος του Εμπρός το οποίο και επεκτείνεται και στο όμορο κτίριο, μέσω διάνοιξης της μεσοτοιχίας τους. Επιπλέον, προτείνονται ένας μικρός κινηματογράφος με το αναψυκτήριό του, παζάρι ενδυμάτων και υποδυμάτων, πολυπολιτισμικές κουζίνες και τη δημόσια υπηρεσία του ΕΦΚΑ. Αυτή περιλαμβάνει κλειστούς χώρους γραφείων, αίθουσες αναμονής και αρχείου. Η χωροθέτηση μιας τέτοιας λειτουργίας αναγνωρίζει την δημόσια υπηρεσία ως κοινωνικό γεγονός και επιχειρεί την ανατροπή του διαδικαστικού της χαρακτήρα. Ανατροπή η οποία συμβαίνει μέσω της σύγκρουσης με λειτουργίες ψυχαγωγίας και ελεύθερου χρόνου.

Αυτή η προγραμματική σύγκρουση, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί και το βασικότερο μεθοδολογικό εργαλείο της εργασίας με σκοπό την επίτευξη της συμβίωσης και διέπει το σχεδιασμό της ενότητας.

Η πρόσβαση στην ανώτερη στάθμη επιτυγχάνεται μέσω της κεντρικής ανάβασης και δυο πυρήνων ταχείας κατακόρυφης κίνησης. Αυτή η πλατφόρμα επιτυγχάνει τη γεφύρωση των δύο μπαρών κτιρίων επανάχρησης είτε μέσω ομόσταθμων σχέσεων, όπως εδώ, είτε με χειρονομίες σύνδεσης. Αναλυτικότερα, διαμορφώνεται κερκίδωμα και διανοίγεται η μεσοτοιχία με σκοπό τη σύνδεση με το κτίριο της στοάς Αριστοφάνους. Η προσκόλληση του πύργου επιτυγχάνει τη μεταφορά των στάθμεων του κτιρίου αυτού, στο εσωτερικό πυρήνα και σε ανώτερη στάθμη με τον όγκο των κατοικιών. Μια σκάλα ανάβασης και μια γέφυρα ενοποιούν την πλατφόρμα με τη δεύτερη στάθμη του Θεάτρου Εμπρός.

Σε λειτουργικό επίπεδο ο πολυχώρος του Εμπρός επεκτείνεται και στην πλατφόρμα -όπως εδώ- διαμορφώνοντας ένα χώρο που μπορεί να παραλάβει μεταβαλλόμενα δρώμενα (εκθέσεις, προβολές, ομιλίες κ.ά.). Το όμορο κτίριο φιλοξενεί αναψυκτήριο, επιτραπέζιο αθλητισμό και αποδυτήρια ενώ σε μικρότερους κλειστούς όγκους αναπτύσσονται ένα ωδείο και μια βιβλιοθήκη, με χώρους ανάγνωσης. Στο κτίριο αυτό διαμορφώνεται ιατρείο ενώ στο κτίριο της στοάς Αριστοφάνους ένα ξυλουργικό εργαστήριο, με μηχανήματα και χώρους εργασίας. Το τελευταίο, ανοιχτής πρόσβασης, προτείνεται να λειτουργεί με πρώην τεχνίτες μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι μπορούν να περάσουν δημιουργικά το χρόνο τους -ως μια μορφή εργοθεραπείας- μεταδίδοντας το γνωστικό τους αντικείμενο σε ερασιτέχνες.  Αυτοί θα μπορούσαν να προέρχονται από εργαστήρια της περιοχής -ξυλουργοί, καλαθοπλέκτες, καρεκλάδες-. Η πώληση των χειροτεχνημάτων προτείνεται στους ημιυπαίθριους χώρους του ισογείου αποτελώντας μέρος του παζαριού.

Οι ημιυπαίθριοι χώροι αποτελούν τόσο χώρους ξεκούρασης (καθιστικά), εστίασης (τραπεζοκαθίσματα) όσο και άθλησης (όργανα γυμναστικής ανοιχτού χώρου), αλλά και ως άτυποι υποδομικοί χώροι άλλων δρώμενων. 

Το νεοκλασικό κτίριο διατηρεί τη λειτουργία εστιατορίου και πολιτιστικού κέντρου καθώς συμβάλλει θετικά στον αστικό ιστό, ενώ δεν συνδεόμαστε με αυτό λόγω του τύπου κατασκευής του και του αυτόνομου προγράμματός του.

Η πολυκατοικία επί της οδού Σαρρή που φιλοξενεί διαμερίσματα συλλογικής κατοίκησης διατηρείται ως έχει καθώς θεωρούμε τη λειτουργία της συμβατή με το προταθέν πρόγραμμα. Ενώ στην όμορη σε αυτήν, που στους ορόφους φιλοξενούσε αποθήκες, προτείνεται εκ νέου η χρήση κατοικίας εφήμερου τύπου.

Εκμεταλλευόμενοι τη σχέση υψών των δύο αυτών κτιρίων προτείνεται η συλλειτουργία τους μέσω της διάνοιξης της μεσοτοιχίας τους. Έτσι, οι χώροι συγκέντρωσης των επισκεπτών του hostelταυτίζονται με τους αντίστοιχους των χώρων βιοτεχνίας και μεταποίησης που προτείνονται. Άλλη μια σχέση σύγκρουσης και εν τέλει συμβίωσης.




Επίσης, άξιες αναφορές είναι κάποιες χειρονομίες ένταξης, όπως η αποκόλληση των πλατφορμών από το θέατρο Εμπρός με σκοπό τη σαφή ανάδειξη του σώματός του και την πλήρη κατανόηση του όγκου του από όλες τις στάθμες. Έτσι νοηματοδοτείται πλήρως το κτίριο ενώ ταυτόχρονα επιχειρείται η αποκόλληση της προστιθέμενης κτιριακής μάζας από το νεοκλασσικό κτίριο. Τέλος, η λειτουργική σύνδεση της στοάς Αριστοφάνους με την πρώτη στάθμη επιτυγχάνεται μέσω μιας γραμμικής σκάλας.

Στο τελευταίο βασικό επίπεδο δημόσιας ζωής στο οποίο καταλήγει η κεντρική ανάβαση η πλατφόρμα, παίρνοντας μία ελαφριά κλίση, εκτονώνει ομοεπίπεδα τα δύο κτίρια. Αυτά προγραμματίζονται με τις καλλιτεχνικές χρήσεις του χορού, της ζωγραφικής και της γλυπτικής με τη μορφή αιθουσών διδασκαλίας. Δευτερεύουσες σκάλες συνεχίζουν νοητικά τη ροική ανάβαση προς το δώμα του θεάτρου εμπρός, τον όγκο της κατοικίας και το δώμα της στοάς Αριστοφάνους επιτυγχάνοντας την ενοποίηση των δωμάτων σε ένα ακόμα σύμπλεγμα δημοσίων χώρων και εκτονώσεων. Στην «pilotis» της κατοικίας χωροθετούνται συλλογικές κουζίνες και ημιυπαίθρια τραπεζοκαθίσματα ελεύθερης πρόσβασης. Σκοπός η ώσμωση των κατοίκων με τους λοιπούς χρήστες μέσω της εστίασης.  Ένα αναψυκτήριο το οποίο περιλαμβάνει και χώρους ανταλλαγής μεταχειρισμένων ρούχων και βιβλίων δίνει ζωή στο φυτεμένο δώμα-γέφυρα. Σε αυτό το σημείο, κλείνοντας με τις κατόψεις του κτιρίου που έχει υποδεχτεί τις βιοτεχνικές χρήσεις πρέπει να αναφερθεί ο τρόπος λειτουργίας του. Στις ανώτερες στάθμες προτείνεται η μεταποίηση και η επεξεργασία πρώτων υλών κυρίως ενδυμάτων η οποία στη συνέχεια πωλείται στο ισόγειο αποτελώντας σημαντικό μέρος του παζαριού. Συνεπώς προτείνεται μια γραμμή μεταποίησης και εμπορίου, η οποία ξεκινάει από την παραλαβή και τον ποιοτικό έλεγχο της πρώτης ύλης στο ισόγειο, τη μεταφορά της με το αναβατόριο στους ορόφους, την επεξεργασία και τυποποίησή της και εν τέλει την έκθεση και πώληση της στους στωικούς χώρους του ισογείου και στην πλατεία.

Από αυτήν τη στάθμη φαίνονται, επίσης, ευκρινέστερα οι αρχιτεκτονικές χειρονομίες που εξασφαλίζουν τον πορώδη χαρακτήρα της σύνθεσης σε σχέση με το ηλιακό φως. Οι σκάλες απομακρύνονται η μία από την άλλη αλλά και από τον όγκο της κατοικίας με σκοπό της δημιουργία δύο φανών που θα φωτίζουν ως το ισόγειο. Η αποκόλληση των κερκίδων από τον πύργο, των πλατφορμών από το Εμπρός καθώς και οι δύο οπές στο σώμα της πλάκας δώματος εξυπηρετούν τον ίδιο λόγο. Εκτός βέβαια από το φωταγωγικό τους χαρακτήρα οι οπές ενδυναμώνουν την ανάπτυξη οπτικών σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών μερών του κτιρίου. Συμπληρωματικά σε αυτό λειτουργεί και η κεντρική θεατρικότητα που δημιουργείται γύρω από της δύο κεντρικές αναβάσεις που μοιάζουν να αποτελούν πλατείες μιας κεντρικής σκηνής έτοιμης να υποδεχτεί τα όποια αστικά γεγονότα. 

Ακρογωνιαίος λίθος του τριμερούς αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της έρευνας, η κατοίκηση. Η κατοικία αποτελεί για μας τη βάση της αστικότητας και γι’ αυτό διαμορφώθηκε ως ο υψηλότερος προταθέν όγκος, ως φάρος, που εδράζεται στις πλατφόρμες, υποδέχεται ζωή και επιτρέπει οπτικές θεάσεις προς το σύνολο της ενότητας. Πρόκειται για μια μπάρα που διατρυπάται από ένα θέατρο διημέρευσης-σαλόνι, που προορίζεται για λειτουργίες όπως προβολές, συναυλίες, συνέλευση κατοίκων κ.ά. Τα υπνοδωμάτια αναπτύσσονται γύρω από αυτό και τις ελεύθερες κοινόχρηστες λειτουργίες τους (κουζίνα, λουτρά, χώροι διημέρευσης κ.ά.)

Πρόκειται σαφώς για μια κοινωνική κατοίκηση, κοινόβιου χαρακτήρα, γύρω από το σενάριο της αστικής μοναξιάς. Ηλικιωμένοι, χήροι, φοιτητές, μονογονεϊκές οικογένειες, συμβιώνουν σε δύο ελεύθερα διαμορφωμένες στάθμες που επικοινωνούν εσωτερικά με μια κατακόρυφη κίνηση και εξωτερικά με μια ημιυπαίθρια, που συνδέει τα μπαλκόνια τους. Τα μπαλκόνια αυτά τοποθετούνται με τρόπο τέτοιο που εξασφαλίζει τον εξωστρεφή τους χαρακτήρα. Η μικροκλίμακα της κατοικίας τονίζεται από τη διάτρητη όψη που περιτυλίγει τον όγκο και επιτρέπει την επέμβαση του κατοίκου στο σώμα του. Ενώ η πλατεία που δημιουργείται στην πλάτη της κατοικίας υποδέχεται υψηλή φύτευση και μαλακό έδαφος, ώστε να πλαισιώσει τη λειτουργία αυτής δημιουργώντας μικροκλίμα ευχάριστης διαβίωσης.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η παρούσα εργασία επιχείρησε να προβάλει μια αστική συνθήκη η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως αρνητική έκβαση του ανθρώπινου πολιτισμού: Η προβληματική της γενικευμένης ιδιώτευσης. Σε μία περίοδο έντονης απομάκρυνσης των ατόμων. Σε περίοδο που ο κοινωνικός αποκλεισμός από το δημόσιο χώρο δεν οφείλεται μόνο σε μία πανδημία αλλά αναδεικνύει το πνεύμα μιας εποχής.  Η εργασία αυτή φιλοδοξεί να ανακαλύψει τις δυναμικές της πόλης που μπορούν να στραφούν σε θετική ροή. Απώτερος στόχος είναι ο συλλογικός βίος, συνθήκη που επιτυγχάνεται με την κοινωνικοποίηση και την παραγωγή αστικών δρώμενων συνολικού χαρακτήρα. Θεωρούμε ότι η σύγκρουση και συμβίωση αστικών χρήσεων η οποία ξεπερνά την απλή παράθεση είναι παραγωγός κοινωνικής δημόσιας ζωής.

Η ιστορία πύκνωσης μοιάζει να στέκεται απέναντι από την εξατομικευμένη και βουβή πραγματικότητα. Αποτελεί μια παράλληλη πραγματικότητα ή ένα ουτοπικό σενάριο που αντιτάσσει σε αυτά τις φωνές της συλλογικής συμβίωσης.